Τετρακόσιοι εξήντα και ένας… ο Στάθης Μάστορας*

Του Θανάση Γιαπιτζάκη*
«Στον φλογισμένο Βοριά…» λέει η αρχή ενός τραγουδιού που γράφτηκε από τον στιχουργό Αργύρη Βεργόπουλο και είχε τη μουσική του Λίνου Κόκοτου. Τραγούδι με δυο τίτλους «Ερημιά» ή αλλιώς «Απουσία», που το τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Και το αναφέρουμε, ξεκινώντας από τις δύο αυτές λέξεις «φλογισμένο Βοριά», γιατί μας θυμίζει τους Γερμανούς από τον Βορρά - που, με το φλογισμένο οπλοπολυβόλο τους, εκτέλεσαν μαζί με Βιαννίτες και τον Κερκυραίο μουσουργό Στάθη Μάστορα, που έτυχε να είναι τότε στη Βιάννο: «Στο φλογισμένο Βοριά | έσβησε η φωνή του | κι απ' την αγνή του θωριά | έμεινε η φεγγοβολή του | στην ανθισμένη αμυγδαλιά». Το τραγούδι αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι δικό του. Αλλά μας δίνει την ευκαιρία να τον προσεγγίσουμε σωστά - γιατί τα λόγια αυτού του τραγουδιού τον περιγράφουν με ποιητικό τρόπο, όπως θα ’θελε κι ο ίδιος να γίνει.
Αν αναφέρουμε όμως το δικό του τραγούδι, αυτό είναι αθάνατο - και φτάνει από την εποχή της οπερέτας και του μεσοπολέμου έως στις μέρες μας: «Της Ριρίκας το τραγούδι το ονομαστό, | είναι ξακουστό | και πολύ γνωστό. | Στη σκηνή σαν τραγουδάω, με σουξέ και bis, | έλα να την δεις, | θα ευχαριστηθείς. | «Στο πάλκο σαν προβάλλω, | έχω σουξέ μεγάλο, | ποδάρι, σκέρτσο, νάζι, | καθένας το θαυμάζει, | με πόθο με κοιτάζει | κι όλο μου τραγουδεί: | Ριρή, Ριρή, Ριρίκα, | εσύ ’σαι πράμα, παιδί μου, γερό! | Αχ, όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα, | θα το θυμάται, Ριρίκα, για καιρό». | Η Ριρίκα ξελογιάζει κάθε γνωστικό. | Είν’ μοναδικό, | λένε, θηλυκό. | Μπρος σ’ αυτήνε μούντζες να ’χει η Μαρί Σουαζί, | όλοι σαν χαζοί | μου το λεν μαζί. | Μα η προσοχή της όλη | είναι στο πορτοφόλι. | «Λουλούδια μού πετάνε, | με πόθο με κοιτάνε, | το μάτι μου σφαλάνε | κι όλο μου τραγουδούν: | Ριρή, Ριρή, Ριρίκα, | εσύ ’σαι πράμα, παιδί μου, γερό! | Που ξεπερνάς τη Κοτοπούλη τη Μαρίκα | εις το τραγούδι, στα σκέρτσα, στο χορό». Η Μαρί Σουαζί, στα γαλλικά Maryse Choisy, που στο τραγούδι «τρώει μούντζες» από τη Ριρίκα, ήταν τότε διάσημη Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, που είχε γίνει γνωστή για την απασχόλησή της στα γυναικεία προβλήματα της χώρας της και ιδιαίτερα στα θέματα πορνείας. Ήταν αυτή που το 1929 μπήκε στο Άγιο Όρος ντυμένη ανδρικά κι έμεινε εκεί ένα μήνα - εμπειρία που την περιγράφει σε βιβλίο της.
Η παρτιτούρα έγραφε ότι το τραγούδι ήταν αφιερωμένο από τους δημιουργούς του (σε στίχους Γιάννη Πρινέα και σε σύνθεση Στάθη Μάστορα) «στην πρώτη Ριρίκα» τραγουδίστριά του Μαρίκα Κούρμη, που τραγουδούσε τότε στην οπερέτα τους «Η Ριρίκα μας». Τελικά δημοφιλέστερη όλων των τραγουδιών στις διάφορες οπερέτες θα αναδειχθεί η «Ριρίκα» που πρέπει να ήτανε προσωπικό δημιούργημα, σε μουσική και σε στίχους, του Στάθη Μάστορα. Η επιτυχία της ήταν πρωτοφανής. Χαρακτηριστικό θα είναι το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης θα συμπεριλάβει το τραγούδι της «Ριρίκας» στη μουσική του έργου «Αλέξης Ζορμπάς», σαν σουξέ της Μαντάμ Ορτάνς.
Το 1977, σε αφιέρωμά του στον Στάθη Μάστορα στην «Καθημερινή», ο Αλέκος Σακελλάριος θα γράψει: «Οι αφελείς αυτοί στίχοι της «Ριρίκας» χαλάσανε κάποτε τον κόσμο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει και άλλο ελληνικό τραγούδι που να γνώρισε μια τόσο μεγάλη εμπορική επιτυχία. Και φυσικά, όλη αυτή την επιτυχία που έκανε η Ριρίκα δεν τη χρωστά στους παιδαριώδεις στίχους της. Την χρωστάει στην εύθυμη, πεταχτή και χαριτωμένη μουσική της, που την έγραψε ένας καθηγητής των Μαθηματικών. Γιατί καθηγητής των Μαθηματικών ήταν ο συνθέτης της, ο Στάθης Μάστορας, που σε μια εποχή που το ελαφρό μας τραγούδι έπασχε από ανίατη μελαγχολία και ασφυκτιούσε στον αυστηρό ρυθμό του τανγκό, έκανε την επανάστασή του με αυτό το χαρούμενο «κάτι άλλο», που ήταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα για τον κόσμο εκείνου του καιρού».
Αυτά για το παντοδύναμο σε ρυθμό φοξ-τροτ τραγούδι της τότε εποχής. Όμως και ο Σακελλάριος κάνει λάθος όταν έγραψε ότι ο Μάστορας ήταν ένας καθηγητής των Μαθηματικών που έγραφε νότες. Γιατί ο Στάθης Μάστορας ήταν πολλά πράγματα. Και όλα αυτά τα πολλά του, ενασχολήσεις, ταξίδια, επιδιώξεις στον τροχό της τύχης, μουσικές δημιουργίες που έκαναν αίσθηση και τον ίδιο να ξεχωρίζει, που μόνο καθηγητή Μαθηματικών δεν μπορείς να τον φανταστείς. Μέχρι και βιβλίο αγγλικών άνευ διδασκάλου έβγαλε. Άλλα του βιβλία στα Μαθηματικά ήταν δύο: «Συμβολή εις την Άλγεβρα» και «Μελέτη γενίκευσης της Θεωρίας των Διατάξεων και Μεταθέσεων» και στη Μουσική δύο: «Πραγματεία Αντιστίξεως και Φυγής» και «Τετράφωνος Αντίστιξης». Ακόμα και δύο - πάντα - ποιητικά βιβλία, τις «Πνοές» και το «Τίποτε», που αυτά τα έβγαλε νέος, όταν είχε βρεθεί στην Αίγυπτο. Γιατί ήταν και ποιητής - με στίχους στην υπηρεσία των ανησυχιών του και των ευαισθησιών του.
Ένα καλό παράδειγμα των δημιουργικών συνδυασμών του μυαλού του ήταν το Πυθαγόρειο Θεώρημα σε έμμετρη μορφή, που το είχε δώσει στους μαθητές του για να το θυμούνται πιο εύκολα: «Το εις την υποτείνουσαν τετράγωνον και μόνον | ισούται με το άθροισμα των δύο τετραγώνων | όπερ αι δύο κάθετοι πλευραί αποτελούσι | και τούτον Πυθαγόρειον Θεώρημα καλούσι». Ο Στάθης Μάστορας ήξερε αρχαία ελληνικά και νέα ελληνικά που θα τα ζήλευε οποιοσδήποτε φιλόλογος.
Ήξερε, το ίδιο καλά, άλλες πέντε γλώσσες: Ιταλικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ρωσικά, Γερμανικά. Για τα τελευταία, έχουμε να πούμε ότι δεν του χρησίμευσαν και πολύ, αφού όταν τους παίρνανε οι Γερμανοί για εκτέλεση κι εκείνος διαμαρτυρήθηκε για λογαριασμό όλων στη γερμανική γλώσσα, εκείνοι σίγουρα θα του είπαν στην ίδια γλώσσα «Προχώρα!» Λένε ότι δύο της εκτέλεσης κάνανε τους νεκρούς και τελικά γλυτώσανε. Σε έναν απ’ αυτούς τους δύο, που ήταν ανάμεσα στους άλλους παρόντες και μετά απόντες, οφείλουμε τη μαρτυρία ότι ο Στάθης Μάστορας επέλεξε την ελληνική γλώσσα για να πεθάνει, τραγουδώντας ό,τι πρόλαβε από τον εθνικό ύμνο. Πού να φανταζόταν ο εικοσιπεντάχρονος τότε Διονύσιος Σολωμός ότι οι στίχοι του «εις την ελευθερίαν» που έγραφε θα γινόντουσαν τα τελευταία λόγια εκατοντάδων Ελλήνων που θα φεύγανε όρθιοι από τη ζωή σαν τον Μάστορα!
Στο τέλος των ονομάτων στην επιτύμβια στήλη των εκτελεσθέντων στον Άγιο Βασίλειο Βιάννου το όνομα του Στάθη Μάστορα, που αναφέρεται ως καθηγητής και όχι ως μουσουργός και έχοντας λανθασμένη ηλικία 36 αντί 50 χρονών
Πώς όμως έμπλεξε με την κτηνωδία των χιτλερικών Γερμανών και θανατώθηκε στις ωμότητες της Βιάννου αυτός που ήταν γλωσσομαθής και σε δύσκολους καιρούς για την Ελλάδα, που ήταν καθηγητής Μαθηματικών και όμως έγραφε μουσική για οπερέτες που εδραίωναν την φήμη του;
Ας αρχίσουμε απ’ την αρχή. Λέγοντας πρώτα, για να μη το ξεχάσουμε, ότι ήταν ο μόνος, από τους αιφνιδιαστικά πολλούς εκτελεσθέντες των χωριών της Βιάννου και των χωριών της Δυτικής Ιεράπετρας, που δεν ήταν Κρητικός. Αλλά Κερκυραίος. Γι’ αυτό και στο μνημείο, στον τόπο τής εν ψυχρώ δολοφονίας του που είναι το χωριό Άγιος Βασίλειος, εκεί που εξομοιώνεται με τους άλλους στον τραγικό τους μαρμάρινο κατάλογο, το όνομά του είναι σκόπιμα κάτω κάτω για να μένει ξεχωριστό (και με τις δύο έννοιες της λέξης) : Στάθης Μάστορας εκ Κερκύρας.
Από τον αρχαίο Δημόδοκο των Φαιάκων μέχρι τον Νικόλαο Μάντζαρο των Ιονίων Νήσων και τον Γιώργο Κατσαρό της κοσμοπολίτικης σημερινής Αθήνας, η κερκυραϊκή μουσική παράδοση καλά κρατεί και περιέχει μέσα της ακόμη και το όνομα του Στάθη Μάστορα. Τη διαδοχή στις νότες την είχε από τον σπουδαίο πατέρα του, τον Μιχαήλ Μάστορα, που έτυχε να φύγει από τη ζωή το 1942, ένα χρόνο δηλαδή πριν το 1943 - που στάθηκε μοιραίο για τον εξίσου σπουδαίο γιο του. Ο πατέρας του Στάθη Μάστορα υπήρξε λαμπρός μουσικός και ο «κινητήριος μοχλός» για την ίδρυση του ιστορικού Ωδείου της Κέρκυρας. Όμως αντιζηλίες και έριδες, επτά μόλις μήνες μετά τη σύσταση του Ωδείου, ανάγκασαν τον Μάστορα να παραιτηθεί για «λόγους υγείας» από τη θέση του μουσικοδιδασκάλου και να αντικατασταθεί από ποιόν νομίζετε; Από έναν Κωλέττη - αυτή τη φορά με όνομα ευγενέστερο του παλιού πολιτικού: Ευγένιος!... Έζησε έκτοτε «πλάνητα βίο», διευθύνοντας τις φιλαρμονικές στην Κέρκυρα, στην Άρτα, στη Λάρισα, στη Λευκάδα.
Για την πλευρά της μητέρας του, αλλά και για το ξεκίνημά του στη ζωή, επιλέγω να μας τα πούνε τα λόγια «του εγγονού που με τον παππού έχουν το ίδιο όνομα», του Μιχάλη Μάστορα: «Η μητέρα του Μαργαρίτα, το γένος Λογοθέτη, καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Ο αδελφός της ήταν εφοπλιστής με έδρα την Οδησσό της Ρωσίας, και στόλο είκοσι περίπου πλοίων.
»Ο Στάθης Μάστορας, πολύ μικρός εμφάνισε την κλίση του στα μαθηματικά και το ταλέντο του στην ποίηση, ιδιαίτερα όμως στη μουσική. Εννιά χρονών παίζει φλάουτο στην Φιλαρμονική της Κέρκυρας, τελευταίος στη σειρά στην παρατεταγμένη ορχήστρα. Από μικρός μαθαίνει πιάνο, συγχρόνως παίζει φλάουτο, μαντολίνο, κιθάρα, και βιολί. Η οικογένειά του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη μόρφωσή του, αλλά και στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, αφού τον προόριζε - σαν πρωτότοκος - να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση στην Οδησσό, που διαχειριζόταν ο θείος του επειδή ο ίδιος δεν είχε παιδιά. Στο σπίτι, η οικογένεια μιλούσε - όπως πολλές οικογένειες στα Επτάνησα – ιταλικά που αποτελούσαν, μαζί με τα ελληνικά, τη δεύτερη μητρική του γλώσσα. Σπούδασε σε γαλλικό σχολείο με δεύτερη γλώσσα τα αγγλικά, και συνάμα διδάχτηκε ρώσικα και γερμανικά, γλώσσες απαραίτητες για το επάγγελμα που τον προόριζαν. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δεκαεπτά χρονών, ταξιδεύει στην Οδησσό, κοντά στον θείο του, για να εκπαιδευτεί, πριν αναλάβει τη διοίκηση της εφοπλιστικής επιχείρησης.
»Τα ενδιαφέροντα όμως του Στάθη Μάστορα ήταν διαμετρικά αντίθετα με τις επιθυμίες και τις προσδοκίες της οικογένειας. Δεν ήταν προορισμένος, όπως θα έλεγε ο Καββαδίας «σκυμμένος σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, | να κάνει αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία». Η ποίηση και η μουσική, όπως οι Σειρήνες κάποτε τον Οδυσσέα τον καλούν πίσω στην πατρίδα. Κι αυτός, σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, θα υποκύψει. Ο έρωτας για τη μουσική και η αγάπη για τα μαθηματικά τον ωθούν να αποποιηθεί την τεράστια περιουσία και να επιλέξει το δύσκολο και μοναχικό στενοσόκακο της μάθησης».
Έτσι είναι τα λόγια του γιού του, Μιχάλη Μάστορα, που τα βρήκαμε δημοσιευμένα στην «Ηχώ της Βιάννου». Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω τον Γιάννη Κατωγιαννάκη και τον Στέλιο Μπαρμπαγαδάκη για τη συμπαράστασή τους να βρω όσα στοιχεία βρήκα τελικά για τον Στάθη Μάστορα, κυρίως στις δραματικές στιγμές του. Προτού συμπληρωθεί ένας χρόνος στη Ρωσία, στέλνει τηλεγράφημα στους γονείς του - λέγοντάς τους να του κάνουν εγγραφή στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με τα ενδιαφέροντά του να επικεντρώνονται μόνο στο εμπόριο, ο μικρότερος αδελφός του Κώστας Μάστορας πήγε και τον αντικατέστησε στην επιχείρηση, που θα είχε τελικά λίγο καιρό ζωής. Έξι χρόνια μετά, το 1917, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων, τα πλοία θα κατασχεθούν και ο εφοπλιστής Λογοθέτης με τον ανιψιό του θα απελαθούνε και θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Στάθης, στην Ελλάδα κι αυτός αλλά πολύ πιο πριν, παράλληλα με τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, μαθαίνει και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, έχοντας καθηγητή του τον περίφημο μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη, που το όνομά του ήταν πλεγμένο μουσικά με τους στίχους του Κωστή Παλαμά. Μουσική θα είναι αλλά μακροχρόνια (έξι ολόκληρα χρόνια!) και η παρουσία του στο στρατό, όπου κατατάχθηκε ως μουσικός τον Νοέμβριο του 1913 και απολύθηκε τον Νοέμβριο του 1919 από τη «Μουσική Φρουρά Αθηνών». Την επόμενη χρονιά θα πάει στην Ιταλία, στη Νάπολη συγκεκριμένα, για να κάνει ενός χρόνου συμπληρωματικές σπουδές στη σύνθεση. Τον Μάρτιο του 1921 θα επιστρατευθεί λόγω της Μικρασιατικής Εκστρατείας και τον Σεπτέμβριο του 1922 θα απολυθεί λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρά την πολύχρονη στρατιωτική του θητεία, κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και στο Πανεπιστήμιο και στο Ωδείο.
Τότε, στο μοιραίο για τον Ελληνισμό 1922, στέκεται μοιραίος και για τον Στάθη Μάστορα ο μουσικός του προσανατολισμός προς την οπερέτα, γιατί ήτανε της μόδας στην Αθήνα. Ενώ ήταν ιταλική λέξη, η προέλευσή της ήτανε γαλλική, παριζιάνικη. Για παράδειγμα, ο περίφημος «Βαπτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη βασιζότανε στη γαλλική φάρσα «Madame et son filleul» που την εξελλήνισε ο Σακελλαρίδης. Ο κόσμος τώρα απαιτούσε, αντίθετα με τη βαριά όπερα, χαρούμενα και εύπεπτα μουσικά ακούσματα. Έτσι, γεννήθηκε και η μικρή όπερα, η οπερέτα, η εύθυμη διάθεση, η αισιόδοξη ατμόσφαιρα, και μαζί τους ο Στάθης Μάστορας. Είχαν προηγηθεί στην πρώτη γενιά ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης και ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Διονύσιος Λαυράγκας και ο Σπυρίδων Σαμάρας (ο δημιουργός του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων).
Ο Στάθης Μάστορας μετά τη στρατιωτική του θητεία το 1922 πάει στην Αίγυπτο, με την ιδιότητα μαέστρου του μουσικολυρικού θιάσου Ν. Πλέσσα - όπου υπάρχει δυναμική ελληνική παροικία και ζουν ακόμη οι κατοπινοί εθνικοί ευεργέτες Μπενάκης, Σιβιτανίδης, Στουρνάρας και ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Θα μείνει εκεί πέντε χρόνια, δίνοντας συναυλίες και κάνοντας μαθήματα πιάνου ή μαντολίνου. Στο απαιτητικό κοσμοπολίτικο κοινό της Αιγύπτου θα παρουσιάσει την πρώτη του οπερέτα . Την έχει ονοματίσει «Μιράντα» και θα αποκομίσει το καλύτερο ξεκίνημα εντυπωσιάζοντας. Θα ακολουθήσει το κεφάτο «Πολυνερίου το ανάγνωσμα… Πρόσχωμεν» σε λιμπρέτο δικό του. Θα ακολουθήσουνε κι άλλες οπερέτες, δείχνοντας ότι οι Έλληνες στις Αιγύπτου τον έχουν κάνει να πιστέψει στις δυνατότητές του και να δημιουργεί! Τότε βγήκαν και οι δυό ποιητικές συλλογές του «Πνοές» και «Τίποτε». Επιστρέφοντας το 1927 στην Αθήνα, θα συνεχίσει την ενασχόλησή του με συνθέσεις, σε δημιουργικό οίστρο. Μέσα σε πέντε πάλι χρόνια, όσα ήταν και τα προηγούμενα χρόνια του στης Αίγυπτο, λες και η ζωή του ακολουθούσε μαθηματική τροχιά, έδωσε στην Αθήνα μουσική πανδαισία με δεκαπέντε οπερέτες. Μερικές απ’ αυτές ήταν «Ησαΐα χόρευε», «Ροκοκό», «Γιος του ίσκιου» (σε κείμενο Σπύρου Μελά), «Η κυρία Τσιτσιμπύρα», «Τ’ αδελφάκι ο Λάβρακας», «Παραχαράκτες» (σε κείμενο Τίμου Μωραïτίνη), «Ο στρατηγός Μπομπάρδας», «Πιπίτσα», «Ρόζα», που οι τίτλοι τους δείχνουν, χωρίς να το κρύβουν, το κέφι και τη ζωντάνια που επικρατούσε. Δημοφιλέστερη όλων θα αναδειχθεί «Η Ριρίκα μας» και η επιτυχία της θα είναι πρωτοφανής.
Παρά την καθιέρωσή του σαν μουσικού οπερέτας και τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της «Ριρίκας», που ήταν μεγαλύτερη κι από τους «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου και από τον «Βαπτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ο Στάθης Μάστορας θα εγκαταλείψει την μουσική του σταδιοδρομία - για λόγους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Το γιατί έγινε αυτό στην αλλαγή της ζωής του, μας το εξηγούν στην «Ηχώ της Βιάννου» τα γραφόμενα του γιου του, του Μιχάλη Μάστορα:
«Η Ελλάδα του μεσοπολέμου είναι σε άθλια οικονομική κατάσταση. Περίπου δύο εκατομμύρια πρόσφυγες μόλις την έχουν κατακλύσει και τα προβλήματά τους διογκώνουν τα υπάρχοντα της εξαθλιωμένης από τη Μικρασιατική Καταστροφή χώρας. Η οπερέτα στην Ευρώπη αρχίζει να φθίνει και στην Ελλάδα, που δεν διέθετε και σοβαρή παράδοση, επήλθε ήδη ο κορεσμός. Η μουσική της Ανατολής, οι αμανέδες της Σμύρνης και το μπουζούκι μπαίνουν δυναμικά στη ζωή των Ελλήνων. Τα σκοτεινά καταγώγια «με καπνούς και με βρισιές», η χρήση απαγορευμένων ουσιών, τα τραγούδια που θα αντικαταστήσουν το λαμπερό παλκοσένικο και τα φώτα της ράμπας.
Το βιολί και το πιάνο θα αντικατασταθούν από το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Το επάγγελμα του μουσικού θα απαξιωθεί. Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης να δώσουν λάμψη στο νέο είδος τραγουδιού και στο μπουζούκι, αναβαθμίζοντάς το σε ορχηστρικό όργανο. Συγχρόνως μια καινούργια τέχνη, η έβδομη, εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Και σαν νέα, είναι εγωιστικά απαιτητική. Τα κινούμενα πρόσωπα σε μια λευκή οθόνη, στην αρχή βουβά με υπότιτλους και κατόπιν ομιλούντα, προσελκύουν και σαγηνεύουν το φιλοθεάμον κοινό. Η διασκέδαση των επόμενων δεκαετιών μέχρι και σήμερα, θα έχει τη βάση της στην καινούργια αυτή τέχνη. Η οπερέτα περιέρχεται αναπόφευκτα σε οριστικό μαρασμό.
Παράλληλα με το διαφοροποιημένο περιβάλλον, και η ζωή του μουσικού Στάθη Μάστορα δεν ήταν ό,τι ακριβώς ονειρευόταν γι’ αυτόν η συντηρητική - λόγω καταγωγής - μητέρα του. Οι περιοδείες στην Ελλάδα με τον θίασο και την ορχήστρα του, η μακρόχρονη παραμονή του στην Αίγυπτο, η άστατη, σπάταλη, μποέμικη ζωή του ανάμεσα σε ηθοποιούς, σε χορεύτριες και σε τραγουδίστριες, δεν αποτελούν εγγύηση για ένα ασφαλές μέλλον. Η μητέρα του φορτικά θα τον πιέσει να εγκαταλείψει την καριέρα του μουσικού και ν’ ακολουθήσει την άλλη του καθηγητή, θεωρώντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει μια ήρεμη, σίγουρη και κοινωνικά αποδεκτή επαγγελματική ενασχόληση. Η αδυναμία προς τη μητέρα του, πολύ πιθανόν όμως και οι διαφοροποιημένες αντικειμενικές συνθήκες όπως αυτές περιγράφονται παραπάνω, τον ωθούν να ακολουθήσει τη μητρική συμβουλή. Σαν γνωστός καλλιτέχνης, θα διοριστεί στο Πρακτικό Λύκειο Αθηνών «που είναι ο Προθάλαμος των πανεπιστημιακών καθηγητών». Τα «κιτάπια της μοίρας» όμως άλλα γράφουν για τον Στάθη Μάστορα. Άλλωστε, πώς να μπει σε καλούπι η φουρτουνιασμένη ζωή του καλλιτέχνη - ή, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση ενός άλλου ποιητή, «πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά;» Ο ευνοϊκός διορισμός του στο Πρακτικό Λύκειο Αθηνών δημιουργεί προσωπικές αντιζηλίες και, κατόπιν πιέσεων ενός υψηλά ιστάμενου, ο Στάθης Μάστορας θα μετατεθεί στο Πλωμάρι της Λέσβου. Με τις συγκοινωνιακές συνθήκες και τις συνθήκες ζωής της εποχής, η μετάθεση στη Λέσβο, ισοδυναμούσε με εξορία. Εκεί, όπως θα πει ο Μ. Γιαμαλάκης, απαγγέλλοντας το ποίημα που έγραψε το 1933 στο Πλωμάρι ο Στάθης Μάστορας, «ο ποιητής μέσα από την ταραγμένη του ζωή αγωνίζεται να βρει την ψυχική του γαλήνη»: «Καράβι χρυσοφτέρουγο, βρες μια γωνιά ν’ αράξεις, | να γαληνέψει το νερό, να σβήσουν οι αφροί | κι εσύ, ελπίδα μάγισσα, να μην ξαναταράξεις | της λησμονιάς το σκέπασμα που ’χει η ψυχή μου βρει».
Δύο χρόνια πέρασαν και φάνηκαν ατελείωτα - κι όμως τέλειωσαν με μια ευνοϊκότερη μετάθεση στο Γυμνάσιο Θηλέων της Σύρου, όπου στο νησί αυτό έχει ήδη μετακομίσει η οικογένεια Μιχαήλ Μάστορα. Όμως ούτε εκεί θα στεριώσει, γιατί ξεσπάει σκάνδαλο με μια μαθήτριά του. Θα του κάνουν δυσμενή μετάθεση στην Άνω Βιάννο της Κρήτης. Εκεί θα προσπαθήσει να εδραιώσει τη ζωή του. Το 1938 στην ηλικία των σαρανταπέντε χρονών διάλεξε για σύντροφο της ζωής του την εικοσάχρονη Κατίνα Χλειουνάκη από την Άνω Βιάννο, που ήταν όμορφη και τραγουδούσε ωραία. Στο μοιραίο γι’ αυτόν 1943 ήταν ήδη πατέρας δύο παιδιών, που τους είχε δώσει τα ονόματα των γονιών του: Μιχάλης (Λίλη τον έλεγε μικρό παιδί η μητέρα του) και Ρίτα (Μαργαρίτα).
Όπως έκανε και στο Πλωμάρι της Λέσβου, έτσι και στην Κρήτη συνέχιζε να γράφει ποίηση. Ένα δείγμα γραφής ήταν οι στίχοι που τους βάζει τίτλο «Η Βιάννος» περιγράφοντας μια ειρηνική Βιάννο γεμάτη νερά και πράσινους ίσκιους. Το ποίημα που είχε γραφτεί πριν τον Πόλεμο, το 1940, διαβάζεται σαν τραγούδι και βρέθηκε ανάμεσα στα άλλα χαρτιά του: «Στην πλαγιά τον βουνού | φαντασία του νου | δε σε γράφει χωριό, δε σε γράφει. | Βελουδένια στολή, | πρασινάδας χαλί | η ελιά, το σπαρμένο χωράφι. | Της ζωής σου γερό | φυλαχτό το νερό, | δύναμή σου, σαν αίμα στη φλέβα, | όταν κάτω κυλά, | μουσική που γελά, | και ρυθμίζει του ξένου το ανέβα. | Το φαράγγι, κι αυτό | παραθύρι ανοικτό, | δείχνει θάλασσας ένα κομμάτι. | Η ψυχή μου σκιρτά | και σε όλα πετά | όπου τύχει να πέσει το μάτι. | Χαρμονές μαγικές | σε στιγμές μυστικές | κάθε βράδυ στο φως από τ’ άστρα. | Σαν αχνές ζωγραφιές | βλέπω αρχόντων σκιές | στα παλιά βενετσιάνικα κάστρα».
Χωρίς να έχει πιάνο, συνθέτει στη Βιάννο τη - σημαδιακή - οπερέτα «Καθένας με την τύχη του», σε δικό του λιμπρέτο. Όμως ο ενεργός μουσικός έχει πεθάνει μέσα του. Που και που, σπάνια σε εκδήλωση θα παίξει πιάνο, μαντολίνο όμως ποτέ. Και το τονίζουμε αυτό γιατί καθηγητής μαντολίνου ήταν, σαν γνήσιος Επτανήσιος. Όμως ούτε καν οι δικοί του στη Βιάννο το γνώριζαν. Το ποιός πραγματικά ήταν έχει μείνει στη Σύρο, απ’ όπου είχε απομακρυνθεί βίαια με δυσμενή μετάθεση. Οι παρτιτούρες του, η βιβλιοθήκη του, το πιάνο του, θα πουληθούν όλα, μετά τον Πόλεμο, από ανίδεο μακρινό συγγενή. Έτσι, με τον ξαφνικό χαμό του συνθέτη, χάθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής του δημιουργίας. Ελάχιστα ψήγματα της μουσικής του πολύ αργότερα βρέθηκαν σε παλαιοπωλεία. Η Λυρική Σκηνή δεν μπορεί να βρει κι άλλα;
Ποίημα με τον τρόπο της γραφής του, φυλαγμένο από τον γιο του, τον Μιχάλη Μάστορα
Πριν από σαράντα σχεδόν χρόνια, στις 12 Μαΐου του 1986, το Δημοτικό Συμβούλιο της Σύρου θα ονοματίσει ένα δρόμο της πόλης της Σύρου «Οδός Στάθη Μάστορα». Και με την ευκαιρία αυτή, αναφέρθηκε στους λόγους της μετάθεσης: «…Ένα άτυχο επεισόδιο με μια μαθήτριά του, το οποίο αντιμετωπίστηκε πολύ αυστηρά από την τότε Συριανή κοινωνία, προκάλεσε την μετάθεσή του στην Κρήτη, όπου τον βρήκε η εχθρική κατοχή. Εκτελέστηκε στη Βιάννο από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής». Το «άτυχο επεισόδιο με μια μαθήτριά του» ήταν το εξής: Μετά από θεατρική παράσταση του Γυμνασίου Θηλέων, ο καθηγητής Στάθης Μάστορας έδωσε συγχαρητήρια στην πρωταγωνίστρια για την απόδοσή της, φιλώντας την αυθόρμητα στο μάγουλο. Τί ήθελε και το έδωσε αυτό το φιλί; Ορθόδοξοι και Καθολικοί της Σύρου της εποχής εκείνης θεώρησαν το χριστιανικό φιλί αμαρτωλό φιλί αφού το είχε δώσει καθηγητής σε μαθήτρια, φανερά μάλιστα. Συμφώνησαν ότι σκανδαλίστηκαν και πάτησαν, με το κουσκούς τους, τη σκανδάλη του οπλοπολυβόλου των Γερμανών που τον θέρισαν αργότερα μαζί με τους Βιαννίτες του Αγίου Βασιλείου. Το «ατυχές επεισόδιο» της Σύρου θα γίνει αφετηρία μακροχρόνιας δικαστικής αντιδικίας, μέχρι να εξαντληθούν όλες οι δικαστικές βαθμίδες. Συνολικά τρεις φορές θα απολυθεί και θα επαναπροσληφθεί ο Στάθης Μάστορας, ανάλογα με την εκάστοτε δικαστική απόφαση, μέχρι την τελική δικαίωσή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν ήταν καθηγητής στη Βιάννο. Στις 23 Απριλίου του 1941, μια εβδομάδα σχεδόν πριν την πτώση της Αθήνας στους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση Τσουδερού και ο βασιλιάς Γεώργιος αρχικά κατέφυγαν στην Κρήτη και ένα μήνα αργότερα, στις 24 Μαΐου με την απώλεια της Κρήτης, θα περάσουν στην Αίγυπτο δημιουργώντας την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Ο Στάθης Μάστορας, με εκκρεμούσα την οριστική δικαστική απόφαση, θα φύγει από τη Βιάννο με τα πόδια, λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου, και θα πάει στα Χανιά. Εκεί θα συναντήσει γνωστό του υπουργό και θα τον παρακαλέσει να μεριμνήσει για την επιτάχυνση της τελεσίδικης από το Συμβούλιο της Επικρατείας απόφασης. Η γυναίκα του, έγκυος οκτώ μηνών στο πρώτο τους παιδί, δεν θα έχει επαφή μαζί του όλο τον μήνα Μάιο, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Και επειδή είχε ήδη χάσει τον αδελφό της στο Αλβανικό Μέτωπο τον Νοέμβριο του 1940 και τον γαμπρό της στην Οπισθοχώρηση τον Μάρτιο του 1941, θεώρησε και τον άντρα της νεκρό. Αυτός όμως θα εμφανιστεί, ξυπόλητος αυτή την φορά - γιατί τα παπούτσια του δεν είχαν αντέξει και είχε απαλλαγεί απ’ αυτά! Τραγική μοίρα για έναν άνθρωπο από εύπορη οικογένεια, που πριν λίγα χρόνια τον αποθέωναν σε διάφορα μουσικά θέατρα, που τον ικέτευαν μετά την επιτυχία της «Ριρίκας» να συνθέσει κι άλλες οπερέτες και που τα τραγούδια του ακούγονταν σε όλη την ελληνική επικράτεια! Η ευνοϊκή γι’ αυτόν τελεσίδικη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θα έλθει συγχρόνως με την απάντηση για επαναπρόσληψη και με την άφιξη του πρώτου του παιδιού, που θα είναι γιος και θα τον πει γουρλή.
Αυτά στον ιστορικό Μάιο του 1941, που έγινε η Μάχη της Κρήτης και που ο Στάθης Μάστορας κέρδιζε επιτέλους την ησυχία του στη Βιάννο. Επιτέλους είπα; Λάθος δικό μου αλλά και του πρώην μουσικού και νυν μαθηματικού, που μετά από μια μικρή ανάπαυλα «καθώς πρέπει ζωής» όπως το ήθελε η μητέρα του, παρουσιάστηκε πάλι άλλο πρόβλημα. Γιατί κι εκεί και τότε στο Γυμνάσιο της Άνω Βιάννου θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του γυμνασιάρχη Λουλάκη. Για να συντηρήσει την οικογένειά του, θα καταφύγει στους θερινούς μήνες να κάνει φροντιστηριακά μαθήματα σε παιδιά στον Άγιο Βασίλειο, που ήταν ένα άλλο κοντινό χωριό της Βιάννου. Νοίκιασε ένα σπίτι για το καλοκαίρι για να μεταφέρει και να είναι κοντά του η οικογένειά του. Εκεί τον βρήκε το μακελειό του Σεπτεμβρίου. I
Για την ομαδική σφαγή στα χωριά της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας θα ακολουθήσω την αφήγηση του γιου του Μάστορα, που θα μας οδηγήσει στον ίδιο τον αδικοχαμένο πατέρα του:
«Οι Γερμανοί με ύπουλο τρόπο, με τελάληδες διέδωσαν σε όλα τα χωριά ότι, όσοι άνδρες παρέμεναν στα χωριά δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα, αντίθετα όσους έβρισκαν κρυμμένους στην ύπαιθρο θα εκτελούσαν, χωρίς προειδοποίηση, επί τόπου. Πολλοί δεν πίστεψαν την δόλια υπόσχεση των Γερμανών και διέφυγαν στο λημέρι των
Από το αρχείο του Μανώλη Σπανάκη φωτογραφία στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής Βιάννου. Μέσα στον κύκλο η Κατίνα Χλειουνάκη, η χαροκαμένη γυναίκα του Στάθη Μάστορα, και τα δυό παιδιά τους, ο Μιχάλης και η Μαργαρίτα
ανταρτών ή κρύφτηκαν σε απόκρημνες σπηλιές. Η μητέρα μου και η θεία μου προέτρεψαν πιεστικά τον πατέρα μου, πότε παρακαλώντας, άλλοτε απειλώντας και άλλοτε πάλι κλαίγοντας, να μην πιστέψει τις υποσχέσεις των Γερμανών και να κρυφτεί. Δεν ήταν οι μόνες που τον προέτρεψαν να κρυφτεί. Τον συνάντησε και ένας μαθητής του, Βιαννίτης, και του είπε: «Κύριε καθηγητά, μην εμπιστεύεστε τους Γερμανούς, ελάτε να κρυφτείτε μαζί μου. Γνωρίζω καλά την περιοχή και κρυψώνες που αποκλείεται να μας βρουν». «Γιατί να μην τους εμπιστευτώ, Δημήτρη; Πολιτισμένοι άνθρωποι είναι» απάντησε. Η απάντηση του καθηγητή, αλλά και η αντίδραση 400 περίπου χωρικών, που πίστεψαν στις δόλιες υποσχέσεις των Γερμανών, αποδεικνύει τον ισχυρισμό μου, ότι, κανένα ιδιαίτερης σημασίας γεγονός δεν είχε συμβεί, στη διάρκεια των δυόμισι ετών παρουσίας των Γερμανών στρατιωτών στη Σύμη και των ανταρτών στο λημέρι του Ομαλού. Δυστυχώς, ο μουσικός Στάθης Μάστορας δεν πίστεψε ότι οι απόγονοι του Μπετόβεν και Μπραμς, ο μαθηματικός ότι οι απόγονοι του Γκάους και Ρίμαν, ο ποιητής ότι οι απόγονοι του Σίλλερ και Γκαίτε, θα χρησιμοποιούσαν επαίσχυντες δόλιες μεθόδους για να παγιδεύσουν αθώους ανθρώπους. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον διέψευσαν τραγικά. Οι Γερμανοί άρχισαν την επόμενη μέρα επιδρομές στα σπίτια των χωριών και άρχισαν να μαζεύουν τους εύπιστους, που είχαν παραμείνει στα σπίτια τους, μεταξύ αυτών και ο καθηγητής. Οι ριπές των πολυβόλων διαπερνούσαν τον διάφανο σεπτεμβριανό αιθέρα των χωριών της Βιάννου. Στο λημέρι των ανταρτών ακούγονταν οι ομοβροντίες των φονικών πυροβόλων. Αντάρτες Γιαπωνέζοι θα είχαν κάνει, μετά βεβαιότητας, χαρακίρι. Οι γενναίοι Κρητικοί άνδρες όμως, πώς αντέδρασαν; Σιωπώ, οργισμένος. Μετά, οι γυναίκες πήγαν στο σημείο που είχαν εκτελεστεί οι άντρες τους. Το κλάμα και τα βογγητά είχαν πια κοπάσει. Τα δάκρυα είχαν στερέψει, αφού είχαν σκάψει ανεξίτηλα αυλάκια στα πρόσωπά τους. Η μητέρα μου είχε πάθει σοκ. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τα γεγονότα, την πραγματικότητα. Η αδελφή μου δεν ήταν ακόμη ούτε δέκα μηνών και θήλαζε. Όμως δυστυχώς από το σοκ που είχε πάθει η μητέρα μου, είχε διακοπεί η ροή στο γάλα της. Όταν κόπασαν τα πολυβόλα, οι γυναίκες άρχισαν να μαζεύονται στο χώρο της εκτέλεσης. Η μητέρα μου σοκαρισμένη, στεκόταν χαμένη μπροστά στο σωρό των πτωμάτων, ανίκανη για οποιαδήποτε ενέργεια. Η θεία μου Άννα, λόγω του χαρακτήρα και των εμπειριών της, ήταν περισσότερο ψύχραιμη. Άφησε τη μητέρα μου να καθίσει στη σκιά ενός δέντρου μαζί με εμένα, δίχρονο αγόρι τότε, και την αδελφή μου μωρό. Καμιά γυναίκα του χωριού δεν ήταν διαθέσιμη για να κρατήσει τα παιδιά. Όλες είχαν ένα, δύο, ή και τρεις νεκρούς να περιθάλψουν. Έτσι βρεθήκαμε και εμείς, μικρά παιδιά, μπροστά στο μακάβριο θέαμα των σκοτωμένων πατεράδων, την αναγνώριση και την μεταφορά των νεκρών κουφαριών τους. Οι Γερμανοί είχαν στήσει τους μελλοθάνατους μπροστά από έναν «δέτη», ξερολιθιά, τους πυροβολούσαν και μόνοι τους, ή κατόπιν με τη βοήθεια των Γερμανών, έπεφταν κάτω από τον πέτρινο τοίχο. Έτσι το πεδίο εκτέλεσης έμενε ελεύθερο για τα επόμενα θύματα. Κάποιοι ψύχραιμοι, την ώρα της εκτέλεσης, λίγο πριν φτάσει σ’ αυτούς η ριπή των πολυβόλων, πήδησαν κάτω από το φράχτη ή κάποιοι άλλοι, τυχεροί, απλώς πληγώθηκαν, και έπεσαν ζωντανοί πάνω στο σωρό των πεθαμένων. Έτσι κάποιοι, λίγοι βέβαια αριθμητικά, από οξυδέρκεια ή από τύχη σώθηκαν. Η θεία μου Άννα ξεχώρισε τον πατέρα μου ανάμεσα στους νεκρούς από τις κάλτσες του, αφού ήταν πλακωμένος από πολλά άλλα πτώματα. Η θεία Άννα, με τη δύναμη που αποκτά κανείς όταν δεν έχει άλλη επιλογή, (όταν η επιλογή είναι μονόδρομος) ανέβηκε πάνω στο σωρό των πεθαμένων, μαζί με μια γυναίκα του χωριού και τη βοήθεια της νύφη της. Η γυναίκα είχε χάσει τον άντρα και το γιο της, τον άντρα της νεαρής γυναίκας, που τώρα τη βοηθούσε στον εντοπισμό των νεκρών τους. Η θεία μου Άννα, μαζί με την άλλη γυναίκα ανέβηκαν πάνω στο σωρό των σκοτωμένων ανδρών, η τρίτη γυναίκα τους βοηθούσε σέρνοντας για να διαχωρίσουν τα πτώματα. Από το κλάμα και τις κακουχίες αδύναμες, οι τρεις γυναίκες δεν είχαν βάλει μπουκιά στο στόμα για τρεις μέρες, καταβάλλοντας όση δύναμη μπορούσαν, σηκώνοντας και σέρνοντας τα πτώματα, προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τα άψυχα σώματα, συχνά εύσωμων ανδρών. Πολλές φορές γλιστρούσαν πάνω στο νωπό ακόμη αίμα και τα μυαλά των νεκρών, έπεφταν πάνω στα πτώματα, ήταν γεμάτες αίμα και μυαλά ανθρώπων. Οι σκηνές δεν ήταν τραγικές, ήταν μακάβριες. Τελικά ξεχώρισαν τους νεκρούς τους. Το επόμενο βήμα ήταν το ίδιο δύσκολο. Ο πατέρας μου ήταν σχεδόν δίμετρος. Πώς να σηκώσουν δυο γυναίκες ένα δίμετρο άντρα? Τη λύση την έδωσε πάλι η θεία μου. Πήγαν σπίτι και «ξεμασκούλωσαν» την εξώπορτα. Σηκώνοντας, δηλαδή, το ένα φύλλο της εξώπορτας, το απέσπασαν από τους μεντεσέδες της πόρτας και το ελευθέρωσαν. Έσυραν, μετά, το εξώφυλλο της πόρτας με το πτώμα μέχρι το σπίτι. Μακάβρια πομπή: Δυό γυναίκες να σέρνουν έναν νεκρό σε ένα φύλλο πόρτας, μια τρίτη να ακολουθεί με ένα μωρό στην αγκαλιά της και ένα δίχρονο αγόρι να τις ακολουθεί. Τον πήγαν αρχικά στο σπίτι που έμεναν. Έπρεπε να περιποιηθούν το νεκρό, πριν την ταφή του, όπως είναι έθιμο από την εποχή του Ομήρου.
Image
Εκεί ξαπλωμένο στο σπίτι που μέναμε, εγώ ζητούσα επίμονα τον «μπαμπά μου». Η πικραμένη εξουθενωμένη θεία μου, και με ανύπαρκτη λογική σκέψη όπως παραδέχτηκε χρόνια αργότερα, εκνευρισμένη μου απαντά: «Αυτός είναι ο μπαμπάς σου». Εγώ απαντώ: «Όχι αυτός ο μπαμπάς, ο άλλος, ο όρθιος». Ήμουν 2 ετών, 2 μηνών και 14 ημερών. Χρόνια αργότερα, στην παιδική και προεφηβική ηλικία σε κατάσταση λήθαργου, πριν τον ύπνο μου, έβλεπα την εικόνα του πατέρα μου, ξαπλωμένου στο πάτωμα, μέσα στο δωμάτιο που τον είχαν τοποθετήσει νεκρό».
Όταν συνάντησα τον γιο του αθάνατου μουσουργού Στάθη Μάστορα, τον Μιχάλη Μάστορα, έναν ανθεκτικό ώριμο άνδρα που επαγγέλλεται χάρη στους κόπους της μητέρας του ηλεκτρολόγος μηχανολόγος σπουδαγμένος στη…Γερμανία, του είπα ότι χαιρετίζω, στον ογδοντάχρονο που έχω μπροστά μου, τον μικρό Λίλη εκείνων των δύο του χρόνων. Και του ζήτησα να με βοηθήσει να σηκώσουμε όρθιο τον πατέρα του.
Συνάντησα έναν εύχαρι καλοσυνάτο άνθρωπο, που του έμοιαζε πολύ στο ύψος και στην όψη - και γεμίζαμε με ψυχικό σθένος όση ώρα μιλούσαμε για εκείνον. Έναν Στάθη Μάστορα, που έζησε και το ζενίθ και το ναδίρ των πενήντα του χρόνων.
Χάρη στην Ελπίδα Χλειουνάκη, μια ανιψιά της γυναίκας του Μάστορα, που συνέχιζε να της στέλνει γράμματα με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα, η μητέρα του η Μαργαρίτα δεν έμαθε ποτέ, μέχρι που πέθανε το 1949, το τραγικό τέλος του γιου της που και η ίδια άθελά της είχε προκαλέσει.
Και για να ξεφύγουμε για μια στιγμή από τους θανάτους του 1943, ας δούμε στη σελίδα 48 του βιβλίου της Μαρίας Χλειουνάκη-Μαστρογιωργάκη που είχε τίτλο «Μνήμες πάνω απ’ τη Βιάννο», σε εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, μια άλλη αναφορά στον Στάθη Μάστορα: «Τα έτη 1920-1938 ήταν τα χρυσά χρόνια της Βιάννου. Παρήγαγε πολιτισμό με τη δημιουργία προοδευτικών συλλόγων. Συνεργάτης στους συλλόγους
και σε όλη αυτή την πρόοδο ήταν ο καθηγητής Ευστάθιος Μάστορας - που με την ευαισθησία του και με την καλλιτεχνική του πληθωρικότητα σε πολλούς τομείς, μα και
να γράφει με την ικανότητα που τον διέκρινε, ύμνησε τις ομορφιές του χωριού…».
Το 2012 κάποιοι παράγοντες της Βιάννου δημιούργησαν μια μεικτή Χορωδία τραγουδιού με μαέστρο τον Άρη Σφακιανάκη. Οι άνθρωποι που είχαν αυτή την ιδέα, ήταν κάποια μέλη του Βλαχάκειου Πνευματικού Κέντρου, ο μουσικός Γιάννης Πετράκης και ο δημοσιογράφος Μανώλης Σπανάκης. Χωρίς δεύτερη σκέψη, συναποφασίστηκε η Χορωδία να ονομαστεί «Στάθης Μάστορας». Τον μαέστρο Άρη Σφακιανάκη διαδέχθηκε ο Ορέστης Κουσαθανάς, που από τον Σεπτέμβριο του 2017 έχει την ευθύνη της διδασκαλίας και της χορωδιακής διεύθυνσης στις συναυλίες. Η Χορωδία Βιάννου «Στάθης Μάστορας», μετά από πρόταση του δημάρχου Παύλου Μπαριτάκη και ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου περιήλθε και λειτουργεί με ευθύνη και χρηματοδότηση του Δήμου Βιάννου.
*Το αφιέρωμα στον Στάθη Μάστορα του Θανάση Γιαπιτζάκη έχει δημοσιευτεί στο Creta Live