Δεν ήμουν κι ο Χριστός
Είχαμε πάει στο χωριό της μάνας μου με ένα παλιό Φίατ κόκκινο για να μαζέψουν οι δικοί μου τις ελιές και να περάσουμε τις γιορτές. Το χιόνι ίσαμε το γόνατο του μικρού μου αδερφού, που θα πει καμιά εικοσαριά πόντους.
Πιο όμορφο μωρό από τον μικρό μου αδερφό δεν είχε βγάλει η πλάση. Μαύρο πυκνό μαλλί, σταρένιο δέρμα, φουντωτά χειλάκια, μπουκλωτές βλεφαρίδες και ζουμπουρλό-ζουμπουρλό. Όποτε το πετύχαινα μονάχο του, το φιλούσα με μανία, ώσπου τα τροφαντά του μάγουλα μάλλον μολύνθηκαν, ίσως κάποια φορά να το δάγκωσα κιόλας, παιδί ήμουν, δεν ήθελε και πολύ. Έτσι, η μάνα μας μου απαγόρευσε τα πολλά φιλιά.
Το περιτριγύριζα όμως στην κούνια γιατί με τραβούσε η μυρωδιά του σα μαγνήτης και το λιγουρευόμουν. Έτρωγε κι αυτές τις μπεμπελάκ που μύριζαν όπως πρέπει να μυρίζει ο Παράδεισος. Ώσπου να κρυώσει η κρέμα στο μπολάκι, βουτούσα τα δάχτυλά μου και ξέκλεβα μερικές κουταλιές. Μια μέρα όμως κάηκα και σίγουρα αυτό ήταν έργο της θείας Δίκης γιατί μου είχε απαγορεύσει η μάνα μου να βάζω τα βρωμόχερά μου στο φαγητό του μωρού, τι να κάνω, παιδί ήμουν, δεν ήμουν κι ο Χριστός να αντιστέκομαι σε κάθε πειρασμό.
Μετά ανακάλυψα τη νινίδα στο μαλακό κι ευωδιαστό του κεφαλάκι, που ήθελα πολύ να το ζουπήξω να δω αν είναι αλήθεια τόσο μαλακό όσο λένε. Πια το ξεμονάχιαζα για να ξεκολλάω από το σκαλπ του τις λιπαρές νιφάδες. Τώρα, αν έφευγε και καμιά τούφα μαζί με την μωρουδιακή πιτιρίδα και έβαζε τα κλάματα, τι να κάνω, παιδί ήμουν, εξαφανιζόμουν στο πιτς-φυτίλι.
Πολύ το αγαπούσα το γλυκούλικο μωρό μας, αλλά μάλλον εξαιτίας του κατρουλιάρη άρχισα να βρέχω κι εγώ το στρώμα μου τις νύχτες τεσσάρων χρονών μεγαλοκοπέλα.
Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς είχαν συγκεντρωθεί και οι άλλες δυο αδερφές της μάνας μου με τους άντρες και τα παιδιά τους για τους ίδιους λόγους: λιομάζωμα και γιορτές. Εγώ ήμουν το πρώτο εγγόνι, που θα πει έκανα άμα λάχει και τη δασκάλα. Τους εφάρμοσα πειραματικά όλες τις παιδαγωγικές μου μεθόδους με μεγάλη επιτυχία. Ούτε ένα από τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου δεν μπήκαν στο πανεπιστήμιο, τα περισσότερα δεν τέλειωσαν καν το Λύκειο.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς όλα τα μικρά είχαν αποκοιμηθεί κάτω από διπλές και τριπλές κουβέρτες και βελέντζες. Στην κουζίνα οι μεγάλοι έπιναν κρασί, ρακή, έτρωγαν χωριάτικο λουκάνικο, ντάκο κι οφτές πατάτες. Σε μια στιγμή η μία θεία μου, μάλλον λιγότερο μεθυσμένη απ’ όλους, προνόησε να φέρει από το αμάξι τα δώρα ώστε να τα βρουν την επαύριο τα μικρά. «Θα έρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις να κάνουμε μια δουλειά;» με ρώτησε. Σηκώθηκα απρόθυμα, υποθέτοντας πως θα πηγαίναμε να κουβαλήσουμε ξύλα για την παραστιά. Άντ’ αυτού κατευθυνθήκαμε στο κόκκινο Φίατ. Όταν άνοιξε το πορτμπαγκάζ αντίκρυσα ένα μαγευτικό θέαμα, πεντέξι κούτες αμπαλαρισμένες με στραφταλιζέ χαρτί περιτυλίγματος και φιογκάκια. Παίρνει τις τρεις μεγάλες παραμάσχαλα και μου φορτώνει τις δυο μικρότερες κούτες. «Μην τους πεις ότι τα αφήσαμε εμείς εδώ», μου είπε καθώς τοποθετούσαμε τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο «για να νομίζουν πως τα έφερε ο Άη Βασίλης».
Ούτε που της είχε περάσει από το μυαλό πως μπορεί κι εγώ πέντε χρονών παιδάκι να ήθελα ακόμα να πιστεύω πως μπορεί και να υπάρχει Άη Βασίλης. Δεν είπα τίποτα, κούρνιασα σε μια άκρη και έβλεπα τους μεγάλους να διασκεδάζουν σα να μην υπάρχει αύριο.
Σε λίγο χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο παπάς, ο αδερφός του ενός από τους δυο θείους μου. Αυτός μας έλειπε, σκέφτηκα και βάρυνε ακόμα πιο πολύ η διάθεσή μου. Οι παπάδες είναι άνθρωποι σοβαροί, αυστηροί, αγέλαστοι, ενίοτε βλοσυροί, διαισθανόμουν πως θα χαλούσε τη γιορτινή ατμόσφαιρα.
Όμως δεν πέρασε πολύ ώρα και ο παπάς άρχισε να καψώνεται. Πρώτα έβγαλε το καλυμμαύκι κι ύστερα παραμέρισε το ράσο, ενώ άδειαζε το ένα μετά το άλλο τα κρασοπότηρα. Τελικά σηκώθηκε, πέταξε πέρα το ράσο και να συνέχιζε να μπεκρουλιάζει με τους υπόλοιπους.
Η τελευταία εικόνα πριν αποκοιμηθώ στην ποδιά της μικρότερης θείας μου ήταν ένας παπάς με πουλόβερ και τζιν που τραγουδούσε αγκαλιασμένος με τους υπόλοιπους «Όσο αξίζεις εσύ και η καρδιά σου η χρυσή δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη» και «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός, τον έζησα τον κόσμο και τον είδα». Ίσως μετά που με πήρε ο ύπνος να χόρεψε και τσιφτετέλι, όμως πόσα θαύματα να δω, παιδί ήμουν, δεν ήμουν κι ο Χριστός!
Την πρώτη μέρα της χρονιάς το χιόνι είχε μεταμορφώσει τις Μαδάρες σε γιγαντιαίους κουραμπιέδες και το κόκκινο Φίατ σε άσπρο κουτί.
Το μωρό μας είχε ξυπνήσει, οι δικοί μου ροχάλιζαν του καλού καιρού μετά τη χτεσινή κραιπάλη. Η γιαγιά το είχε βάλει στο πορτ-μπεμπέ δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δεντράκι. Τα υπόλοιπα αδέρφια και ξαδέρφια είχαν ξεσκίσει τα περιτυλίγματα και έπαιζαν αφηνιασμένα με τα παιχνίδια που τους άφησε ο Άη Βασίλης. Από το μεγάφωνο ακουγόταν η λειτουργία του παπά στην εκκλησία της Παναγίας. Έριξα μια δαγκωνιά στη τροφαντή γάμπα του μωρού. Κάποιος έπρεπε να την πληρώσει. Παιδί ήμουν, δεν ήμουν κι ο Χριστός όλους να τους συγχωράω. *Η κ. Πέλα Σουλτάτου είναι συγγραφέας