Το Γυμνάσιο στην προ του ’60 εποχή
Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές τότε: ή γράμματα ή την έχερη. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Κανείς δεν ήταν με τη μεριά των μαθητών. Όλοι, γονείς και κοινωνία, ήσαν υπέρ των καθηγητών και της αυστηρότητάς τους
Α) Να λυθεί το σύστημα:
2Χ2+2Υ2+2ΧΥ=32
Χ4+ Χ3Υ+2Χ2Υ2+ΧΥ3+Χ4=247
Β) «Είπατε τώ βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και το λάλον ύδωρ».
Την εποχή αυτή οι βαθμολογίες των καθηγητών ήσαν υπέρ το δέον αυστηρές. Οι άριστοι μαθητές, που διακρινόταν ήσαν λιγοστοί. Αμφιβάλλω πάντως, αν πήραν ποτέ στρογγυλό 20άρι, ενώ το άξιζαν.
Διάβαζα προ ολίγων ετών κάποια εφημερίδα που δημοσίευε ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων για διαγωνισμό με τις βαθμολογίες τους. Όλοι είχαν στρογγυλό 20.
Η εφημερίδα σχολιάζοντας είχε βάλει τον τίτλο: «Η βιομηχανία των εικοσάρικων». Εάν όλα αυτά τα παιδιά εβαθμολογούντο τότε, αμφιβάλλω να έπαιρναν βαθμό άνω του 16.
Την εποχή μας δεν συνέβαιναν αυτά, ήσαν κατά πολύ δυσκολότερα τα πράγματα. Ερχόταν φορά που το γυμνάσιο έμοιαζε με ηφαίστειο εν εκρήξει. Έπεφταν πολλά «κάτσε κάτω» με πολλά μηδενικά. Τότε έπρεπε να είσαι επιμελής, μελετηρός, με διαγωγή κοσμιωτάτη, αλλιώς σίγουρα προοριζόσουν για την έχερη. «Έχερη» είναι η λαβή του αρότρου.
Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές τότε: ή γράμματα ή την έχερη. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Κανείς δεν ήταν με τη μεριά των μαθητών. Όλοι, γονείς και κοινωνία, ήσαν υπέρ των καθηγητών και της αυστηρότητάς τους. «Έτσι χρειάζονται οι κερατάδες, να μάθουν γράμματα, να γενούν ανθρώποι, να ξεστραβωθούν, αλλιώς θα πιάσουν την έχερη».
Εάν ο καθηγητής ευρίσκετο εν εξάρσει, ο «Βεζούβιος» εξέπεμπε πύρινες φλόγες και τα μηδενικά βροχή. Τη μια εξέταζε από τον κατάλογο ονομαστικά, την άλλη ανακατερά, την άλλη «βουτούσε» τη χερούκλα του στο βάζο και ανέσερνε τον κλήρον κι εμείς ενδόμυχα ψιθυρίζαμε «και επί τον ιματισμόν αυτού έβαλον κλήρον» και το «Σήμερον κρεμάται…». Στις δύσκολες αυτές στιγμές, ήταν ο παιδονόμος που βροντούσε την κουδούνα για διάλειμμα. Ανάσταση! Γι’ αυτό μας ήταν πολύ συμπαθής. Κρατούσε πάντα μια θεόστραβη, πρίνερη μπαστούνα που σε συνδυασμό με τις γκριμάτσες, τους μορφασμούς και τα στρουφίγματα, φοβέριζε του μαθητές, πάντα αθόρυβος, χωρίς κακία. Κάλλιστος άνθρωπος. Φορούσε στιβάνια μέχρι το γόνατο και παντελόνια μπότες. Βαριά ενδυμασία, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την σωματική του διάπλαση· ψηλός αλλά καθόλου αθλητικός.
Ήταν αγωνιστής και πολεμιστής με πολλές περιπέτειες. Οι Γερμανοί τον είχαν συλλάβει και τον είχαν πάει στο αεροδρόμιο Καστελίου. Του φόρεσαν χλαμύδα κόκκινη, το έζεψαν με λουριά και μπροστελίνες και τραβούσε το κάρο όλη μέρα, μεταφέροντας υλικά. Στις παρελάσεις η παρουσία του ήτο διακριτική. Σε περίοπτη θέση. Κοσμούσε και προσέδιδε κύρος και αίγλη στην εκδήλωση. Κρατούσε αγέρωχα και μια πιστόλα μισό μέτρο. Τι σόι πιστόλα ήταν αυτή δεν ξέρω. Μάλλον από τους Γερμανούς θα την ξετρύπωσε.
Πέραν από τις καθημερινές προφορικές εξετάσεις, είχαμε και γραπτούς διαγωνισμούς ανά εξάμηνο, όπως είναι οι πανελλήνιες σήμερα. Στο Α’ εξάμηνο εξεταζόμασταν επίσημα γραπτώς, εφ’ όλης της διδαχθείσης ύλης και εφ’ όλων ανεξαιρέτως των μαθημάτων. Αυτές οι εξετάσεις έκριναν κατά το πλείστον, την τύχη του μαθητού. Αρκετά δύσκολα τα πράγματα. Δοκιμασίες σκληρές για να περάσεις την τάξη και αν άντεχες να αποφοιτήσεις, να είσαι επαρκώς προετοιμασμένος για τις ανώτατες σχολές. Άρχιζαν οι εξετάσεις. Αφού γινόταν η κλήρωση των θεμάτων άρχιζε η εκφώνησή τους.
Ζήτημα Α’: «Λίθος ριπτόμενος κατακορύφως προς τα άνω επαναπίπτει επί του εδάφους μετά παρέλευση 6΄΄. Ζητούνται: πρώτον, η αρχική ταχύτης του λίθου και δεύτερον, εις ποίον ύψος θα ανέλθει»… και ακολουθούσε το ζήτημα Β, Γ κ.ο.κ.
Την επομένη άλλος γολγοθάς: «Κύων διώκει αλώπεκα, η δε αλώπηξ απέχει του σκυλός (με συγχωρείται του κυνός) 72 πηδήματα αυτής. Μετά από πόσα πηδήματα ο σκύλος (με συγχωρείται ο κύων) θα φθάσει την αλεπού (όχι την αλώπεκα…).
Ρολόι χειρός δεν υπήρχε τότε. Ήταν είδος υπερπολυτελείας. Μόνον ορισμένοι καθηγητές είχαν ρολόι τσέπης. «Έχω ρολόι Τσεχοσλοβακίας, το οποίο είναι ακριβείας. Σε μία ώρα ακριβώς θα παραδώσετε τα γραπτά» και συνεχώς έβγαζε κι έβαζε το ρολόι από το τσεπάκι, κρατώντας το με πολλή θαλπωρή για μην του χτυπήσει κρύος αέρας!
Τώρα, ρολόι Τσεχοσλοβακίας, φαντάζεστε τι ντενεκές θα ήταν, το οποίο το συνόδευε μια γυαλιστερή αλυσίδα η οποία δενόταν στο δεξιό μανταλάκι του παντελονιού και καθώς διέγραφε ένα ημικύκλιο, εδονείτο στο δεξιό κόκαλο προσδίδοντας ανωτερότητα.
Τότε όλα ραβόταν στο ράπτη ή στη μοδίστρα. Έτοιμα ενδύματα δεν υπήρχαν. Οι ραφτάδες, πολύ ευφυώς προέβλεπαν παντού τσεπάκια! Γελέκο: τσέπη για το πορτοφόλι, για την τσατσάρα, για το ρολόι, για το διακοσμητικό μαντηλάκι, τσέπη για το μαντήλι. Τα μαντήλια ήταν πάνινα, σιδερωμένα επιμελώς, με σκοπό να «ξεβουρβουλίζονται» επαρκώς οι κ.κ. καθηγητές.
Τα κορίτσια αυλιζόταν ξέχωρα, στο βόρειο προαύλιο και τ’ αγόρια στη νότια μεγάλη αυλή. Ουδέποτε εθεάθη κορίτσι στο χώρο των αγοριών. Καμιά φορά πρόβαινε κανένα προσωπάκι από την ανατολική γωνία του Γυμνασίου, έριχνε κάποια λαχταριστή ματιά και χανόταν αμέσως στο χώρο τους. Υπήρχε ερυθρά απαγορευτική γραμμή. Μέσα στις αίθουσες τα κορίτσια καθόταν σε ξέχωρη πτέρυγα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε υπήρχαν πανέμορφα κορίτσια. Ένα δείγμα μας προσφέρει η καταπληκτική φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου 2013 στην «Ηχώ της Βιάννου». Τέσσερεις πανέμορφες κοπελιές τις οποίες και θυμάμαι: Κλειώ Χλειουνάκη, η γυμνάστρια Τότα Κουλούμπου, Ελπινίκη Ζαμπουλάκη, και Μαίρη του Αγρονόμου. Θαυμάστε πως μέσα από την απλότητα αναδύονται η ομορφιά, η γοητεία και η θηλυκότητα. Αξίζει ένα «μπράβο» στην εφημερίδα, όπως και στην κ. Ελπινίκη Ζαμπουλάκη, για τη δημοσίευση τέτοιων αριστουργημάτων που μας ταξιδεύουν στο παρελθόν προσφέροντάς μας μοναδικές συγκινήσεις.
Οι καθηγητές μας ήταν αξιόλογοι άνθρωποι και επιστήμονες. Άλλοι ήσαν χαμηλών τόνων, κι άλλοι φωνακλάδες, χωρίς αυτό να μειώνει την ανωτερότητα τους. Τα έδιναν όλα για την μάθησή μας, αλλά με υπέρμετρο ζήλο και αυστηρότητα. Οσάκις ο καθηγητής ευρίσκετο εν εκρήξει, εγένετο συμπαθητικά παραστατικός. Τα έδιναν όλα για την μάθηση με υπέρμετρο ζήλο και αυστηρότητα, όπως επέτασσε το πνεύμα των εποχών.
Την 7η Γυμνασίου, διέμενα με τον Γιάννη στην Άνω Βιάννο, ώστε να προετοιμαστούμε καλύτερα για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Μέναμε στο Σωρό, σ’ ένα δωμάτιο του Μαρογιάννη, διαστάσεων 2Χ6. Πώς τα βολεύαμε, ο Θεός κι η μοίρα μας. Έμενε και ο Αγγελής, ο οποίος μαγείρευε κάτασπρα μακαρόνια, φασούλες, πατάτες και κουκιά (σούφρους).
Κάποια στιγμή τέλειωσαν μαγεροψήματα και τα χρήματα. Πείνα και των γονέων! Στο τέλος δεν άντεξε και έστειλε στον πατέρα του τηλεγράφημα αγανάκτησης: «Ενταύθα μένω λεφτά περιμένω. Κι αν δεν μου στείλεις τσιμέντο να γίνεις. Σε φιλώ ο γιος σου… κ.λπ.».
Να σημειωθεί ότι το τηλεγράφημα τότε ήταν πρόσφορο και φτηνό μέσο επικοινωνίας.
Μιας και ο λόγος για τηλεγραφήματα σας παραθέτω κάτι παρεμφερές: ο καπετάνιος έλειπε μήνες στα καράβια και κάποια μέρα στέλνει ένα τηλεγράφημα στην σύζυγό του: «Έρχομαι ναυλωμένος». Ωστόσο ο… δαίμων του τηλετύπου έκαμε λάθος στη δεύτερη λέξη μετατρέποντας το Νι σε Κάπα! Όπως αντιλαμβάνεστε, η χαρά της συζύγου ήταν απερίγραπτος, να υποδεχτεί μετά φανών και λαμπάδων την σφριγηλότητα του συζύγου της, αδημονώντας για το μεγάλο χαλαμπαλίκι!
Ας είναι…
Η ζωή μας στη Βιάννο ήταν ελεγχόμενη. Μια βόλτα στην πλατεία και μάλιστα εν ώρα εσπερινού απαγορεύονταν αυστηρά.
Την μαγειρική την είχε αναλάβει ο Γιάννης, ο πλέον ειδήμων.
Από τον τράφο του Μαρογιάννη παίρναμε άφθονα ξύλα, τα οποία τα έφερνε από το γιαλό. Το τζάκι ήταν κακής ποιότητας και δεν τραβούσε καθόλου τον καπνό. Ένα μεσημέρι, ο Γιάννης μαγείρευε κι εγώ είχα στήσει ένα τραπέζι στη μέση του δωματίου και διάβαζα μαθηματικά, έχοντας δίπλα τη λύση του Κεφαλιάκου. Αίφνης ακούμε ένα πασπαλίδι στην πόρτα η οποία άνοιξε βίαια και χτυπώντας με δύναμη στο κοντιμηρί σείστηκε το σπίτι! «Έφοδος» ακούστηκε μια φωνή και καθηγητής εισέβαλε στο δωμάτιο. Ωστόσο αδυνατούσε να κατέβει το σκαλί, καθώς το τοίχος του καπνού ήταν απροσπέλαστο. Δεν τα κατάφερε. Πίσω του υπήρχε και οπισθοφυλακή, ένας ακόμη καθηγητής. Τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Ίσα που πρόλαβα και πέταξα κάτω απ’ το κρεβάτι το λυσάρι του Κεφαλιάκου. «Τι γίνεται μωρέ εδώ μέσα», ρώτησε ο καθηγητής και συμπλήρωσε: «Άνοιξε βρε την κάτω πόρτα να ξεκαπνίσει»…
Καθυστερούσα επίτηδες να βρω το κερκέλι: «Τι κάνεις βρε τόση ώρα;» φώναξε δυνατά, οπότε και άνοιξα. Αφού δεν μας έβλεπαν στο βάθος, λέω ψιθυριστά και αστραπιαία στο Γιάννη: «Ρίχνε χλωρά ξύλα και φύσα δυνατά γιατί αν ξεκαπνίσει χαθήκαμε»!
Τα πράγματα δυσκόλευαν, αφού όπως προανέφερα, υπήρχε και οπισθοφυλακή, οπότε θα έβρισκαν το λυσάρι κάτω απ’ το κρεβάτι. Επιχείρησαν εκ νέου να μπουν αλλά τους έπνιγαν οι καπνοί. Η μάχη άνιση και σκληρή. Αγανακτισμένος λέω στο Γιάννη: «Φύσα μωρέ και ρίχνε χλωρά ξύλα γιατί όπου νάναι εισβάλουν και αλίμονό μας». Ο Γιάννης, εξουθενωμένος και κατάμαυρος σαν τον Βελζεβούλ μου λέει: «Τελειώσανε τα ξύλα»! Επανέρχομαι: «Ρίξε ρούνια, σεντόνια, σώβρακα, ρίξε ό,τι βρεις γιατί επέρχεται η άλωση»! Αναθάρρησε ο Γιάννης από τη «συνταγή» και τα φούνταρε όλα στην παραστιά. Λαβουρδάνιασε ο τόπος και το σπίτι σκοτείνιασε κι άλλο από ένα πυκνό νέφος καπνού. «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτε εμόν εστί ούτε των άλλων των εντός αυτής κατοικούντων κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ούτω οι επιδρομείς ιδόντες την σφοδρότητα της αντεπίθεσης και το μέγιστον του πυρός ετράπησαν εις άτακτον φυγήν.
…Φαγητό άχρηστο. Νηστικοί, αλλά καταφέραμε να σωθούμε αφού δεν βρήκαν το λυσάρι. Σημειωτέον ότι τόσο οι λύσεις του Κεφαλιάκου στα μαθηματικά, όσο και του Παπανικολάου στα αρχαία, ήταν αυστηρά απαγορευμένα…
Αναδειχθήκαμε νικητές σ’ αυτή τη μάχη. Πανηγυρίσαμε, αλλά για λίγο, αφού ναι μεν γλιτώσαμε την… έχερη, αλλά μείναμε νηστικοί και ξεβράκωτοι!
Μετά την αποφοίτησή μας, δεν τον ξανάδα τον Γιάννη. Ένα άριστο παιδί, αθόρυβος και ήπιος. Του εύχομαι όπου κι αν ζει να έχει υγεία, και ζωή ακάπνιστη και ανέφελη. Βιώματα ανεξίτηλα. Είναι φυσικό κάθε εποχή να έχει θετικά και αρνητικά. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. «Το θείον τέλειον, το δε εγγύτερον του τελείου, εγγύτερον του θείου». Τα προειρημένα δεν έχουν ουδένα άλλο σκοπό ει μη μόνον να ναδείξουν το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων αυτών των εποχών, που παρά την σκληρότητά τους, έδωσαν με αυταπάρνηση και ζήλο τον εαυτό τους για το καλό των μαθητών. Συνάγονται δε αξιόλογα συμπεράσματα για τους μεταγενέστερους, όταν βέβαια μεθερμηνευτούν σωστά. Μάθαμε και διδαχτήκαμε πολλά απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και υποκλινόμαστε στη μνήμη τους.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου