Του Αγίου Παντελεήμονα στην Αρβη


Ετούτον τον Άγιο οι πρόγονοι μας τον είχαν εγκαταστήσει σε κάθε όρμο από το Μαριδάκι μέχρι και τη Ψαρή Φοράδα
Δεν υπάρχει γιορτή Αγίου, που να την περιμέναμε με τόση λαχτάρα όσο το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στην Άρβη.
Είχαμε βέβαια μπόλικα ξωκλήσια στα γύρω χωριά της Βιάννου αλλά όλα ήταν βουνίσια, όπως βουνίσια ήταν και τα χωριά μας τα οποία όλα είχαν κτιστεί στις παρυφές της Δίκτης 12-13χιλ μακριά από τη θάλασσα.
Ετούτον όμως εδώ τον Άγιο οι πρόγονοι μας τον είχαν εγκαταστήσει στην παραλία και σε κάθε όρμο από το Μαριδάκι μέχρι και τη Ψαρή Φοράδα. Επιπλέον, γιόρταζε κατακαλόκαιρα κι έτσι το πανηγύρι του, μας έδινε την ευκαιρία να κάνομε, μια διήμερη εκδρομή στην παραλία και να κολυμποδέρνομε όλη μέρα στη θάλασσα γιατί το υπόλοιπο καλοκαίρι μοιραζόμαστε με τους αφορδακούς τις κολύμπες που σχηματιζόταν στους ποταμούς των χωριών μας .
Ο δικός μας ΄Αγιος ήταν ένα πανέμορφο πέτρινο εκκλησάκι περιτριγυρισμένο τότες με ένα πέτρινο τοιχίο και αλμυρίκια. ΄Όλη η κοιλάδα της Αρβης ήταν ένας παραδεισένιος τόπος σαν όαση, κατάφυτη με μπανανιές, μ'ένα ποτάμι πνιγμένο στα πλατάνια που έτρεχε νερό όλο το καλοκαίρι και με ένα επιβλητικό φαράγγι στη μια πλευρά και δίπλα του το μοναστήρι τα Αγιαντωνιού και στη άλλη πλευρά η πανέμορφη και υπήνεμη παραλία της. Για εμάς, τα παιδιά της εποχής, το πανηγύρι ήταν μια μοναδική ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις αγροτικές δουλειές που μας είχαν ετοιμάσει οι γονείς μας περιμένοντας πως και πώς να ξεσκολίσομε.
Σαν πλησίαζε η γιορτή ετριγιακούνιζα τον πατέρα μου να μας πάει στο γιαλό και κάθε φορά που το έκανε ήτανε με προϋποθέσεις.΄Όλες τις προηγούμενες μέρες έκανα απλωτές στ άχερα, και δοκίμαζα μια μάσκα της εποχής σένα μεταλλικό γουβά γεμάτο νερό και θυμάμαι ακόμα που πλαντούσα καθώς πίεζε το τσέρκι το λαιμό μου.
Έτσι την παραμονή γεμάτος όνειρα για βουτιές στις Μαύρες Πέτρες ακολουθούσα το καραβάνι, με τη μάνα μας να καβαλικεύει στο γάϊδαρο, και εμείς τα κοπέλια να τρέχουμε μπροστά για να δούμε πρώτοι την Άρβη από ψηλά. Σαν φτάναμε στο τρίστρατο του Πευκαρά άλλαζε και η εικόνα και η ατμόσφαιρα. Λίγο παρακάτω στη Σκοτεινή που ήταν το μοναδικό νερό της διαδρομής (μια κτιστή βρύση με ένα μεγάλο μπρούτζινο κλειδί) γινόταν απαραίτητα μια στάση να πιουν νερό οι άνθρωποι και τα ζώα, εμείς όμως εκμεταλλευόμαστε εκείνη τη μικρή στάση για να τρέξουμε πιο κάτω στο ξέφωτο στο Καρακοβίγλι απ'όπου βλέπαμε όλη την ΄Αρβη και την απεραντοσύνη της θάλασσας από τα Αστερούσια μέχρι το Γαιδουρονήσι.
Ο ενθουσιασμός μας ήταν απερίγραπτος καθώς βλέπαμε από μακριά αυτούς που είχαν πρωτοπάει να κολυμπούνε και δεν κρατιόμασταν. Εκεί ξεχνάγαμε όλες τις υποσχέσεις μας και εξαφανιζόμασταν, με τους γονείς μας να φωνάζουν πίσω μας . "Να μου φτύξετε ανε σας ξαναφέρω..."
Στο άψε-σβήσε φτάναμε στην κοιλάδα από τον παλιό νερόμυλο,και νομίζαμε ότι μπαίναμε στον παράδεισο. Μια θάλασσα με μπανανιές με τα λαχταριστά τσαμπιά τους και στις άκριες των κήπων, αρκετά οπωροφόρα και εσπεριδοειδή. Ενας τεράστιος καταπότης που ξεκινούσε απο το ποροφάραγγο έφερνε νερό σε όλη την κοιλάδα...
Την ομορφιά του τοπίου συμπλήρωνε ένας αρμονικός ήχος σαν ορχήστρας που έκαναν τα μοντέρια (πετρελαιομηχανές)των πηγαδιών. Μόλις όμως πλησιάζαμε στο στόχο μας, στη θάλασσα με έπιανε ένας αδιόρατος φόβος γιατί έτσι απέραντη που την έβλεπα καταλάβαινα πως η εκπαίδευση στις κολύμπες και το γουβά δεν ήταν αρκετή.Το μαγιό ήταν περιττή πολυτέλεια μέχρι που πήγαμε στο γυμνάσιο και αποκτήσαμε ένα μαύρο σορτσάκι για τη Γυμναστική. Πηγαίναμε σε μια άκρη της παραλίας και εντελώς τσίτσιδοι, τρέχαμε ξυπόλυτοι στη πυρωμένη άμμο, και με το ένα χέρι κρύβαμε... ότι μπορούσαμε, και με το άλλο κάναμε το σταυρό μας μέχρι να βουτήξουμε. ΄Οσοι δεν ξέραμε κολύμπι στην αρχή χρησιμοποιούσαμε στην αρχή φλασκιά και αργότερα ένα κορμό μπανανιάς που επέπλεε μέχρι που εξεπείραμε και χανόμαστε με σαμπρέλα στο πέλαγος.
Μετά από ώρες βγαίναμε και πλύναμε λίγο τα μούτρα μας στην τουλούμπα που ήταν στο στενό της Θάλειας δίπλα στο κύμα απ'όπου έπαιρνε πόσιμο νερό ή Άρβη και πηγαίναμε στον 'σπερνό και στη συνέχεια σε ένα από τα 3 γλέντια που γινόταν τότε στην Άρβη. Στου Λούμακα, στης Θάλειας και του Γοργονά. Είχε ο κόσμος κέφι και διάθεση να γλεντήσει και το γλέντι κρατούσε όλη νύχτα. Χόρευαν οι περισσότεροι και κυρίως οι νέοι, χωρίς σάλτους και περιττές φιγούρες. Ξημερώματα πηγαίναμε για ύπνο στην παραλία που είχε γεμίσει με στρωματσάδες στοιχισμένες στη σειρά.Τη μέρα του πανηγυριού, βρίσκαμε χρόνο για μια βόλτα στο Ποροφάραγγο και το μοναστήρι του Αγιου Αντωνίου .Επιστρέφαμε στην παραλία, ακολουθώντας το ποτάμι με τα νερά και τα πλατάνια. Το απόγευμα συνήθως είχε βαρκάδα προς την Ψαρή Φοράδα και μεσοπέλαγα πολλές φορές συναντιόμασταν με τους Καλαμιώτες που ερχόταν κι αυτοί βαρκάδα στην Άρβη. Η επόμενη μέρα της επιστροφής ήτανε άχαρη και με απροθυμία ανεβαίναμε το μονοπάτι. Στη μέση του βουνού, στη Βαρεσά, έπρεπε να πετάξουμε μια πέτρα πίσω μας για να φύγει η βαρεσά μας όπως μας λέγανε οι μεγαλύτεροι. Σάυτό το σημείο έχει μαζευτεί από τότες ένας σωρός από πεταμένες πέτρες. Μετά από κάμποσες μέρες από τον πολύ ήλιο που είχα μαζέψει άρχιζε να γδέρνει η πλάτη μου σαν του όφη.
Τα κατοπινά χρόνια οι κάτοικοι των γύρω χωριών εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις παραλίες της Βιάννου αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στη καλλιέργειες πρώιμων κηπευτικών.Οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν στην αρχή σένα μετόχι που παρότι ήταν μικρό φιλοξενούσαμε αρκετούς πανηγυριώτες στο δώμα και στην αυλή και θα μου μείνουν αξέχαστες αυτές οι όμορφες παρέες και από μια τέτοια γιορτή είναι και οι παρακάτω φωτ του 1971.
Μετά όμως από λίγα χρόνια, που οι κάτοικοι ανασπάστηκαν οικονομικά και οι τηλεοράσεις μπήκαν στη ζωή μας το ξεχωριστό αυτό πανηγύρι άρχισε σιγά σιγά να ξεθωριάζει, όμως τελευταία οι Σύλλογοι προσπαθούν να το αναβιώσουν σένα βαθμό. Σίγουρα κάθε εποχή έχει τη δική της χάρη αρκεί οι άνθρωποι να μην χάνουν τη διάθεση και το κέφι τους μα πολύ ποιο φτωχικά από τα σημερινά ήταν εκείνα τα χρόνια.
Βοήθεια μας η Χάρη του Αγίου.