«Εκ Βιάννου» - Του Ιωάννη Κονδυλάκη

Όπως έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν, τα τελευταία χρονογραφήματα του σπουδαίου Ιωάννη Κονδυλάκη, γράφτηκαν κατά την στερνή του επίσκεψη στην γενέτειρά του, την Άνω Βιάννο, και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Νέα Εφημερίς» του Ηρακλείου. Πρόκειται για δώδεκα εκπληκτικές περιγραφές με τεράστια λογοτεχνική-ηθογραφική και δημοσιογραφική αξία. Οι δώδεκα αυτοί θησαυροί έχουν την γενική ονομασία «Εκ Βιάννου». Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο εξ’ αυτών που έχει τον τίτλο «Εκ Βιάννου».
Από πέντε ημερών ευρίσκομαι εις τον τόπον της γεννήσεώς μου και της εμπνεύσεως του προσφιλεστέρου έργου μου, του «Πατούχα». Αλλά με πόσους κόπους και κινδύνους μάλιστα ένεκα της καταστάσεως των δρόμων! Και όμως όταν έφθασα ευλόγησα την απόφασίν μου και ευχαρίστησα τους κόπους μου.
Μίαν ημέραν, προ πολλών, πολλών ετών, δωδεκαετές περίπου παιδί, ανεχώρησα από αυτό το ορεινό χωριό διά τα Χανιά! Έφευγα ως δένδρον εκριζωθέν από την ωραίαν κοιλάδα όπου εβλάστησα. Και με το αίσθημα αυτού του εκριζώματος έκλαια, όταν εις μίαν στροφήν του δρόμου έπαυσα να βλέπω το χωριό μου, το οποίον, ως εκτείνεται αμφιθεατρικά εις την κλιτύν των μεγάλων βουνών, παρουσιάζεται ως χαρούμενον πρόσωπον. Έπειτα επανείδα επανειλημμένως με την μέθην της εφηβικής ηλικίας. Αλλά μετά το 1889, δεν ηδυνήθην πλέον να φθάσω έως εδώ, καίτοι επανήλθα εις την Κρήτην. Και έκτοτε συνεσσωρεύετο εις την ψυχήν μου ο πόνος της νοσταλγίας, ο οποίος σήμερον μόλις επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, σήμερον, ότε το επανείδα με κόμην λευκήν και επάτησα με κλονούμενον βήμα το έδαφος το οποίον εδέχθη τα παιδικά και νεανικά μου βήματα.
Ακούοντες τ’ ανωτέρω περί των κόπων της οδοιπορίας μου, θ’ απορήσετε μανθάνοντες ότι ανεχώρησα δι’ αυτοκινήτου εξ’ Ηρακλείου. Εις δύο σχεδόν ώρας έφθασα με φιλικήν συντροφιάν εις το Καστέλλι Πεδιάδος, αφού επέρασα και διά πρώτην φοράν είδα τον χαριτωμένον, τον πολιτισμένον δήμον των Αγιών Παρασκιών. Εις το Καστέλλι επέρασα μίαν ευχάριστον εσπέραν. Εντεύθεν υπολείπετο το ήμισυ του δρόμου μέχρι Βιάννου. Αλλ’ η ανάμνησις της ταχείας και αναπαυτικής κινήσεως του αυτοκινήτου μου κατέστησε κοπιωδεστέραν την διά του ημιόνου υπόλοιπον οδοιπορίαν. Μέχρι του Μούλεφε, όπου τελειώνει η πεδιάς, ο δρόμος ήτο υποφερτός. Αλλά μετά το χάνι του Μούλεφε, αρχίζει η ανάβασις των ορέων, ο δε δρόμος είναι πλέον χάος πετρών και λάκκων και ρηγμάτων εκ βροχών. Και είναι θαύμα πώς με τόσην ασφάλειαν και καρτερίαν βαδίζουν εις αυτό το σαλευόμενον χάος οι ημίονοι. Ποίος θα εκφράσει πρεπόντως τας γενναίας υπηρεσίας τας οποίας το ζώον αυτό απ’ αιώνων προσφέρει εις τον λαόν της Κρήτης; Και σήμερον έτι, που τα μέσα συγκοινωνίας έχουν φθάσει εις τόσην τελειότητα, εις την Κρήτην, ιδίως την ανατολικήν, ο ημίονος και ο όνος αναπληρούν όλα τα τροχοφόρα μέσα της συγκοινωνίας.
Αναβαίνομεν το πρώτο ύψωμα και από την κορυφήν εμφανίζεται ενώπιον ημών η ορεινή κοιλάς της Εμπάρου, καταπράσινη και τώρα ότε εισερχόμεθα εις το φθινόπωρον. Το χωριό φαίνεται κάτω μεταξύ δέντρων και κήπων. Από το βάθος της κοιλάδος, όπου, όνομα και πράγμα, διακρίνεται ο συνοικισμός Κατωφύγι, αρχίζει ανυψουμένη, η κεντρική μαδάρα (κορυφή) της Δίκτης, και ο κώνος της φθάνει εις το ύψος υπερδισχιλίων μέτρων. Εις την Έμπαρον συναντώ την πρώτη πρωτοπορείαν του πολυαρίθμου συγγενολογίου μου. Η κόπωσίς μου ήδη, ιδίως από την κατάβασιν εις Έμπαρον, ήτο μεγάλη. Και εδώ η υπανδρεμένη ανεψιά μου, προσεπάθησε και με τεχνάσματα μάλιστα, να με κρατήσει. Αλλ’ έκρινα προτιμότερον να πίω το ποτήριον αυθημερόν. Και περί το δειλινόν ανεβαίναμεν προς την Κουτσούραν. Αλλά και μόνη η ανάμνησις αυτού του τελευταίου μέρους της οδοιπορίας μου, με αναγκάζει να διακόψω και αναβάλω εις αύριον την συνέχειαν.
Ι. Κονδυλάκης
(«Νέα Εφημερίς» 14-9-1919)
Φωτογραφία: Φωτογραφικό Αρχείο Μανώλη Σπανάκη