Χριστουγεννιάτικο γράμμα


Από το μελαγχολικό χωριό, γιε μου ξανά σου γράφω,
μέρες βαρές σιμώνουνε και πώς δα τσι περάσω.
Νικολοβάρβαρα ’ρθανε και βρέχει και τσικνίζει
κι κεραζόζα πρόσαργου τη νύχτα φοβερίζει.
Σιμώνουνε Χριστούγεννα και σφίγγουν οι κρυγιάδες,
μπαμπουλιασμένος ο καιρός, χιονίζει στσι Μαδάρες.
Κι όσο σιμώνουν οι γιορτές, λύπηση με βαραίνει,
παράπονο και θύμησες κι αμοναξά με δέρνει.
Υγιέ μου, στο γεροντικό σα ’ρθεις, χαρά θα δούμε,
κιανείς δεν καταδέχεται να φάμε και να πιούμε.
Έλα να χοιροκόψομε το σύγλινο, τ’ απάκι,
Τα’ ύστερες γουρονοχαρές να τύχεις στο κονάκι.
Χοίρο δε θ’ ανετάξω μπλιο, λουκάνικα να κάμω,
μηδέ γουλιά του χοιρινού στο στόμα μου δε βάνω.
Τσι αίγες μας επούλησα, το κτήμα και τα βούγια,
λένε μου δε με θένε μπλιο, γιατί ’χω βγάλει χούγια.
Γρινιάζει μου, κακοθελά κι ήλλαξε το σοκάκι,
η αδερφή σου κι ο μικιός κι είμαι να πιω φαρμάκι.
Δε θένε μπλιο να σμίγουνε, μηδέ και δε μιλιούνται,
για χώματα μιας χαλαλιάς είναι να σκοτωθούνε
κι ανεγυρίζουν το στενό και δε με χαιρετούνε.
Γονέος είμαι και πονώ για κάθε μου κοπέλι,
αλαργοξωρισμένο μου, κιανένας δε με θέλει.
Κακή ζωή, μαύρες γιορτές περίσσα λυπημένες,
ήρθανε μέρες γροινιαστές, πρικιές και μαλωμένες.
Κι από τη χώρα ήρθανε και πήραν τσι γονέους
και δε γιαγέρνου σαν παλιά, δεν απαντήχνεις νέους,
μα εγώ σα φάρος καθ’ αργά άφτω το λύχνο γιε μου
γιάγειρε, χελιδόνι μου, γιάγειρε μενεξέ μου.
Κάνουν νομπέθια οι πετεινοί, η νύχτα να μερώνει,
τελειώνει η αμπελική κι μισεμός σιμώνει.
Γιάγειρε, γιε μου, τσι γιορτές έλα χαρά να δούμε,
μέχρι του χρόνου ξεσταχιά, μπορεί να μη βρεθούμε.