Θάλασσα Σαργάσσων-Ορινόκος
Ο Ορινόκος είναι ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Νοτίου Αμερικής. Αρχίζει από τα βουνά της Βενεζουέλας, διασχίζει όλη τη χώρα και εκβάλει στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Το μήκος του είναι περίπου 2.200 χιλιόμετρα, έχει πολλούς παραπόταμους, και μ’ ένα εξ’ αυτών ενώνεται με τον Αμαζόνιο.
Όταν μας ήλθε το τηλεγράφημα να πάμε μέσα στον Ορινόκο να φορτώσουμε πετρέλαιο για το Ρότερνταμ, δεν το πιστεύαμε. Νομίζαμε ότι ο Ασυρματιστής και ο Πλοίαρχος, μας έκαναν πλάκα. Όταν διαπιστώσαμε ότι το εννοούσαν, αρχίσαμε τις ερωτήσεις. Μπορεί ένα τόσο μεγάλο πλοίο σαν το δικό μας να μπει μέσα στον Ορινόκο; Μήπως έκαναν λάθος; Διαβάσαμε το PILOT book (βιβλίο οδηγιών) και ό,τι άλλο βοήθημα είχαμε στη γέφυρα, αλλά δεν λύσαμε την απορία μας. Λιμάνι μέσα στον Ορινόκο δεν υπήρχε, σύμφωνα με τα χαρτιά και τα βιβλία της γέφυρας. Στο τηλεφώνημα που έκανε ο Πλοίαρχος στο γραφείο Πειραιώς οι Αρχιπλοίαρχοι ήταν κατηγορηματικοί:
«Ναι, αυτό είναι το ναύλο. Υπάρχει καινούργια ραφηναρία μέσα στον Ορινόκο, γι’ αυτό δεν την βρίσκεις και στα βιβλία σου. Θα σε πάνε οι Πλοηγοί. Μόνο βιάσου μην χάσομε το κατσέλο». Ολοταχώς λοιπόν για το δέλτα του Ορινόκου και όπως υπολογίσαμε, θα φτάναμε σε οκτώ ημέρες, αφού θα διασχίζαμε απ’ άκρη σε άκρη την μυστηριώδη θάλασσα των Σαργάσσων.
Ποτέ δεν είχα ακούσει ή διαβάσει κάτι για την θάλασσα αυτή. Ούτε καν γνώριζα την ύπαρξή της. Αιφνιδιάστηκα όταν με ρώτησε ο Πλοίαρχος εάν είχα ξαναπεράσει.
-Όχι κύριε Πλοίαρχε. Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα.
-Μεθαύριο που θα την διασχίσουμε, θα δεις και θα καταλάβεις. Στράφηκε στον υποπλοίαρχο και του έδωσε εντολή να φορτώσει επιπλέον θαλάσσιο έρμα σε άδειες δεξαμενές, μέχρι να αυξηθεί το βύθισμα άλλα έξι πόδια, δηλαδή δύο μέτρα περίπου. Τα πετρελαιοφόρα δεν μπορούν να ταξιδεύουν χωρίς φορτίο. Όταν ξεφορτώσουν το πετρέλαιο φορτώνουν αμέσως θαλασσινό νερό για έρμα και το αδειάζουν όταν φθάσουν στο λιμάνι φόρτωσης πετρελαίου.
Μετά από 40 ώρες πλού, μπήκαμε επιτέλους στην θάλασσα των Σαργάσσων. Είναι η συνέχεια του «Τριγώνου του Διαβόλου», μια μεγάλη θαλάσσια περιοχή του Βορείου Ατλαντικού με μήκος 3.000 χιλιόμετρα, και πλάτος 1.000. Κατά μήκος αρχίζει από τον τεσσαρακοστό δυτικό Μεσημβρινό και τελειώνει στον εβδομηκοστό. Κατά πλάτος αρχίζει από τον εικοστό βόρειο παράλληλο και τελειώνει στον τριακοστό πέμπτο αντίστοιχα. Σε όλη αυτή την θαλάσσια περιοχή, η επιφάνεια της θάλασσας καλύπτεται από επιπλέοντα φύκια σε τέτοια ποσότητα, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε σπαρμένο λιβάδι και μπορείς να κατέβεις να περπατήσεις. Το φύκι αυτό αναπαράγεται μόνο του στην επιφάνεια του Ωκεανού, λέγεται Σαργάσσουμ και έδωσε το όνομα του στην περιοχή, η οποία περιστοιχίζεται από θαλάσσια ρεύματα. Δυτικά της περιοχής υπάρχει το ρεύμα του κόλπου, στα βόρεια το Βορειοατλαντικό ρεύμα, ανατολικά το ρεύμα των Καναρίων και νότια το Ισημερινό ρεύμα. Αυτά τα περιφερειακά ρεύματα και η ανυπαρξία ανέμων, εγκλωβίζουν τα φύκια και δεν τα αφήνουν να απομακρυνθούν σε άλλες περιοχές. Η θάλασσα είναι πάντα ήρεμη και έχει μία διαύγεια διπλασία της Μεσογείου. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι μία τεράστια θαλάσσια πισίνα, χωρίς ακτές, με ζεστά νερά και κυρίως με τους δικούς της νόμους.
Όταν ο Κολόμβος πέρασε από την περιοχή και είδε τα φύκια, νόμιζε ότι έφτασε κοντά σε ακτές και προσπάθησε να βυθομετρήσει με βαρίδι και σχοινί, όπως ήταν το βυθόμετρο εκείνης της εποχής. Δεν μπόρεσε όμως να βρει βυθό, αφού τα βάθη είναι πάνω από 2.000 μέτρα! Την εποχή των ιστιοφόρων, η θάλασσα των Σαργάσσων ήταν ο φόβος και ο τρόμος των πάντοτε προληπτικών ναυτικών. Την είχαν ονομάσει «Θάλασσα των χαμένων πλοίων». Πολλά από τα πλοία παγιδεύονταν μέσα στα φύκια για μήνες ολόκληρους λόγω των ανύπαρκτων ανέμων, με αποτέλεσμα τα πληρώματα να πεθαίνουν από την δίψα και την ασιτία. Άλλοι εγκατέλειπαν τα πλοία τους, νομίζοντας ότι θα φθάσουν σε κάποια ακτή κωπηλατώντας με την μικρή βάρκα του πλοίου, για να πεθάνουν κι αυτοί λίγες ημέρες αργότερα σε αυτή την απέραντη θάλασσα. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν αρκετά κουφάρια ακυβέρνητων πλοίων περιπλανώμενα ή εγκλωβισμένα στα φύκια και πάνω τους, μακάβριο πλήρωμα, οι σκελετοί των άμοιρων ναυτικών.
Πολλά από τα πλοία εκείνη την εποχή είχαν σαν φορτίο και άλογα των στρατιωτών, τα οποία πετούσαν στη θάλασσα για εξοικονόμηση νερού, κατά την διάρκεια της ακινησίας των πλοίων. Γι’ αυτό την ονόμασαν και «Θάλασσα των νεκρών Αλόγων», αφού συχνά συναντούσαν τα επιπλέοντα πτώματα των νεκρών ζώων. Οι ναυτικοί πίστευαν ότι η θάλασσα σε αυτή την περιοχή ήταν στοιχειωμένη, αφού συναντούσαν αυτά τα μακάβρια ευρήματα χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το γιατί. Ακόμα και σήμερα πολλά μικρά πλοία κινδυνεύουν να βρεθούν ακυβέρνητα, καθώς τα φύκια μπλέκονται στις προπέλες τους και τα ακινητοποιούν. Γι’ αυτό και ο Πλοίαρχος ζήτησε να αυξηθεί το βύθισμα του πλοίου μας, ώστε να χαμηλώσει η προπέλα και να μην έλθει σε επαφή μα τα φύκια.
Τρία ολόκληρα μερόνυχτα ταξιδεύαμε στην μυστηριώδη αυτή θάλασσα. Άπνοια και φύκια. Το μυαλό μου συνεχώς στα πτώματα των αλόγων, στα ακινητοποιημένα κουφάρια των ιστιοφόρων με τους σκελετούς των δύστυχων ναυτικών που πέθαναν από δίψα, και τον Χριστόφορο Κολόμβο να προσπαθεί να σκανταλιάρει (βυθομέτρηση με σχοινί και βαρίδι) το βάθος του Ωκεανού.
Την επομένη το μεσημέρι παρατήρησα ότι τα φύκια άρχισαν να αραιώνουν και μέχρι να τελειώσει η τετραωρία μου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου. Σημάδι ότι η μυστηριώδης θάλασσα των Σαργάσσων είχε τελειώσει. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας για το δέλτα του Ορινόκου, όπου κατά τους υπολογισμούς μας θα φτάσομε σε περίπου 40 ώρες.
Καταλάβαμε ότι πλησιάζαμε το ποτάμι, γιατί η θάλασσα άλλαξε χρώμα. Όσο προχωρούσαμε προς το στόμιο, το νερό γινόταν όλο και πιο θολό. Μετά από λίγο παρατηρήσαμε να επιπλέουν κλαδιά και κορμοί δέντρων, που το ποτάμι είχε παρασύρει στα ανοιχτά. Όταν φτάσαμε στον πλοηγικό σταθμό, ο πλοηγός δεν ήταν στο ραντεβού μας. Ο Πλοίαρχος έκανε κράτει την μηχανή και αγκυροβολήσαμε. Τότε μας ειδοποίησαν ότι ο πλοηγός θα επιβιβαστεί την επομένη το πρωί, γιατί ήδη ήταν απόγευμα και θα μας έπιανε το σκοτάδι ταξιδεύοντας μέσα στο ποτάμι, κάτι που είναι πολύ επικίνδυνο και απαγορεύεται, επειδή δεν υπάρχουν νυχτερινά ναυτιλιακά βοηθήματα. Περάσαμε τη νύχτα στην άγκυρα και λίγο πριν ξημερώσει επιβιβάστηκαν δύο Βενεζουελιάνοι πλοηγοί, που ήλθαν με μία ξύλινη πλοηγίδα της κακιάς ώρας.
Αμέσως ξεκινήσαμε για την είσοδο στο ποτάμι. Μετά από δύο ώρες πλου, είδαμε μακριά στον ορίζοντα κάποια δέντρα, σημάδι ότι πλησιάζαμε τις ακτές. Σε λίγο τα δέντρα βρέθηκαν δίπλα μας δεξιά και αριστερά, αλλά ακτές πουθενά. Παντού νερά θολά και βρόμικα. Πέρασαν άλλες δύο ώρες πλεύσης, μέχρι να βρεθούμε πραγματικά ανάμεσα σε δύο όχθες από λάσπες και αμέσως μετά από ένα στένεμα, αντικρίσαμε το μεγαλείο της πραγματικής ζούγκλας. Το πλοίο στη μέση του ποταμού να διασχίζει τα νερά με πάρα πολύ μικρή ταχύτητα, και μόλις 10 – 20 μέτρα δεξιά και αριστερά, η παρθένα ζούγκλα του Ορινόκου. Ξαφνικά ακούω ένα δυνατό παφλασμό δεξιά του πλοίου και πρόλαβα να δω ένα τεράστιο κροκόδειλο, που ενοχλημένος από την διέλευσή μας, βούτηξε στα νερά του ποταμού. Ο Πλοηγός αντιλήφθηκε την ταραχή μου και… χαμογέλασε. «Μετά από λίγο θα δεις περισσότερους, και ίσως και άλλα άγρια ζώα της ζούγκλας», μου είπε...
Συνεχίσαμε να πλέουμε προς τα ενδότερα του ποταμού, με μεγάλη επιφυλακτικότητα και δέος για το μεγαλείο της παρθένας ζούγκλας, και τον φόβο του άγνωστου. Το ποτάμι ήταν αχαρτογράφητο, δεν υπήρχαν ναυτιλιακοί χάρτες, επομένως δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε. Οι μόνοι που δεν ανησυχούσαν ήταν οι δύο πλοηγοί, γιατί έκαναν κάθε μέρα την ίδια δουλειά και γνώριζαν το κάθε τι. Σε λίγο είδαμε περισσότερους κροκόδειλους, πάρα πολλές μαϊμούδες πάνω στα δένδρα και στο νερό του ποταμού κοπάδια από πιράνχας, αυτά τα πολύ μικρά αλλά δολοφονικά ψαράκια, που ό,τι πέσει στο νερό, σε λίγα δευτερόλεπτα το έχουν εξαφανίσει με τα πανίσχυρα δοντάκια τους.
Μετά από μία απότομη αριστερή στροφή, ακολούθησε μία ευθεία τριών περίπου μιλίων και στο βάθος αντικρίσαμε τα φουγάρα της ραφηναρίας. Το ποτάμι είχε κάποιο πλάτωμα και εκεί ακριβώς ήταν κάποια ξύλινη προβλήτα, που ήταν και ο τελικός προορισμός μας.
Με μεγάλη δυσκολία δέσαμε το πλοίο, γιατί ο κυβερνήτης του ρυμουλκού, δεν ήξερε να το χειριστεί σωστά. Άλλα του έλεγε ο πλοηγός, άλλα έκανε αυτός. Στο τέλος όμως τα καταφέραμε, και μετά από ένα σωρό διαδικασίες και διατυπώσεις, άρχισε επιτέλους η φόρτωση του πετρελαίου.
Ζητήσαμε από τον πράκτορα να φέρει φρέσκα τρόφιμα, λαχανικά, γάλα, και γέλασε. Το πλησιέστερο χωριό απέχει 250 χιλιόμετρα χωματόδρομου μέσα στην ζούγκλα. Δεν υπάρχει περίπτωση για την επομένη, αλλά τουλάχιστον 4-5 ημέρες για να μας φέρει την παραγγελία.
Όχι. Θα φύγουμε μόλις τελειώσει η φόρτωση. Να φύγουμε από τον καταραμένο τόπο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο κάθε ένας μας έπαιρνε τουλάχιστον πέντε αλατόχαπια την ημέρα, χώρια αυτά της μαλάριας, χώρια τα πασαλήματα για τα κουνούπια. Την επομένη ολοκληρώθηκε η φόρτωση. Οι πλοηγοί είχαν φιλοξενηθεί στο πλοίο και δεν χρειάστηκε να τους περιμένομε. Σχεδόν αμέσως λύσαμε κάβους και το πλοίο άρχισε να πλέει αργά προς την έξοδο του ποταμού. Κατά την πλεύση προς την έξοδο του ποταμού, η ίδια αγωνία, μέχρι που λίγο πριν την δύση του ηλίου βγήκαμε από τον Ορινόκο, αποβιβάσαμε τους πλοηγούς και αρχίσαμε με βορειοανατολικές πορείες το κροσάρισμα του Ατλαντικού με προορισμό το Ρότερνταμ...
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι τ. Πλοίαρχος Ε. Ν.
Το κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο του, "Ιστορίες της Αλμύρας"