Επιστρέφοντας από τον θάνατο

Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 1943, όταν οι Γερμανοί κατακτητές εκτελούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο, τις εντολές θανάτου που τους είχαν δώσει οι ανώτεροι τους
Είναι γνωστή η περίπτωση του Χαρίλαου Ζερβουδάκη από το Βαχό, ο οποίος κατάφερε να επιζήσει των γερμανικών πολυβόλων, τα οποία βρήκε απέναντι του την ανήμερα της ανυψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Σήμερα, θα θυμηθούμε μια άλλη συγκλονιστική μαρτυρία, του 22 χρονου τότε, Μιχάλη Βερυκοκάκη, ο οποίος κατάφερε να επιζήσει έχοντας δεχθεί 5 σφαίρες!
Ο Μιχάλης Βερυκοκάκης, περιέγραψε στιγμή προς στιγμή την εκτέλεση του, κατά τη διάρκεια του μνημοσύνου των θυμάτων, τον Σεπτέμβρη του 2004:
"Μας μαζέψανε 14 Σεπτεμβρίου 1943 στο σχολείο στ' Αμιρά, όλους μαζί 160 άτομα περίπου, μόνο άντρες.
Από κει μας έπαιρναν σε ομάδες των 20 ατόμων και μας πηγαίνανε για εκτέλεση. Εγώ ήμουν στη δεύτερη ομάδα. Μας πήγανε στα “Μελιανα”. Εκεί πήγαν και τις περισσότερες ομάδες, έναν τόπο που βρίσκεται κάτω από τ' Αμιρά. Στην ομάδα μου ήτανε και ο Μανώλης ο Μπαντουβάκης που έμεινε ανάπηρος μα πέθανε.
Όπως ήμασταν και οι 20 μας είπαν “χάμου-διπλογόνατους”. Εγώ δίπλα μου ακριβώς είχα μιά ελιά χοντρή. Έκαμα ετσά κι έπεσα πάνω της. Όπως ήμουν λοιπόν πεσμένος, μόλις έπεσε η πρώτη σφαίρα ετραυματίστηκε ο δεξής μου πόδας και η αριστερή χέρα. Ντα τα σημάδια τα χω ακόμα!
Εκάμανε οι Γερμανοί την εκτέλεση, γύρισαν από πάνω μας για τη χαριστική βολή. Εμένα η βολή με πήρε στο καπέλο, επέρασε ξυστά. Τους είδα που φεύγανε, μα έμεινα πεσμένος εκιά, δεν επονούσα κι ακόμη.
Μετά από λίγο θωρώ τον “Τριγυρη” το Μ. το Μπαντουβάκη που ήτανε πεσμένος παραδίπλα να σηκώνεται να σπα προς τα κάτω. Σκέφτομαι, σηκώνομαι και γω και τρέχω. Έλα σου δα που οι Γερμανοί δεν είχανε φύγει αλλάργο και είδανε το Μανώλη. Τοτεσας, στένουνε το πολυβόλο, βλέπουν εμένα, αρχίζουν και μου ρίχνουν. Εκεί τώρα με κάνανε βολιστι.
Ήμουνα μικρός 22 χρονών, εγεννήθηκα στις 3 Μαρτίου του 1921.
Στο δεύτερο πολυβολισμό έπεσα χάμε. Με το φευγιό των Γερμανών για τ’ άλλα χωριά αρχίσανε να κατεβαίνουν να μας ψάχνουν. Έτσι παντήξανε και μένα.
Όπως είχα πομείνει κάτω, ήρθε μια γυναίκα, του Ξυλούρη η Δεσποινιά. Με θωρεί, με ρωτά: “Ζωντανός είσαι Μιχαλιό;”. Ζωντανός της λέω. “Θες πράμα να σου φέρω; Νερό, της ζήτησα. Φεύγει να μου φέρει. Στο μεταξύ έρχεται του παπα, ο Δημήτρης ο Βασιλικάκης, με θωρεί κι'αυτός και με ρωτά αν ήμουν ζωντανός.
-“Συμπέθερε δε μου λες, αζωντανός είσαι;
-"Αφού με θωρείς ήντα θες, να μαι!"
Φεύγει λοιπόν και ο Δημήτρης για νερό, μα εκεί στα “Μελιανα” στη βρύση επάντηξε τους Γερμανούς, τον εσκοτώσανε. Η Δεσπoινιά όμως κατάφερε να γυρίσει μου ‘φερε ένα φλυτζάνι καφέ (εκιοσάς ήταν το σωτήριό μου), ένα τζαμπί σταφύλι και νερό. Μόλις ήπια το νερό αρχίσανε τα τραύματα να αιμορραγούν και να πονώ! Για να σταματήσω την αιμορραγία, πιάνω με τη δεξά μου χέρα που δεν είχε τραυματιστεί, βγάνω τη ζωστήρα, δένω όσο πιο σφιχτά μπορούσα το δεξιό μου πόδα που είχε σπάσει από παντού από τις σφαίρες.
Από κει με βρήκανε οι αδελφές μου, με μάζεψαν και πήγαμε σπίτι. Στο χωριό αρχίσανε όμως να λένε πως οι Γερμανοί γυρίζουν να σκοτώσουν όσους γλίτωσαν. Σκέφτονται ήντα να με κάμουν εδά για να μην με βρουν. Πάνε λοιπόν στην κοπρά στο στάβλο, ανοίγουν ένα λάκκο και με χώνουν μέσα. Εκεί τώρα μου φέρνανε νερό.
Από την Τρίτη 14-9-1943 ως την Πέμπτη έμεινα στο λάκκο. Εκεί ήρθε ο “Γερουλανος” όπως τον εφωνάζανε ο γιατρός και μου ‘πλυνε τα τραύματα.
Ο Ερυθρός Σταυρός ήρθε την Κυριακή, μας μάζεψε όλους, μας πήγαν στο Πανάνειο στο Ηράκλειο. Ήμουν από τ’ Αμιρά ο βαρύτερος τραυματίας. Έκαμα 22 μήνες μέσα στο Πανάνειο χωρίς να πορίσω καθόλου. Με 5 σφαίρες στο σώμα μου εθέλησε να ζήσω, είμαι 90 χρονών τώρα.
Από την οικογένειά μου εσκοτώθηκαν δύο άτομα, ο κουνιάδος μου και ο αδελφός μου μόνο 17χρονών, που του παίξανε με την λόγχη στην καρδιά...