Διαβάζοντας την Ιστορία της Βιάννου
Μουσεῖον: σχολεῖον. ἀπὸ τοῦ μοῦσα, ὅ ἐστιν ὁ λόγος.
(Λεξικό Ζωναρά, 10ος αιώνας μ.Χ.)
᾿Ωδεῖον, τὸ μουσεῖον· τὸ δει διφθόγγῳ. ἐν ᾧ ᾄδουσι καὶ ψάλλουσι τὰς ᾠδάς.
᾿Ωδὶς, ὠδῖνος, ἡ γέννησις, ἢ πόνος, παρὰ τὸ ὤθω, ὠθίζω, ὠθὶς καὶ ὠδὶς, ὠθή τις οὖσα, δι' ἧς ὠθεῖται τὸ βρέφος.
(Γουδιανό Λεξικό, 9ος αιώνας μ.Χ.)
Η ιστορία δεν συγκινεί όσους κοιτάζουν μονάχα το παρόν ούτε όσους μονάχοι ονειρεύονται. Όταν όμως τα όνειρα γίνονται πράξη, τότε η ιστορία ομορφαίνει, διαβάζεται, πονεί που ζει και θέλει να γράφεται. Γίνεται, έτσι, η ιστορία χωράφι για σπορά, γίνεται λατομείο λίθων ακριβών, γίνεται κρασί και τραγούδι, γίνεται χάδι και φιλί, γίνεται όραμα, ευχή και όπλο. Στης πανανθρώπινης γλώσσας το σώμα, η ιστορία γράφεται με φθόγγους τρεις, τη σπορά, το κτίσιμο και το γλέντι. Τη γραμματική της ιστορίας τη φτιάχνουν ο έρωτας μαζί με τον πόλεμο, είναι γινόμενή τους. Πολιτισμός σε πόλη απόλεμη, αβίαστα, δεν βιώνεται.
Σήμερα, Δεκέμβρη μήνα του 2022 οργώνεται πάλι ο κόσμος βαθειά και σπέρνεται με καινούριες ψυχές. Η ιστορία, πιότερο από ποτέ, ξυπνά ζωντανή και γινόμενη του πολέμου και του έρωτα για να γραφτεί με τους βλαστούς που θα βγάλει αυτή η σπορά των ψυχών. Ο πλανήτης φαίνεται στενός και σκοτεινός χωρίς να τον φωτίζει η ιστορία του και να διαρμίζεται[1] τον κόσμο της γης. Ασθμαίνει σήμερο η ζωή απάνω στη γη, ασθμαίνει στο σκοτάδι, κάτω από το βάρος της άγνοιας του παρελθόντος. Τα διδάγματα σιωπηλά, οι κλέφτες φωνασκούν στα χρηματιστήρια της απαξίωσης της ανθρωπιάς.
Η δωρεάν γιατρειά όπως κι η δωρεάν παιδεία δίδονται άνομα κι ανεπίσημα, από την πίσω πόρτα, φτιαγμένες για δούλους. Οι άρρωστοι, οι άβουλοι κι οι απαίδευτοι πληθαίνουν.
Η ιστορία επισήμως φιμώνεται και παραμορφώνεται και πετιέται στο χώμα αντί να φωλιάζει και να βλασταίνει στις ψυχές των παιδιών, σκισμένες σελίδες στο ρόλο σκουπιδιών, συνθέτουν επίσημα εκθέματα σε δημόσιο μουσείο. Κι όλα αυτά κάτω από το λάβαρο της ασυδοσίας ντυμένης με το φόρεμα της ελευθερίας της έκφρασης.
Γι αυτό, σήμερα, περισσότερο από ποτέ στην ιστορία του γένους των ανθρώπων, η ιστορία αυτού του γένους έχει ξέχωρη σημασία να βιώνεται φωναχτά και επίσημα.
Ένα μέλος αυτής της ιστορίας, καθολικά σημαντικό, γράφτηκε στην Βιάννο και τα χωριά δυτικά της Ιεράπετρας, με στοιχεία βαθειά χαραγμένα στη μνήμη και στο όραμα. Το μέλος αυτό ξεκίνησε να διακρίνεται πριν τον πόλεμο του 1940 στα βόρεια σύνορά μας. Η Βιάννος ορθώθηκε ως διακριτή δύναμη ενάντια σε κάθε επίβουλο αυτού του τόπου όποια σημαία κι αν αυτός σήκωνε για να κρυφτεί ή να φοβίσει. Το μέλος αυτό του ιστού της ιστορίας, πάντα σημαίνει λειτουργικά μιας καινούριας λευτεριάς την πνοή. Μιας λευτεριάς που μόνο οι έγκυες συνεχίζουν να την βιώνουν, όταν ακούνε το αιώνιο: καλή λευτεριά.
Είναι η Ελευθώ, η αρχαία θεά της τέχνης να χαίρεσαι την έλευση των ωδίνων, η Ελευθώ της έλευσης της καινούριας ζωή στον κόσμο, η Ελευθώ που έγινε, τους τελευταίους αιώνες, Ελευθερία. Η ελευθερία, δεν είναι η απρόσκοπτη κι αδέσμευτη συμπεριφορά κάποιου που κάνει ό, τι θέλει, είναι η τέχνη να χαίρεσαι τους κόπους και τις θυσίες που κάνεις, σαν άνθρωπος, μέσα στο δήμο σου, είναι η χαρά της δημιουργίας. Ελευθερία χωρίς δημιουργία όπως και δημιουργία χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει.
Αυτή την έννοια της λευτεριάς, ο Γιώργος Χρηστάκης με τον Κώστα Στεφανάκη τη δείχνουν μέσα στα κόκκαλα των δολοφονημένων από τους Ναζί. Αυτή η λευτεριά είναι στο σπόρο που θα γεννήσει το αύριο. Στη σελίδα 9 του βιβλίου τους: ‘Επαρχία Βιάννου 1940-1945’ που εκδόθηκε και δωρίθηκε στο Δήμο της Βιάννου πριν από 20 χρόνια γράφουν:
Ως ελάχιστος φόρος τιμής προς τους μεγάλους νεκρούς προγραμματίστηκε η δημιουργία Μουσειακού χώρου ...
Στο χώρο αυτό προγραμματίζεται να τοποθετηθεί λεύκωμα με φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα ... αλλά και να δημιουργηθούν τμήματα με στοιχεία αρχαιολογικά, πανίδας χλωρίδας γεωλογικά ... από την επαρχία της Βιάννου.
Αφιέρωσαν το βιβλίο αυτό σ' αυτούς που έφυγαν μα και σ' αυτούς που κάθε μέρα αρχίζουν τη ζωή τους και το κατέθεσαν στο Δήμο ως σπόρο για το Μουσείο αυτό.
Αυτή η απλή αφιέρωση ξαναβάζει τις Μούσες στο διαχρονικό και διεθνές δώμα τους, σε ένα μουσειακό χώρο συνεκτικής ιστορικής μνήμης και κοινωνικού οράματος. Οι Μούσες, στον κόσμο όλο, δεν έπαψαν ποτέ να είναι κόρες θεϊκές της Μνημοσύνης. Μουσείο είναι κάθε δώμα των μουσών, όπως ιατρείο είναι το δώμα του ιατρού και μηχανουργείο είναι το δώμα του μηχανουργού, κλπ.
Είθισται, όμως, τα τελευταία τρακόσια περίπου χρόνια, τα μουσεία, ακόμη και στην Ελλάδα, να νοούνται ως στέγες συλλογών αντικειμένων της τέχνης ή της φύσης και όχι ως στέγες των μουσών, δηλαδή των ζωσών επιστημών και των γόνιμων τεχνών. Αυτή η αντίληψη προέκυψε στην Δυτική και στη Βόρεια Ευρώπη όπου εμφανίστηκαν εκθέσεις διάφορων συλλογών και κλεμμένων, συνήθως, τεχνημάτων τις οποίες οι εκεί διανοούμενοι ονόμασαν ‘μουσεία’ εκχυδαΐζοντας την σημασία της λέξης μουσείο. Από στέγη των μουσών και σχολείο, το μουσείο έγινε έκθεση συλλογών διαφόρων αντικειμένων, στην πλειονότητά τους, κλοπιμαίων.
Οι συγγραφείς του βιβλίου ‘Επαρχία Βιάννου 1940-1945’ θέτουν ξανά την σημασία της λέξης και την έννοια του μουσείου στη βάση τους αποκαθιστώντας, εδώ στη Βιάννο, την συνέχεια της Ιστορίας των λέξεων και των εννοιών μετά από μια τρικυμισμένη ιστορία δύσκολων ετών. Ότι σωρεύτηκε αυτές τις χιλιάδες χρόνια πάνω στη γη, σήμερα διακυβεύεται στο τραπέζι που κάποιοι παζαρεύουν τα κέρδη τους.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η ιστορική μνήμη είναι αναγκαία για να χαραχτεί το άμεσο και το απώτερο, μέλλον μας. Γι αυτό πρέπει να βάλομε πλάι στα κόκαλα των θυμάτων του Ναζισμού τους σπόρους της χλωρίδας του τόπου μας, σύμβολα του σπόρου που θα γεννήσει στα χώματα αυτά το μέλλον των παιδιών μας. Τα χώματα αυτά που αγκαλιάζουν τους νεκρούς μας είναι δικά τους μα και δικά μας. Δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει όσο κι αν προσπαθεί να σβήσει τη μνήμη μας. Το μουσείο, ως έννοια και ως λειτουργία, μέσα στη ζωή, βρίσκει το δρόμο του πέρα από την άποψη των συλλογών άψυχων αντικειμένων και των ευκαιριακών κοινωνικών συνευρέσεων.
[1] Διαρμίζομαι: στην Κρητική διάλεκτο σημαίνει τακτοποιώ, αρμόζω τα πράγματα. Στον Ευρυπίδη υπάρχει η λέξη διαρμόζω ενώ στον Λεξικογράφο Ησύχιο η λέξη αναρτώ//διαρτώ εξηγείται ως διαρμόζω: *διαρτᾷ: κρεμνᾷ. ps διαρμόζει AS.
Φωτογραφία: Νίκος Κικάκης