Ένα βράδυ του 1984 στο "Καρύδι"


Ήταν κάποιο βράδυ του 1984… όταν τέσσερεις φίλοι, όλοι τους ένοικοι της γραφικής γειτονιάς Σωρός, της Άνω Βιάννου, συνευρέθηκαν στο ιστορικό στέκι της Αμαλίας, που δέσποζε για δεκαετίες εκεί στην απαρχή της χαρισματικής ρεματιάς του Μπαλέμιδου, για να εκφράσουν τα σεκλέτια και τα μεράκια τους.
Εκτός από την αφεντιά μου, την παρέα συναποτελούσαν τα δυο μου πρώτα ξαδέλφια, ο Μιχάλης Πλαντζουνάκης κι ο Μανώλης Αγαπάκης κι ο καλός-κοινός μας φίλος, ο Σάββας Πετράκης. Τα μαντολίνα «έκλαιγαν», και οι κοντυλιές του 2ου Ρε, ενός παραπονιάρικου και πονεμένου σκοπού, του λεγόμενου και «φλισκούνη» ή «βερεμιάρη», πλημμύριζαν τις ψυχές μας από τα επιδέξια χέρια του Μιχάλη και το σεγόντο του Σάββα. Και μαντινάδες του θανατά αλληλοδιαδόχως:
Δεν έχει ο τάφος όνειρα
και ήσυχα θα κοιμούμαι
θα ξεκουράσω το κορμί
α-πού δεν θα σου θυμούμαι…
-
Είσαι διαμάντι ολόφωτο
στο μαύρο μου σκοτάδι
τόσο λαμπρό που και νεκρός
θα σε θωρώ στον Άδη…
-
Ω κόσμε ακατάστατε
η σφαίρα σου να σπάσει
που δεν αφήνεις άθρωπο
ποτέ να ησυχάσει…
Κι ύστερα «η στραταρίδα», «ο Καρυδιώτης» κι οι στειακές κοντυλιές!!! … Ο Σάββας βιάστηκε να μισέψει πρώτος απ’ όλους…
Σαν σήμερα, πριν από 9 χρόνια, μίσεψε κι ο Μανώλης… Ήταν ένα άγριο πρωινό της 23ης Γενάρη 2016, που το θλιβερό χαμπέρι θόλωνε τον ορίζοντα…
Σήμερα σας τραγουδώ κι εγώ τη στερνή μαντινάδα:
Αν ήξερα πως οι νεκροί
ξελησμονούν τους πόνους
θα πέθαινα κι ας ήξερα
πως έχω χίλιους χρόνους…
Σημείωση: Από αριστερά: Σάββας Πετράκης, Μιχάλης Πλαντζουνάκης και Μανώλης Αγαπάκης
Υ.Γ. Ευτυχώς, ένα μαγικό «κλικ» της φωτογραφικής μου μηχανής «φυλάκισε» για πάντα πρόσωπα και μνήμες…