Το στερνό μουρέλο


Η ταλαιπωρημένη γυναίκα έβγαλε το πανωφόρι και το άπλωσε σε ένα παλιό σκαμνί μπροστά στην παραστιά. Το μάλλινο ρούχο άρχισε πολύ γρήγορα να αχνίζει σπρώχνοντας στον αέρα τους υδρατμούς. Η ξαφνική νεροποντή μούσκεψε τη γη και μαζί τους ανθρώπους του μόχθου.
Το αγροτόσπιτο είχε καλές προδιαγραφές. Ο ρόλος του συγκεκριμένος. Να στεγάσει τους φτωχούς ιδιοκτήτες του, όταν εκείνοι βρίσκονταν για αγροτικές ασχολίες στην περιοχή. Η ανέχεια της οικογένειας και η γενικότερη μιζέρια των εποχών επέβαλε μια ιδιότυπη "τιμωρία", την καλλιέργεια συμισακών ελιών. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος επιβίωσης, ει μη μόνο αυτός. Το μεγάλο μουρέλο στο κακόπλαγο ήταν στρωμένο κλώνο-κλώνο γιατί οι παλέτσες, δηλαδή τα πανιά που έστρωναν ήταν τόσο λίγα, που δεν επαρκούσαν να μονοστρωθεί. Ξαφνικά ο ουρανός μαύρισε και τα σύννεφα ήρθαν τόσο χαμηλά που ακούμπησαν το χώμα. Τα τρία ανήλικα παιδιά της οικογένειας μάζευαν τις χαμολιές. Αυτό επέβαλε με αυστηρότητα ο πατέρας που (ίσως) λόγω και της αρρώστιας του, παραήταν τραχύς και απότομος. Εκεί ανάμεσα στα εκδικητικά αγκάθια διάλεγαν να πέσουν οι ελιές από τα δυνατά φυσήματα του αέρα. Δείκτης και αντίχειρας και των δύο χεριών είχαν σχεδόν διαμορφώσει τη στάση τους έτσι ώστε, να μπορούν με ταχύτητα να «συλλαμβάνουν» τις πεσάρικες μαυρομάτες. Ο πατέρας σκαρφαλωμένος στο ψηλό δέντρο χτυπούσε αλύπητα με το ραβδί του μέχρι να πέσει και η τελευταία ελιά. Η μάνα είχε αναλάβει το στρώσιμο και παράλληλα με την μακριά ντέμπλα να «ξετσαραπίζει» τις ελιές που βρίσκονταν στα ψηλότερα και ακριανά κλαδιά. Ο Θεός δεν κοιτούσε τόσο χαμηλά, για τούτο και σχεδόν ποτέ, δεν είδε τον αγώνα της φτωχής οικογένειας. Η μοίρα πάλι είχε πάρει τις αποφάσεις της και της έπεφτε "βαρύ" να ασχοληθεί με φτωχούς ανθρώπους. Ίσως και να ήταν αυτές οι εντολές που είχε πάρει «άνωθεν». Ασφαλώς δεν ήταν η μόνη οικογένεια που δοκιμάζονταν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Οι χρόνοι που ακολούθησαν τη φεύγα των κατακτητών ήταν δίσεκτοι και τους έκαναν ακόμη πιο δίσεκτους οι νέοι «κατακτητές».
Το βαρύ σύννεφο που ήρθε κι ακούμπησε τη γη, έμοιαζε με λεχώνα που ξάπλωσε για να γεννήσει. Οι χονδρές ψιχάλες έδωσαν το έναυσμα για ό,τι θα επακολουθούσε. Ο πατέρας από το ψηλό κλαδί είδε ή διέγνωσε, τι επρόκειτο να συμβεί για αυτό και η εντολή του ήταν να πάνε τα παιδιά στο σπίτι και να ανάψουν την παραστιά. Εκείνος κατέβηκε και άρχισε να μαζεύει στο στάβλο τα ζωντανά, σημάδι πώς η κακοκαιρία δεν ήταν παίξε-γέλασε. Η ταλαιπωρημένη μάνα έτρεξε στις γκαστρωμένες αίγες και τις πήγε κατευθείαν στο… "σαλόνι" τους. Ήταν φυσικό η μάνα να νιώθει περισσότερο τις δυσκολίες μιας κύησης, όπως βέβαια και το ουσιώδες, που ήταν ο ερχομός των εριφίων για τη σύντομη, άχαρη-συγκεκριμένη αποστολή τους. Με το που πήρε φωτιά το αχινοπόδι, τα θραμπάλια λαμπάδιασαν φωτίζοντας το σκοτεινό μοναδικό δωμάτιο του αγροτόσπιτου. Τα τρία παιδιά ακροβολίστηκαν γύρω από την παραστιά, και ζούσαν στιγμές χαράς αφού η βροχή, εκτός από ευεργετική της αποστολή, τα απάλλαξε από το βασανιστικό χαμολόημα. Η μάνα αφού άπλωσε το χιλοτρυπημένο επανωφόρι δίπλα στη φωτιά, έβαλε το τζιζβέ στη χόβολη για να φτιάξει ένα καφέ. Η βροχή ωστόσο δυνάμωνε προκαλώντας φόβο. Δυο φιγούρες φάνηκαν να καταφτάνουν μουσκεμένες. Τα τσουβάλια που είχαν φορέσει αντί για κάπα, κυριολεκτικά σούρωναν το νερό. Ήταν ο μπάρμπα Γιώργης με τη γυναίκα του, που μάζευαν πιο κει και δεν είχαν σπίτι για να μείνουν.
«Ο καιρός είναι δεμένος γύρου-γύρου» είπε ο μπάρμπα Γιώργης, θέλοντας να καταδείξει την κρισιμότητα του καιρικού φαινομένου. «Ε, το παντέρμο, ένα μουρέλο μας επόμεινε και ταχιά ’θελα να λυχνίσομε τσι ελιές, να προλάβω να βγω στο χωριό, να κάμω σκιας ένα γαλατερό για το καλό του χρόνου» είπε η μάνα που δε μπορούσε να εννοήσει πώς το γενικό κουμάντο το είχε άλλος…
Σε δυο μέρες ξημέρωναν Χριστούγεννα και η φτωχή φαμελιά θα πήγαινε να τα περάσει στο χωριό, μαζί με τους άλλους χωριανούς. Η γέννηση του Θεανθρώπου έτσι όπως τη βίωνες στη ζεστή αγκάλη της Αγίας Αικατερίνης όπου κυριαρχούσε η φωνή του παπά Αλέκου, ήταν μια εμπειρία μοναδική! Τα τρία παιδιά με την πτητική τους φαντασία σε οργιάζουσα κατάσταση, ήθελαν περισσότερο απ’ όλους την επιστροφή στο χωριό. Αυτή η μοναξιά και το σχεδόν «τιμωρητικό» χαμολόημα, ήταν αβάσταχτη καθημερινότητα. Ο φούρνος της θείας Ιωάννας, στο Σωρό της Άνω Βιάννου, με τις σκανδαλιστικές οσμές των χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων, η «συνορισά» των γυναικών στο ποια θα φουρνίσει πρώτη αλλά κυρίως, ποιας θα είναι τα καλύτερα, χρωμάτιζαν τα προεόρτια. Ύστερα ήταν τα κάλαντα, με το μπουκαλάκι για να εισπράττεις το αντίτιμο που τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από λίγο λάδι;
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Στον προαύλιο χώρο της αγροικίας ήταν σχεδόν απαγορευτικό να περπατήσεις από τις λάσπες και μόνο η μάνα έβγαινε πού και που για να τροφοδοτήσει με ξύλα την παραστιά.
Η πομπώδης φωνή του Γιαννακού ακούστηκε ως μήνυμα αρχαγγέλου! Ερχόταν μαζί με την Ερήνη, τη γυναίκα του, για να αποσπερίσουν ή αλλιώς, να διαχειριστούν από κοινού την κακοκαιρία αλλά και τη χυδαία μιζέρια των εποχών. Το μικρό δωμάτιο γέμισε ασφυκτικά αθώες ψυχές που προδήλως είχαν αιχμαλωτιστεί από τα δηλητήρια των μετεμφυλιακών φαντασμάτων. Ένα χνάρι παστός μπακαλιάρος ήταν από ώρα ξαλμυρισμένος και έτοιμος να κολυμπήσει στο καπνισμένο τσουκάλι. Μια ξεγυρισμένη φασολάδα απομεινάρι του μεσημεριού, θα συμπλήρωνε το δείπνο, που τον εμπλούτισε μια κονσέρβα «ρωσικό» που έφερε ο μπάρμπα Γιώργης ενώ, το πεσκέσι του Γιαννακού ήταν ένα κομμάτι ντόπιο λουκάνικο. Μετά το φαγητό τα παιδιά ναρκωμένα από τη θαλπωρή της φωτιάς «λουπάξανε» στο μοναδικό κρεβάτι και εκεί βυθίστηκαν εξαντλημένα από την κούραση της ημέρας. Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν για αρκετή ώρα, ώσπου το ριξαν και στο τραγούδι, με τη στεντόρεια φωνή του Γιαννακού να διαπερνά τους πέτρινους τοίχους και το νοσταλγικό τραγούδι του Τέλμαν έφτανε ίσαμε το Τσιφάνι…
Το ξημέρωμα έδειχνε άλλο πρόσωπο. Ο ήλιος που βγήκε από την Παναγία της Λυγιάς προσπαθούσε απεγνωσμένα να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια καλή μέρα. Πάντα ο ήλιος φέρνει ελπίδες. Η βασανισμένη μάνα έστρωσε τις βαριές από την υγρασία λινάτσες στο στερνό μουρέλο. Η αγωνία του τέλους έφτασε στον τερματικό σταθμό, για να γεννηθεί μια άλλη. Πάντα ένας θάνατος σηματοδοτεί κάτι άλλο, που έρχεται, κάνει τον κύκλο του για να πεθάνει κι αυτό κάποτε δίνοντας τη θέση του αλλού. Το επώδυνο λίχνισμα των ελιών ήταν η τελευταία πράξη της κοπιώδους αυτής προσπάθειας, μόνο που, απουσίαζε προκλητικά ο απαραίτητος σύμμαχος, ο αέρας. Δε λυχνάς χωρίς αέρα. Είναι όπως τις ιστιοπλοΐες κι ο Κάλχας δεν ήταν κοντά για να μάθουν τα νέα του καιρού…
Η απόφαση του πατέρα ήταν τονωτική ένεση στην πληκτική καθημερινότητα των παιδιών. «Θα τις κουβαλήσουμε αλύχνιστες στις Πατέλες που ξαερίζει» ανακοίνωσε και σχεδόν αμέσως σαμάρωσε το μουλάρι και το γιγαντόσωμο γαϊδούρι. Οι αλύχνιστες ελιές μεταφέρθηκαν με κόπο ψηλά, εκεί όπου μόλις είχε κατασκευαστεί ο αμαξωτός δρόμος. Πράγματι ο αέρας συμμάχησε στο επώδυνο λύχνισμα των ελιών. Τα τρία παιδιά σιγοτραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα κάνοντας «πρόβα», έτσι που, την επομένη να βρεθούν πανέτοιμα στο ανταγωνιστικό, αλλά επικερδές αυτό έθιμο. Ύστερα έπιασαν της Πρωτοχρονιάς. Στο ρόλο της δασκάλας η μάνα και τα παιδιά ενθυλάκωναν στο μυαλό τους την επίσκεψη του Άη Βασίλη, την οποία ωστόσο ποτέ δεν γεύτηκαν. Οι Άη Βασίληδες είχαν κι αυτοί τις εντολές τους για το ποιες οικογένειες θα επισκεφτούν. Εδώ που τα λέμε από πού ίσαμε πού θα πήγαινε κοτζάμ Άγιος σε άγονη γραμμή; Ο Άη Βασίλης δεν έκανε λαθρεμπόριο. Ήταν ανέκαθεν πλασιέ στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης! Αυτή τον δημιούργησε, προφανώς για πάρτη της, κι όχι για τους κολασμένους του Καρβονόλακκου!
Η μάνα άπλωσε τις λινάτσες καταγής κι ο πατέρας μ’ ένα αλουμινένιο πιάτο πετούσε μακριά τις ελιές. Ο νόμος της δράσης-αντίδρασης έκανε το θαύμα του και ενώ οι ελιές πήγαιναν μακριά, τα φύλλα τους ξέμεναν στα μετόπισθεν! Είχε φτάσει το τέλος του τέλους όταν οι κορυφές των Αστερουσίων πλάνταξαν από ένα κατάμαυρο βαρύ σύννεφο. Η μαυρίλα αυτή δεν άργησε να δρασκελίσει τις Χοντριγιανές κορφές και τη Βίγλα. Το πούσι ακούμπησε τη γη των Πατελών και η μάνα κοιτούσε τη δύση προσπαθώντας να διαγνώσει το επερχόμενο κακό. Πάντα η δύση φέρνει άσχημα μαντάτα…
«Να φύγουν τα κοπέλια με τα πόδια» ήταν η εντολή του πατέρα που κι εκείνος οσμίστηκε με την πείρα του τη μάνητα της φύσης. Τα παιδιά έβαλαν μπροστά τους το δρόμο και έγιναν σίφουνας! Η ιδέα του γιορτινού χωριού, τα κάλαντα, τα γλυκά, το σφάξιμο του χοίρου ήταν ακριβά αντίτιμα της προσμονής. Οι χονδρές ψιχάλες που άρχισαν να πέφτουν έγιναν βενζίνη με αμέτρητα οκτάνια μόνο που ο Θεός δε μπορούσε από τόση απόσταση να δει πώς τρία μικρά-πεινασμένα παιδιά δρασκελούσαν το Μαφεζέ δίχως άλλη αιγίδα, ει μη μόνο τη δύναμη της ψυχής τους. Ίσως αν τα έβλεπε ή αν κάποιος ντόπιος υποτακτικός του τον είχε ενημερώσει να έδινε την εντολή να μην αρχίσει ποτέ αυτή η καταιγίδα.
Τότε κατάλαβαν τα τρία παιδιά πώς ο Θεός (αν υπάρχει) εκτός από βουβός, κατοικεί πολύ μακριά τους…
Το πέρασμα του Μαφεζέ ήταν κάτι σαν την Κακιά Σκάλα των Μεγάρων μόνο που στη θέση του Προκρούστη ήταν η σαρωτική ντραμουντάνα που γκρεμίζονταν ψηλά απ’ το Απαλέτι. Η κατακλυσμιαία βροχή έκοβε την ανάσα και τα δυο αγόρια κατάλαβαν την εγγενή αδυναμία της μεγαλύτερης και μονάκριβης αδερφής τους να αναπνεύσει και εκμεταλλεύτηκαν το «προνόμιο» του φτωχού ανθρώπου εκείνου που έχει μάθει να διαχειρίζεται τα βάσανά του χωρίς πατερίτσες. Αυτοάμυνα. Το μεγάλο αγόρι γύρισε την πλάτη του κόντρα στον καιρό και περπατούσε με την όπισθεν. Η αδερφή έσκυψε και έβαλε το πρόσωπό της στο τρυπημένο σακάκι του αδερφού της και πιο πίσω ο μικρότερος συμπλήρωνε αυτό το «μακρύ ποταμό» της σωτηρίας! Έτσι αντιπάλεψαν τους Προκρούστες της φύσης, έως που έφτασαν στου Πασατέμπου τη βρύση στο Καβούσι. Όχι πώς τα πράγματα ήταν θεαματικά καλύτερα, αλλά η μάνητα του αέρα ήταν λιγότερη. Από τότε τα παιδιά κατάλαβαν πώς το «κακό» είναι πρόσωπο υπαρκτό και πως ο παράδεισος είναι κάτι σαν … το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» που δέχεται μονάχα «υψηλούς» επισκέπτες. Τότε επίσης κατάλαβαν πώς Θεοί είναι τα ίδια. Δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να γλιτώσουν…
Είχε πια μελανιάσει η γη όταν διάβαιναν τη Μερτιά του Κοκότα λίγο έξω από το χωριό.
Η Βιάννος ζούσε σε εορταστικούς ρυθμούς και κανένας δε γνώριζε τι παιζόταν λίγο πιο κει…
Είναι δύσκολο ασφαλώς –σκέφτηκαν τα τρία παιδιά- να σκέφτεται συλλογικά η ανθρωπότητα.
Έτσι αποφάσισαν να πορευτούν ενωμένα στη σίγουρη ζεστασιά του πατρικού φτωχόσπιτου.
Η επόμενη μέρα οι καλαντιστάδες ξαμολήθηκαν από νωρίς στις φτωχογειτονιές του χωριού εξαργυρώνοντας τις αγνές, γλυκιές τους φωνούλες με λίγο λάδι (ενίοτε και τσιγαρόλαδο) και σπάνια με κάποιο κέρμα ευτελούς αξίας.
Στο φούρνο της θείας Ιωάννας οι νοικοκυρές είχαν στήσει το δικό τους πανηγύρι με τις λαμαρίνες να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Την επομένη ο Χριστός ξαναγεννήθηκε. Ο μεγάλος γιος έκαμε το συλλογισμό πως έως την Άνοιξη που οι Εβραίοι θα τον ξανά-σταυρώσουν, έχει ο Θεός….
Το κείμενο, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ηχώ της Βιάννου", τον Ιανουαρίο του 2009
Κεντρική φωτογραφία: Θεόφιλος Παπαδόπουλος