Το παστίτσιο
Μαράζι το ’χε η κακομοίρα η Ελένη, να καταφέρει κάποτε να φτιάξει παστίτσιο.
Μετά που επήρε την ηλεκτρική κουζίνα, έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο της ένα τεψί παστίτσιο!
Μια μέρα λοιπόν ήρθε στο σπίτι τους ο Γιώργης, που ήτανε αρχιμάγειρας σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο στα Μάλια κι εκείνη δεν έχασε καιρό: «Πε μου, μπρε Γιώργη, τη συνταγή να τη γράψω, να κάμω κι εγώ μιαολιά παστίτσιο που το λαχταρεί το κοπέλι μου» και στο λεπτό εκράτειε το χαρτί και το μολύβι.
«Γράφε», τση λέει ο Γιώργης.
«Θα πάρεις ένα κιλό κιμά, δυο χαρτιά χοντρά μακαρούνια, 2 κουτιά γάλα…» και άλλα πολλά.
Ό,τι ώρα ετελείωσε ο Γιώργης, παρενέβη ο άνδρας της, που ως φαίνεται, εγνώριζε καλά τις δυνατότητες της γυναίκας του και λέει: «Πριχού κλείσεις, συμπλήρωσε να πάρεις και μια σακούλα του λιπασμάτου».
Στο εύλογο ερώτημα του μάγειρα «ίντα τι θέλει τη σακούλα», ο Γιώργης απαντά: «Γιατί ως τα σάξει θα τα φκιερέσει μέσα να τα πάμε των ορνίθω»!!!