Αναδρομή στο Καλάμι...


Ένα ξεχωριστό χωριό της πρώην Επαρχίας Βιάννου
Έχω την τύχη, αλλά και τη περηφάνεια, να «κρατώ» από δυο πανέμορφα χωριά της Βιάννου, που ήταν ο κόσμος μου, σε δύσκολα αλλά όμορφα χρόνια.
Κάθε χρόνο, αυτές τις χρονιάρες μέρες, ο νους μου σ’ αυτά τα μέρη τριγυρνά και νιώθω μια απέραντη γαλήνη, σαν ταξιδεύω νοερά, είτε στο χωριό που μεγάλωσα, τον Άγιο Βασίλειο, είτε στο χωριό της μάνας μου, το Καλάμι, που κάθε φορά που το επισκεπτόμασταν ήταν για μένα μια ξεχωριστή και γιορτινή μέρα.
Οι γονείς μου (αντιστασιακοί και οι δυο τους) ερωτεύτηκαν μέσα στη κατοχή και κλέφτηκαν. Ο πατέρας μου, δεινός κυνηγός, έλεγε ότι «η πιο πετυχημένη ντουφεκιά της ζωής του ήταν αυτή που έριξε για σινιάλο στον «Κουφωτό» για να τον ακολουθήσει η μάνα μου»! Αν και άφησε το χωριό της, μέσα της κράτησε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Καλαμιώτισσας. Ήπια, ευαίσθητη, καλοσυνάτη, γλυκομίλητη και δουλευταρού. Μας μετέδωσε την αγάπη της για τον τόπο της και τους ανθρώπους του και απαραίτητα τις γιορτές, μα και πολλά σαββατοκύριακα, έβαζε μια πατανία στο γάιδαρο, κρεμούσε ένα ντρουβά με το πεσκέσι της και ξεκινούσαμε για το Καλάμι, που ήταν κτισμένο στη ρίζα της Δίκτης, στο βάθος μιας ρεματιάς που την διέσχιζε ο Μπλάβος ποταμός, που ερχόταν από τη Δίκτη και στη πορεία του, έδινε ζωή και χάρη, πρώτα στη Σύμη και μετά στο Καλάμι, μέχρι να καταλήξει στου Φαφλάγκο.
Και μόνο η δίωρη διαδρομή μέσα από το πευκοδάσος, τον Πεύκο και στη συνέχεια από την κατηφόρα του Άη Θόδωρα, ήταν μια υπέροχη εκδρομή. Μόλις προβαίναμε στο πόρο του Άη Ευδόκη φαινόταν το χωριό, κτισμένο σ’ ένα μικρό λοφίσκο, στην όχθη του ποταμού. Στο χωριό δέσποζε η εκκλησία και το σχολείο και ψηλά, προς το Μέγα Λεπριά, η εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Ήταν τριγυρισμένο με πανέμορφα κηπούλια και οπορωφόρα δένδρα, ξεχωριστό τόνο όμως, το καλοκαίρι, έδιναν οι εκατοντάδες δρομηλιές, με κόμπο πάνω τους τα δρόμηλα, σε κόκκινο, μπλε και πράσινο χρώμα και οι δεκάδες φραγκοσυκιές στα ποιο άγονα χώματα. Την είσοδο του χωριού κοσμούσε ένας πανέμορφος νερόμυλος με το επιβλητικό πηγάδι του, πιο δίπλα η φάμπρικα και η εκπληκτική Καμάρα, πάνω απ’ το ποτάμι, και αμέσως το παλιό ελαιοτριβείο με τους μποξάδες. Πιο δίπλα, μέσα σ’ ένα κήπο με πορτοκαλιές η «χορεύτρα», που ξεφάντωναν οι Καλαμιώτες με τη λύρα του μπάρμπα μου του Χαρκιά.
Όλη η κοινωνική και η εμπορική ζωή του χωριού εκτυλισσόταν στο στενό δρόμο που οδηγούσε στην εκκλησία και το σκολειό και έσφυζε από ζωή, ειδικά τις σχόλες. Δεξιά και αριστερά του, στη σειρά, ήταν τα καφενεία του χωριού, του Βαγγέλη του Φατσαλή, της κερά Μαρίας, του Τελωνάκη και του Ζαχαραντώνη, που διέθετε και δωμάτια ύπνου. Πιο πάνω του Μήτσου, του Χαραλαμπάκη, και του Νικολή του Παπά. Τόσα πολλά καφενεία σ’ ένα μικρό χωριό, που γέμιζαν όχι μόνο από τους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες, πράγμα ασυνήθιστο για τ’ άλλα χωριά της επαρχίας. Τα τραπεζάκια ίσα που άφηναν ένα στενό πέρασμα για να περνάνε οι άνθρωποι, και να κάνουν βόλτα οι κοπελιές και τα τζαναβαράκια της εποχής. Είχε όμως και πλούσια εμπορικά, που εξυπηρετούσαν και τα γύρω χωριά, με πιο γνωστό του «Αμερικάνου» που έκανε και χονδρικό εμπόριο, του Δασκαλογιανάκη, κάτω από το σπίτι του παππού μου, και το μπακάλικο του Χατζή, που την ίδια μέρα κατέθετα τις «καλές μου χέρες», για κανένα ζημοπουλίτικο παιχνίδι, γιατί τα περισσότερα, (βάρκες, καρνάβαλους, λαστιχόξυλα κ.α.) τα κατασκευάζαμε μόνοι μας. Σ’ αυτό το δρόμο ήταν το κουρείο του Γιωργούλη, που κούρευε κυρίως τη νεολαία και πιο δίπλα του Τζανάκη, απέναντι το ραφτάδικο και πιο πίσω το λεμονατζίδικο του Σωχωράκη. Μόνο σε πόλη συναντούσες τόσα πολλά καταστήματα σε τόσο μικρό δρόμο. Λίγο πιο μακριά, σε άλλα σοκάκια, ήταν το Σωμαράδικο του Σπανουδάκη, το Ξυλουργείο του Θοδωράκη, το καφενείο του Πολύβιου και το εργαστήριο του Νικολή του ντενεκετζή, που σχεδόν κάθε Κυριακή ερχόταν στα χωριά μας, φορώντας από το λαιμό την ποδιά του, με φορτωμένες στο γάιδαρο δυο κόφες, με κάθε είδους ντενεκεδένιο χρειασίδι. Λύχνους, λαδοφάναρα, κάρτα για το λάδι, μπρίκια, ντενεκεδένιες πεντακοσαρές και οκάδες, μαγκάλια, λαήνια από κουτί γαλάτου και κόσκινα. Ερχόταν όμως κι άλλοι Καλαμιώτες, με φρούτα και ζαρζαβατικά της εποχής. Το Αποστολιό με δρόμηλα, ο Κασσωτάκης με σταφύλια κι ο Αγαπητός με φασόλια από του Φαφλάγκο. Όλοι τους, καλή τους ώρα, πέρναγαν από το σπίτι μας για να δουν τη μάνα μου. Στη μέση του εμπορικού δρόμου, εκεί όπου σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα, ήταν η χτιστή βρύση του χωριού, που έπαιρναν με τα σταμνιά νερό οι κοπελιές και δεν ξέρω αν φταίει το νερό, μα ήταν πράγματι πανέμορφες και γλυκύτατες με την κελαριστή φωνή τους.
Τη πρώτη «ζεστή» υποδοχή την δεχόμαστε περνώντας απ’ αυτό το δρόμο και ακολουθούσε η απεριόριστη αγάπη από τον παππού και τη γιαγιά και τις θείες μου, κι αυτή η αγάπη, που εισέπραξα σαν παιδί, σφυρηλάτησε ανεξίτηλα τα αισθήματα μου για τους Καλαμιώτες και το Καλάμι. Συμμετείχα στη παρέα του ξαδέρφου μου με τους συνομήλικούς μου και μου είναι αξέχαστες οι κατσουκανιές μας, μα πιο πολύ θυμάμαι, το Λευτέρη, τον αγροφύλακα, που μας πήρε τα ρούχα ενώ κολυμπούσαμε σε μια κολύμπα στον ποταμό και μας άφησε τσίτσιδους για να μην το ξανακάνουμε!
Οι σχέσεις των ανθρώπων στο συγκεκριμένο χωριό ήταν ιδιαίτερες και ξεχωριστές και δείχνουν μια κοινωνία πολιτιστικά ανεπτυγμένη, σαν να επρόκειτο για μια οικογένεια όλο το χωριό. Ο Γιαννάκος, ο Γραμματικός του χωριού, φρόντιζε για όλα τα γραφειοκρατικά τους θέματα. Αν κάποιος αρρώσταινε και έπρεπε να μετακινηθεί, λ.χ. στην Αθήνα, όλο το χωριό αναλάμβανε τις δουλειές του και οι Καλαμιώτες της Αθήνας τη φιλοξενία του. Δεν κατέφευγαν ποτέ στα δικαστήρια και έλυναν μεταξύ τους τις διαφορές τους. Ήταν άνθρωποι θεοσεβούμενοι κι ο παπά- Γρηγόρης, μια εμβληματική φυσιογνωμία, είχε κερδίσει δίκαια το σεβασμό όλου του χωριού. Οι γυναίκες επίσης είχαν κερδίσει το δικαίωμα να πηγαίνουν, όπως και οι άνδρες, στα καφενεία και, οι κοπελιές να κάνουν ελεύθερα παρέα με τα αγόρια, που σε κάθε περίπτωση, σέβονταν την εμπιστοσύνη που τους έδειχναν. Κάθε Κυριακή όλα τ’ αγόρια και τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν βόλτα και περνούσαν τη μέρα τους στου «Παπά τ’ αλώνι» και στο «Βράχο του Πόθου», ένα μεγάλο βράχο έξω από το χωριό, στο δρόμο προς την Ψαρή Φοράδα, με μεγάλη ιστορική και συναισθηματική αξία.
Οι γάμοι τους ήταν ξεχωριστοί και συμμετείχε όλο το χωριό. Θυμάμαι τον Παστό, τη διαδικασία να στολίζουν τα προικιά της νύφης στο σπίτι και το γλέντι να κρατάει για τρεις μέρες, τουλάχιστον.
Για μένα το Καλάμι, ανεξάρτητα από το συναισθηματικό δέσιμο που έχω μαζί του, ήταν ένα ξεχωριστό χωριό της επαρχίας, με ανεπτυγμένες τις ανθρώπινες σχέσεις, στον υπέρτατο βαθμό και έπρεπε ήδη να είχε ανακηρυχθεί μνημείο της αγαστής συνύπαρξης των ανθρώπων.
Όμως, η ανάπτυξη που άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στα παράλια της επαρχίας με την καλλιέργεια πρωίμων κηπευτικών, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο και το Καλάμι. Αυτό που είχε διατηρηθεί, για εκατοντάδες χρόνια, άρχισε σιγά σιγά να εγκαταλείπεται και τη θέση των ορεινών χωριών της επαρχίας, έπαιρναν νέοι και σύγχρονοι παραλιακοί οικισμοί κοντά στις καλλιέργειες. Δειλά δειλά, στην αρχή της 10ετίας του 1970, άρχισε να εγκαταλείπεται το χωριό και ο κόσμος μετακόμισε στο Φαφλάγκο και τη Ψαρή Φοράδα, όπου έφτιαξαν καινούργιες και σύγχρονες κατοικίες. Με την πάροδο του χρόνου η επίσκεψη στο χωριό, άρχισε να παίρνει συμβολικό χαρακτήρα, με πρωτοβουλία του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου. Μαζί άρχισε ν’ αδειάζει κι ο δρόμος, να κλείνουν τα καφενεία και τα εμπορικά. Με τον καιρό, τα δώματα άρχισαν να βουλιάζουν και οι τοίχοι να… χάσκουν, σαν να θέλουν να διαμαρτυρηθούν, που δεν βλέπουν πια αγαπημένα πρόσωπα. Πήγα πρόσφατα, μα το μόνο που με καλωσόρισε ήταν ο ήχος από το νερό της βρύσης, που κάποια ηρωίδα φροντίζει να μένει ζωντανή και να δροσερεύει την πρασινάδα γύρω της. Η πόρτα του παππού μου ορθάνοιχτη, κι ο τοίχος μισοβουλισμένος. Στο σπίτι της θείας μου της Ασπασίας, μόνο η στενή σκάλα κι ένα παράθυρο στο τοίχο σώζονται, για να θυμίζουν ότι εκεί έζησαν ωραίοι άνθρωποι, του μπάρμπα Χαρκιά, που διασκέδαζε με τη λύρα του το χωριό, έχει βουλήσει και το στενό έχει φράξει από τις συκιές. Οι δρόμοι έρημοι, τα καφενεία μανταλωμένα και μόνα τα τεζιάκια, μαρτυρούν το παρελθόν τους. Η μια πλευρά του νερόμυλου έχει καταρρεύσει, τα περιβόλια ξερά και στη θέση που ήταν οι δρομηλιές κυριαρχούν οι βάτοι και οι αγριοσυκιές. Κι οι άνθρωποι οι παλιοί, αυτοί που κράτησαν όρθιο αυτό που κληρονόμησαν, βλέπουν από τον Προφήτη Ηλία το χωριό τους να θέλει, μα να δυσκολεύεται, να κρατηθεί στη ζωή.
Αυτό που παραμένει αλώβητο είναι η εκκλησία, που ανοίγει πια για τον… τελευταίο χαιρετισμό. Δίπλα το σχολείο, ορθάνοιχτο, με μισογκρεμισμένο ταβάνι και διάσπαρτα βιβλία να αναπαύονται στο πάτωμα, καταλάβαινα ότι ζητούσε βοήθεια να κρατηθεί όρθιο.
Είναι αλήθεια ότι οι Καλαμιώτες το χωριό τους το αγαπούν κι ότι υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης με αυτοκίνητο, μέσα στο χωριό. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι θα έχουν ήδη πάρει πρωτοβουλίες για την προστασία του σχολείου (τουλάχιστον) και, είμαι επίσης σίγουρος, ότι αυτή η πρωτοβουλία θα στηριχθεί και από το Δήμο και από τους Καλαμιώτες, αλλά και όσους αγαπούν το Καλάμι.
Μέσα μου έχω μεγάλη αισιοδοξία και για την τύχη του χωριού, όχι μόνο γιατί γνωρίζω την αγάπη των Καλαμιωτών για τον τόπο τους, μα και γιατί έχω δει χωριά να αναστήνονται από τα ερείπιά τους. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η Εθιά, που ακτινοβολεί σήμερα στα Αστερούσια.
Φυσικά στις σημερινές συνθήκες, που πλήττουν όλη την κοινωνία, το όποιο εγχείρημα έχει τις δυσκολίες του, μα το θετικό αποτέλεσμα πάντα ενθουσιάζει. Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που διεκδικώ την ευαισθησία, αφού ο κάθε Καλαμιώτης πονάει και προβληματίζεται. Ένα λιθαράκι μόνο θέλω να προσθέσω στη δική τους αγωνία, μιας κι ένα κομμάτι της ζωής και της ύπαρξής μου έχει βαθιές ρίζες στο Καλάμι.
*Ο κ. Στέλιος Μπαρμπαγαδάκης είναι συνταξιούχος τραπεζικός, πρώην διευθυντής του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Ηρακλείου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2014 στην "Ηχώ της Βιάννου"
Κεντρική φωτογραφία: Μανώλης Σπανάκης
Φωτογραφίες κειμένου: Λευτέρης Σπανάκης