Αστυνομοκρατούμενη δημοκρατία…
Μετά από καιρό, βρέθηκα στο Ηράκλειο. Εμείς οι επαρχιώτες, όταν βρεθούμε στη Χώρα, κατά κανόνα περιτριγυρίζουμε στα κεντρικά σημεία, εκεί δηλαδή, που είναι συγκεντρωμένα τα εμπορικά.
Άφησα το αυτοκίνητό μου κοντά στην Όαση, και… ποδαράτα διήλθα την Πύλη του Ιησού, την οδό Έβανς κι έφτασα στο Μεϊντάνι. Περπάτησα και μέρος της Λ. Καλοκαιρινού, τον Αραστά και την πεζοδρομημένη πλέον Λ. Δικαιοσύνης…
Άλλες εποχές, τέτοιες μέρες, θα γινότανε ο κακός χαμός… Η κεντρική αγορά στην οδό 1866, εκεί όπου, ανέκαθεν, χτυπούσε η καρδιά της πόλης, έρημη με τα περισσότερα καταστήματα κλειστά! Στο δρόμο που άλλοτε οι χασάπηδες και οι μανάβηδες έβγαζαν τα λαρύγγια τους, τελαλίζοντας την πραμάτεια τους, επικρατούσε μια σχεδόν νεκροταφειακή σιωπή.
Εκεί που, ένα χρόνο πριν, οι άνθρωποι συνωστίζονταν κουτουλώντας ο ένας τον άλλον, υπήρχε μια αφόρητα θλιβερή ερημία. Κι ήταν προπαραμονή Τσικνοπέμπτης!!!
Όμως, καθώς προχώρησα προς το κεντρικότερο δισταύρι του Ηρακλείου, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια σιβηριακή παγωμάρα, καθώς κυρίαρχο στοιχείο στο Μεϊντάνι, δεν ήταν η πολυκοσμία και ο εμπορικός οργασμός, αλλά οι πάνοπλοι αστυνομικοί!
Χωρίς να το καταλάβω, οι χρονοδιακόπτες της Μνήμης άνοιξαν το θυρίδα του ιστορικού χρόνου και αίφνης, βρέθηκα στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών. Ήμουν μαθητής στο νυχτερινό Γυμνάσιο του Βαριώτη. Θυμάμαι πως και τότε, όταν κάποια βράδια ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, αυτός ο σιχαμερός-αντιπαθέστατος ανθρωπάκος, διήρχετο εν πομπή την Λ. Βουλιαγμένης, προκειμένου να πάει στην βίλα του, στο Λαγονήσι νιώθαμε την πνιγηρή παρουσία του χωροφύλακα.
Ξαφνικά, όλοι οι κάθετοι δρόμοι, από την αρχή της λεωφόρου έως και τη στάση Δαρζέντα, εκεί όπου «φάγανε» τον Παναγούλη, αριστερά και δεξιά βρίσκονταν πάνοπλοι αστυφύλακες! Προφανώς, η παρουσία της αστυνομίας δεν σταματούσε στη στάση Δαρζέντα, αλλά θα συνεχίζονταν, τουλάχιστον μέχρι το Καβούρι…
Ήταν η εποχή που σε ντύνανε χωροφύλακα στο άψε-σβήσε κι ας είχες πάει με το στανιό ίσαμε την Γ’ Δημοτικού!
Η Αστυνομία Πόλεων ήθελε απολυτήριο Γυμνασίου! Εμ βέβαια. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε αστυφύλακα τον κάθε αγράμματο! Γιατί, ο σχιζοφρενής δικτάτορας είχε τα βίτσια του και δεν ήθελε να τον φυλάνε αγράμματοι!
Παντού αστυφύλακες λοιπόν!
Η κυκλοφορία των τροχοφόρων σταματούσε, και εμείς, οι ατυχείς πεζοί, έπρεπε υποχρεωτικά να ακινητοποιηθούμε ή να πάμε στον προορισμό μας διαμέσου των στενών…
Να δουλεύεις σαν είλωτας στο εργοστάσιο από τις εφτά το πρωί ίσαμε τις τρεις το απόγευμα, να επιστρέφεις στο σπίτι σου μια ώρα αργότερα, να φας, να πλυθείς, να διαβάσεις, να πας στις 05:30 στο σχολείο μέχρι τις 11:00 τη νύχτα και… να υποχρεώνεσαι στο βασανιστικό νυχτερινό «ζικ-ζακ», για να διέλθει ο παρανοϊκός χιτλερίσκος που, για 7 ολόκληρα χρόνια, έβαλε την Ελλάδα και τους Έλληνες στο γύψο!!! Κατά τα άλλα «του Έλληνα ο τράχηλος…»…
Όμως, δεν ήταν, ως φαίνεται, αρκετοί οι χιλιάδες των αστυφυλάκων που φρουρούσαν τα στενά, γιατί, ξαφνικά η έρημη λεωφόρος αιχμαλωτίζονταν από τους τριαδικούς σχηματισμούς εσατζήδων και τροχονόμων με μηχανές μεγάλου κυβισμού, με τους φάρους να σκοτώνουν την νύχτα σκορπώντας παντού το απεχθές φως τους, και ταυτόχρονα από τις σειρήνες τους διαχέονταν ο απεχθέστατος-εκκωφαντικός τους ήχος. Ακολουθούσαν καμιά δεκαριά μαύρα οχήματα με πάνοπλους αστυνομικούς και ασφαλίτες και… στη μέση, το κερασάκι στην άνοστη τούρτα, ο δικτάτορας, μέσα στο πανάκριβο (προφανώς) θωρακισμένο όχημά του… αφού από το ηρωικό εγχείρημα του ήρωα Παναγούλη, τη γλίτωσε στο τσακ…
Το θέατρο του παραλόγου ολοκλήρωνε η οπισθοφυλακή με μηχανοκίνητα αστυνομικά και στρατιωτικά τροχοφόρα…
Σε όλη αυτή την κακόγουστη παρωδία, παθητικοί πρωταγωνιστές ήταν ελληνόπουλα που είτε ήταν ντυμένα στο χακί είτε υπηρετούσαν στην Αστυνομία Πόλεων. Έστελνες το παιδί σου στρατιώτη και, αντί να φυλάει την πατρίδα, φυλούσε ένα κάθαρμα, που εκτός των αμέτρητων δολοφονιών και βασανισμών, επισυσσώρευσε μύρια δεινά στη δύστυχη πατρίδα.
Ό,τι ώρα περνούσε η πομπή με τον σχιζοφρενή δικτάτορα, οι αστυνομικοί εξαφανίζονταν, λες και άνοιγε η γη και τους κατάπινε!!!
Μα γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά τα θλιβερά;;;
Μα ναι, οι χρονοδιακόπτες της Μνήμης, αυτοί που συχνά-πυκνά ανοίγουν τη θυρίδα του ιστορικού χρόνου και, λειτουργούν με δικό τους αυτοματισμό… έκαμαν το θαύμα τους και, με το που βρέθηκα μπροστά σε τόσους αστυνομικούς… άρχισαν οι αναδιφήσεις και οι αναγωγές…
Στο Μεϊντάνι λοιπόν, στο κεντρικότερο δισταύρι του Μεγάλου Κάστρου, κυρίαρχο στοιχείο, δυστυχώς, ήταν οι πάνοπλοι αστυνομικοί!
Όμως ετούτοι δεν έμοιαζαν με τους παλιούς ένστολους.
Εξελίχθηκαν, όπως όλα άλλωστε… Μπροστά στους σημερινούς-μεταλλικούς-ένστολους βλέπεις όλη την στρατοκρατική αντίληψη της Αμερικής με ανθρώπους-μηχανήματα, ανθρώπους με ρομποτική όψη και πρακτική, δηλαδή, ρομποκόπ κανονικά!
Αυστηρά επιλεγμένα νειάτα με σωματότυπο Σιλβέστερ Σταλόνε και Πίτερ Γουέλερ, με προδιαγραφές ίσα να χωρούν στο προκάτ εκμαγείο-στολή, που δεν ξέρεις αν μέσα κρύβεται ο Αχιλλέας της μυθολογίας ή το Μανωλιό, το παιδί που ήξερες από μωράκι, αλλά ξαφνικά έγινε άντρακλας!
Αυτή εδώ η σιδερένια στολή κρύβει τόσα πολλά! Βλέπεις μπράτσα αλλά ποτέ χέρια, βλέπεις περικνημίδες αλλά ποτέ πόδια, κοιτάζεις ψηλά και το μόνο που θυμίζει κεφάλι είναι κάποιες μαύρες κουκίδες-τα μάτια…
Σ’ αυτή την παγωμένη φορεσιά, απαγορεύεται να στεγαστούν ευαισθησίες.
Το Μανωλιό και το Γιωργιό που θυμόσουν στο χωριό, εδώ ξέχνα το, γιατί, το μεταμόρφωσαν σε Μπάτμαν-«εξολοθρευτή». Άλεσαν τον συναισθηματικό του πλούτο και το επανασυναρμολόγησαν κάνοντάς το μια μηχανή- πειθήνιο όργανο άπονων εξουσιών, που με απάνθρωπες διαταγές σού επιβάλλουν τις «δημοκρατίες» τους. Είναι εκείνες οι «Δημοκρατίες» που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη περιπολικών από νοσοκομειακά, που έχουν περισσότερες κενές θέσεις αστυνομικών από γιατρούς, νοσοκόμους, καθηγητές και δασκάλους.
«Δημοκρατίες» που ξοδεύουν τεράστια κονδύλια για αγορά δακρυγόνων, πιστολιών (κανονικών και κρότου-λάμψης), κλομπς, αλεξίσφαιρων γιλέκων και κρανών, ενώ την ίδια ώρα τσιγκουνεύονται τα γεύματα των μαθητών.
Προσπάθησα νοερά, να τρυπήσω τις πανοπλίες των αστυνομικών που έβλεπα μπροστά μου αστακο-οπλισμένους, να διεισδύσω «στο από μέσα τους», μήπως και ξαναβρώ το Μανωλιό, το Γιαννιό και το Γιωργιό, αυτά τα γλυκά παιδάκια που ήξερα, να τα ρωτήσω, τι ακριβώς συνέβη: Μεταλλάχθηκαν από επιλογή; Βαρέθηκαν την οικειότητα με τους φίλους και τους συγχωριανούς ή μήπως τους άλλαξαν ψυχοσύνθεση ποτίζοντάς τα με τα δηλητηριώδη χάπια της τεχνητής νοημοσύνης;
Με τις σκέψεις αυτές, προχώρησα προς την πεζοδρομημένη Λ. Δικαιοσύνης και την Πλατεία Ελευθερίας. Όμως και η Δικαιοσύνη ήταν απούσα, και η πλατεία δεν ήταν πια «Ελευθερίας», γιατί οι αστυνομικές κλούβες και η πληθώρα των πάνοπλων αστυνομικών, την είχαν μετατρέψει σε Πλατεία Ανελευθερίας…
Έφυγα βιαστικά προς το μέρος που είχα σταθμεύσει το αυτοκίνητό μου. Ήθελα το συντομότερο να φύγω, να επιστρέψω στο χωριό μου… Τουλάχιστον εκεί, θα είμαι αντιμέτωπος μόνο με την ερημία των κυβερνητικών απαγορεύσεων, αλλά δεν θα είμαι τόσο κοντά στην πληθωρική-αποκρουστική παρουσία των ρομποκόπ-εξολοθρευτών… που πληρώνονται από το υστέρημα του ελληνικού λαού, και εκτελώντας διαταγές, να του στερούν βασικές του ελευθερίες…
*Ο Μανώλης Σπανάκης είναι δημοσιογράφος