Τι έγραφε για τη Βιάννο ο Κονδυλάκης πριν ένα αιώνα
Ιωάννου Κονδυλάκη «Εκ Βιάννου»
Τα παιδιά
Βιάννος 20 Σεπτεμβρίου
Από την Βιάννον το χωριό λείπουν εις τον στρατόν περί τους 250 νέοι. Είναι δε κάμποσοι οι φονευθέντες και οι αποθανόντες εκ των νόσων και των κακουχιών. Εκ της όλης δε επαρχίας ένας μόνον αναφέρεται λιποτακτήσας. Ευτυχώς εις την τόσην αφαίμαξιν παρουσιάζει καλόν αντιστάθμισμα το πλήθος των παιδιών. Η Βιάννος είναι από τα γωνιμότερα χωριά της Κρήτης. Κατά κοπάδια φαίνονται εις τους δρόμους, ίδιως δε τας κρήνας. Τα παιγνίδιά των με το νερόν είναι, φαίνεται, η μεγάλη των ηδονή. Αλλ’ ενώ ευρίσκονται εις τόσην συνάφειαν με το νερόν, πολλά ολίγα το μεταχειρίζονται και δια να νίπτουν το πρόσωπον. Εις τα σπίτια όπου εισέρχομαι, τα παιδιά τρυπώνουν ή αποσύρονται εις γωνίας, όταν δε πλησιάζουν μετά κόπου, σιωπούν επιμόνως εις ό,τι τα ερωτώ. Τα μικρότερα αρχίζουν να κλαίουν, όταν τα στενοχωρούν να λαλήσουν η να δεχθούν τίποτε. Ο Γιάννης μιας ανεψιάς μου, κλείει τα μάτια εξ αιδούς. Φοβάται και να τον βλέπουν και να βλέπει. Και όταν επιμένω να εξέλθη από την αφασίαν του, αρχίζει να κλαίει. Και όταν οι πυγμαίοι της Κεντρώας Αφρικής προσήλθον εις τον Στάνλεϋ εκάλυπτον παρομοίως το πρόσωπον εξ αιδούς και φόβου.
Εν τούτοις εις εν βάπτισμα είδα εις αυτά τα αγριόπαιδα την επιμονήν των ορνίθων. Τόσα ήσαν τα παριστάμενα εις την εκκλησίαν περί την κολυμβήθραν, ώστε εδυσκολεύετο να γίνη το βάπτισμα και εις μάτην κατεγίνοντο να τα απομακρύνουν. Απεμακρύνοντο δια να επανέλθουν μετά μίαν στιγμήν πλησιέστερα. Αλλ’ ως είπα προηγουμένως, είναι ζωηρά τουλάχιστον και φαίνονται τα πλείστα υγειή.
Μεταξύ των παιδίων ακούω εν αποκαλούμενον Υποβρύχιον. Τόνομα δε τούτο έδωκε αυτό τούτο προς εαυτό. Ευρισκόμενον κάτω εις τον Αιγιαλόν εισήρχετο εις την θάλασσαν λέγον ότι ήτο Γερμανικόν υποβρύχιον. Αλλά μίαν ημέραν το υποβρύχιον προχωρήσαν εις τα βαθειά έγινε καταδυόμενον κ’ εκινδύνευσε να πνιγή. Έκτοτε εγνώσθη και το εκόλλησε το όνομα, το οποίον βέβαια θα του παρακολουθή καθ’ όλην του την ζωήν, ίσως δε θα περιέλθη και εις τους απογόνους του. Ούτω ακούω σήμερον παρατσούκλια, τα οποία είχον αποδοθεί κατά την παιδικήν μου ηλικίαν και πρότερον εις διαφόρους. Εις τας Αθήνας ευρισκόμενος έμαθα τον πνιγμόν, κατά την επίθεσιν της «Πελοποννήσου», ενός νέου εκ Βιάννου, ο οποίος είχε διακριθεί εις τον πόλεμον. Και ο Βιαννίτης που μου ανέφερε περί τούτου, μου είπε:
-Ήτο ο γυιος του ανθρώπου. Δε θυμάσαι τον πατέρα του, που τον επαρανομιάζανε Άνθρωπο;
Περί μιας γερόντισσας συγγενούς μου μανθάνω ότι ανέθρεψε και εξακολουθεί ν’ ανατρέφει μέγα αριθμόν εγγόνων, αφού ανέθρεψε μέγα αριθμόν τέκνων. Όσα εγγόνια ωρφάνεψαν ανετράφησαν υπό της γιαγιάς (μαμάνας, ως την λέγουν εδώ), τινά δε και μόλις γεννηθέντα. Έχει δε σήμερον υπέρ τα τριάκοντα-εγγόνια. Δια να θηλάζει δε τα ορφανά δεν της έλειψε ποτέ η αίγα. Και με τα τόσα βάσανα και κόπους, έχει ακόμη την καρτερίαν της. Προχθές την είδα ερχομένην από τους αγρούς. Μου διηγήθη δε την ανάγκην της συντηρήσεως της αίγας. Επειδή δ’ εκείνη που έχει τώρα φαίνεται στείρα, την μετέφερεν ως μου είπε, στα Σφακιά, μίαν θέσιν πολύ απέχουσαν, δια ν’ αφήσει εις εν ποίμνιον την αίγα της με την ελπίδα ότι θα παύσει η στείρωσίς της.
Μου διηγήθη έπειτα ότι έχει κ’ ένα λιανό χτήμα, μια γαϊδάρα, με συμπάθειο,που τη βοηθή πολύ στις δουλειές της. Και την περασμένην νύχτα εγέννησεν ένα πουλάρι. Μα το σπίτι της δεν είναι βολικό κι όλη τη νύκτα δεν εκοιμήθηκε, μόνο καθότανε άγρυπνη κι εφύλαγε το πουλάρι, να μη το φάνε οι σκύλοι ή οι χοίροι.
«Νέα Εφημερίς» 22-9-1919