Της νύχτας ο τραγουδιστής
Σήμερα ο νους μου γυρίζει το ρολόι του, πενήντα οχτώ χρόνια πίσω. Είμαι μαθητής στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και κάτοικος στην Πλάκα, κατά το σχολ. έτος 1948-49.
Βρίσκομαι στο δωμάτιο μου μόνος και ασχολούμαι με τα μαθήματά μου. Σχεδόν μεσάνυχτα. Απ’ έξω πυκνό σκοτάδι. Κι εγώ με τη λάμπα του πετρελαίου, προσπαθώ να τελειώσω τις εργασίες μου και να πέσω για ύπνο.
Όμως, στης νύχτας τη σιγαλιά, κάτι αναπάντεχο, πρωτάκουστο για μένα ταρακουνά την ψυχή μου.
Μια λύρα αρχίζει να κλαίει. Ένας παραπονιάρης σκοπός, ξεχύνεται στα σκοτάδια. Δεν είναι μακριά από το δωμάτιο μου.
Μόνο η λύρα ακούγεται. Καμιά φωνή, κανείς θόρυβος, λες και η φύση βουβάθηκε, για ν’ ακουστεί τούτος ο πόνος, ο ερωτικός.
Μα σε λίγο, η λύρα, δεν παίζει μόνη. Ένας τραγουδιστής, αρχίζει γλυκά, λυπητερά, τις μαντινάδες. Ένας μόνο τραγουδάει, μια λύρα τον συνοδεύει:
Γλυκιά νεράιδα της καρδιάς, μην κοιμηθείς, ξαγρύπνα.
Ν’ ακούς τις μαντινάδες μου, για σένα μεσ’ τη νύχτα.
Όπου κι αν είμαι σε θωρώ, σ’ ακούω νύχτα-μέρα.
Μεσ’ το μυαλό μου βρίσκεσαι, γλυκιά μου περιστέρα.
Όλο για σένα τραγουδώ, κλαίω κι αναστενάζω.
Μαν’ ίσως δε σε συγκινώ, φεύγω, δε σε πειράζω.
Ύστερα η λύρα βουβάθηκε. Ο λυράρης, ο τραγουδιστής και η παρέα τους, ήσυχα κι αθόρυβα χάθηκαν στο σκοτάδι, όσο ήσυχα κι αθόρυβα είχαν φτάσει στη γειτονιά. Δεν έμαθα τους νεαρούς ερωτευμένους. Δεν έμαθα ποτέ μου, ποια ήταν η τρυφερή ύπαρξη της Πλάκας, που είχε την ομορφιά και τη χάρη, να προκαλεί τόσο πάθος. Πάντως, δεν είναι τόσο απλό, το ερωτικό πάθος και είναι τόσο δυνατό (έρως ανίκατε μάχαν) ώστε είναι τόσο αληθινή η μαντινάδα:
Της νύχτας ο τραγουδιστής, μαραίνει πρασινάδες.
Όντε θα βγει τον πόνο του να πει με μαντινάδες.
Το παράξενο είναι, πως ένιωθα βαθειά τον πόνο, του νεαρού ερωτευμένου (εξάλλου κι εγώ ήμουν τότε 17-18 χρονών) και συμμετείχα στο αίσθημά του, γιατί νομίζω πως δάκρυζα, στο διπλό εκείνο άκουσμα: της λύρας που έπαιζε τόσο γλυκά-τρυφερά και της φωνής, που τραγουδούσε με τόσο πάθος.
Χανιά 17.2.07 - Ν. Κρεβατάς
*Δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου