Το κουκί και η Φαφούτα


Μπαίνει η γρά στ’ αλώνι και βγαίνει στο βωλόσυρο,
κουκιά αλωνίζανε, βάνει να κουκί στο στόμα τση,
πάει το μπρος, πάει το πίσω, πάει το δεξά,
πάει το και ζερβά, το κουκί δε παλαίνει, κάτω δε πάει…
Θωρεί τη η νύφη τση κι λέει τ΄ αντρός τση:
-Βγάλε μπρέ τη μά σου από το βωλόσυρο, ε δα μας αφήσει κουκιά!
Πάει ο γιός, λέει τσή γράς του:
- Εβγα μπρέ μά ‘πό αλώνι, για θα σε φάει ο γήλιος.
- Ε μπρέ παιδί μου δε με πειράζει μένα ο γήλιος, μά βαλα να κουκί στο στόμα μου και δυό ώρες εδά το παλεύω μα δε παλαίνει, δε πάει κάτω.
Τα΄ακούει η νύφη τση κι λέει:
-Αστηναι – άστηναι, άστη γρά να λωνεύγει.
Κι έκατσε η γρά Φαφούτα στο βωλόσυρο κι επολώνεψε τα κουκιά…
Μου τ’ αφηγήθηκε η μάννα μου η Ελένη
που τ’ άκουε από τη γιαγιά τση τη Κώστανα κι γέλαγε.
Μέχρι τα γεράματα τση ξεμάτιζε τα κουκιά,
πέθανε κοντά στα εκατό τσ Αγιάς Μαρίνας τη μέρα, μόλα τση τα δόντια.
Κώσταινα (Ελένη Κωνσταντίνου Αγγελάκη).