Τα σκιάχτρα στην Κρήτη


Ο κόσμος της αγροτιάς, πάντα είχε σοβαρά προβλήματα από διάφορα άγρια πουλιά, όπως σπουργίτια κοράκια κλπ, όταν έβαζαν τα σιτηρά τα μποστανικά και τα κηπικά τους.
Όταν η σοδιά πλησίαζε στην ώρα της να μαζευτεί, τότε ορμούσαν σμήνη σπουργιτιών, σμήνη κοράκων ή περιστεριών, και όχι μόνο και την έτρωγαν ή την κατέστρεφαν!
Καταρήμαζαν λοιπόν τη σοδειά, και πολλές φορές δεν έβγαζαν τίποτα για να πάνε στο σπίτι!
Έτσι σκέφτηκε ο απλός λαός διάφορες λύσεις για να τρομάζουν τα πουλιά, και να μην πλησιάζουν καν το κτήμα τους!
Με την πέτρα
Σε πολλά χωριά της Κρήτης όπου έβαζαν μποστάνια με καρπούζια, πήγαιναν τα κοράκια και τα τρυπούσαν, και όσα είχαν ωριμάσει, τα άδειαζαν εντελώς από μέσα, κι αυτό γινόταν σε όλα τα καρπούζια, και άφηναν μόνο τα καυκιά!
Πάει ας πούμε ο πατέρας με το παιδί του να δουν αν γκινωθήκανε οι καρπούζες τους το υπαίθριο ημιορεινό μποστάνι τους, και κάποια στιγμή φωνάζει το παιδί:
-Μπαμπά, επαέ μια καρπούζα είναι τρυπημένη!
-Ο κόρακας παιδί μου την ε τρύπησε! Οι κοράκοι να κατέχεις γνωρίζουνε πολύ καλά, πχοιές καρπούζες είναι γκινωμένες, και πάνε και τσι τρυπούνε!
-Και εδά ήντα θα κάμωμε εδά μπαμπά; Θα μας τσι φάνε ούλες;
-Βάλε παιδί μου απάνω σε κάθε γερή καρπούζα από μια πέτρα, και ο κόρακας που θα τη νε δει, τη φοβάται και δεν θα την ε πλησιάζει! Μα και να πλησιάσει, θα πέσει η πέτρα και τότε θα φοβηθεί και θα φύγει!
Πράγματι η λύση με την πέτρα ήταν αποτελεσματική, και τότε όλοι το γνώριζαν εκείνα τα χρόνια.
Με τα ντενεκάκια
Πολλές φορές, τα σπουργίτια έκανα ζημιά ακόμα και στον ανθό του φυτού! Μπορούσαν για παράδειγμα να ορμήσουν σε ένα περιβόλι, ακόμα και με τρία τέσσερα στρέμματα φασολιές την περίοδο της ανθοφορίας, μπορούσαν τα σπουργίτια να καταστρέψουν ολόκληρη τη σοδειά, τρώγοντας όλο τον ανθό! Τι έκαναν λοιπόν σε αυτήν την περίπτωση; Έστελναν τα παιδιά τους να πάνε να τους βρουν πολλά ντενεκάκια και κάμποσα καλάμια. Έστηναν τρεις ή τέσσερις σειρές καλάμια όρθια, και κάθετα σε όλο το χωράφι, και κάθε σειρά την ένωναν με ένα τέλι στο επάνω μέρος! Επάνω στην κάθε σειρά και επάνω στο τέλι, κρεμούσαν περίπου είκοσι άδεια ντενεκάκια, που το κάθε ένα είχε μέσα μια μικρή πέτρα, περίπου όσο ένα αυγό περιστεριού! Όταν τέλειωναν με όλες τις σειρές, τότε τις ένωναν από το κέντρο τους, όλα τα τέλια δηλαδή και κάθετα, με ένα άλλο τέλι, που κατέληγε κάπου σε ένα δένδρο που είχε σκιά, και εκεί συνήθως είχαν μια καλύβα, ή μια πρόχειρη κατασκευή για ίσκιο, για να κάθονται τα μεσημέρια να τρώνε. Υποχρέωση του παιδιού ήταν, κάτω από το δένδρο αυτό, πότε - πότε να τραβά δυνατά το τέλι, και να κουνιούνται έτσι όλα τα ντενεκάκια! Αυτά φυσικά γινόταν όλα κάτι σαν κουδουνίστρες, και έτσι τρόμαζαν τα σπουργίτια και έφευγαν μακριά! Αν δεν το έκαναν αυτό, σοδιά δε επρόκειτο να πάρουν!
Η μέθοδος με τα ντενεκάκια, χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, σε σιτοβολώνες, σε σισαμιώνες, σε ρεβυθιώνες, σε αρακάδες, και όπου ο κάθε ένας έβλεπε επιδρομές άγριων πουλιών στο χωράφι του! Πολύ πραχτική πλην αποτελεσματική η μέθοδος αυτή με τα ντενεκάκια , που ήταν στην ουσία άδεια κουτιά «του γαλάτου» όπως τα αποκαλούσαν τα κουτιά γάλακτος νουνού ή νουτρίτσια , ή «του καλαμαριού» που περιείχαν βραστό καλαμάρι το οποίο τηγάνιζαν ή το έκαναν γιαχνί με πατάτες, ή το κουτί «του σαλμού» , που περιείχαν μέσα σολομό με κόκκινη σάλτσα, ένα προϊόν που παρόμοιο δεν βρίσκουμε σήμερα στα σούπερ μάρκετ.
Με το σκιάχτρο
Πολύ αποτελεσματική ήταν και μια τρίτη πλην σπουδαία μέθοδος, εκείνη του σκιάχτρου! Όλοι εμείς που ζήσαμε σε χωριά, έτυχε πολλές φορές να δούμε σκιάχτρα στην εξοχή, κυρίως σε μποστάνια, σε σιτοβολώνες ή οπουδήποτε υπήρχε σοδειά που την κατέστρεφαν τα άγρια πουλιά ή τα περιστέρια.
Το σκιάχτρο από μόνη της η λέξη σημαίνει κάτι άσχημο και αποκρουστικό, δηλαδή κάτι που σε φοβίζει! Για αυτό καμιά φορά που ρωτούσαν για την μέλλουσα νύφη αν ήταν όμορφη, ενίοτε απαντούσαν πως «είναι σαν σκιάχτρο», εννοώντας κακάσχημη!
Πολλές φορές ακόμα και τα μικρά παιδιά φοβόταν ένα σκιάχτρο, και δεν περνούσαν από κοντά του, κι αν περνούσαν απόφευγαν να το κοιτάνε! Για αυτά ήταν κάτι σαν μπαμπούλας! Έτσι και το κατασκευασμένο σκιάχτρο, ήταν το κλασσικό φόβητρο των πουλιών, και όταν το έβλεπαν το περνούσαν για άνθρωπο και δεν πλησίαζαν!
Συνήθως ο πατέρας έστελνε τα παιδιά του να πάνε στον κάμπο και να βρουν τα απαραίτητα υλικά για να του φτιάξουν το σκιάχτρο τους! Μπορούσαν να φτιάξουν ένα δύο ή και περισσότερα σκιάχτρα! Αυτή ήταν μια δουλειά ιδιαίτερα αρεστή στα παιδιά! Έπαιρναν ένα παλιό παντελόνι του πατέρα τους και ένα πουκάμισο, και πήγαιναν στον κάμπο για να βρούνε μαλακά φυτά να τα γεμίσουν.
Τα πιο κατάλληλα υλικά ήταν τα φύλλα από το φυτό λάχαρη, κι αν δεν υπήρχε τότε έβρισκαν αφράτα, ήταν κάπως πιό στενά τα φύλλα τους, και ήταν αυτά που έφτιαχναν και τις καρέκλες. Μονάχα στην περίπτωση που δεν υπήρχαν ούτε αυτά, τότε μπορούσαν να τα γεμίσουν με άχυρο! Γέμιζαν τις αποδαριές (μπαντζάκια ) του παντελονιού, και έφτιαχναν έτσι τα πόδια, μετά όλο το παντελόνι και μετά το πουκάμισο με τα μανίκια. Τέλος στερέωναν το σκιάχτρο πίσω στην πλάτη με ένα καλάμι ή όρθιο ξύλο, που το κρατούσε όρθιο και καρφωμένο καλά στο έδαφος να μην το ρίξει κάτω ο αέρας. Το σκιάχτρο τους σαν τελείωνε, το έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι και το έστηναν κάπου σε εμφανές σημείο να το βλέπουν τα πουλιά και να φοβούνται να πλησιάσουν!
Στην Κρήτη βέβαια μια παρόμοια κατασκευή σκιάχτρου, με ρούχα γεμισμένα με άχυρα, χρησιμοποιείται και σήμερα ακόμα, και για να παριστάνει τον Ιούδα, που στο τέλος τον έκαιγαν και αυτόν μαζί με τα ξύλα επάνω στην πυρά την Μεγάλη Ανάσταση, όταν αναφωνούσε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη»!
Μια πιο πρόχειρη πάντως κατασκευή σκιάχτρου, ήταν να γίνει ένας σταυρός με καλάμια ή λεπτά ξύλα, και να την ντύσουν απλά με παντελόνι και πουκάμισο, χωρίς να γεμίσουν με κανένα υλικό πουκάμισο και παντελόνι, και είχε τα χέρια οριζόντια. Το σκιάχτρο του βέβαια ο κάθε ένας το έφτιαχνε και το έντυνε όπως ήθελε, και αν ήθελε του έβαζε και καπέλο στο κεφάλι για πιο καλή ομοιότητα με άνθρωπο!
Η διαφορετική ζωή των παιδιών κάποτε στα χωριά της Κρήτης
Ο τρόπος ζωής κάποτε στα χωριά, ήταν εντελώς διαφορετικός από ότι σήμερα. Οι συνήθεις μικρών και μεγάλων κινιόνταν σε άλλους ρυθμούς, και σε άλλες αντιλήψεις, κυρίως απαρχαιωμένες.
Ο μαθητής ας πούμε φοβόταν εκτός από τους γονείς του, και τον δάσκαλο ή τη δασκάλα του επίσης. Τα παιδιά τρόμαζαν, διότι αν δεν υπάκουαν, θα έτρωγαν άγριο ξύλο στα χέρια από τους δασκάλους, και μετά αργά θα τις έτρωγε και από τον πατέρα τους!
Θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα, όπως μας το διηγήθηκε ο κος Μανώλης Καραταρακης, που μας έδωσε και τις περισσότερες πληροφορίες για το θέμα μας.
Δασκάλα κάποτε στο χωριό Πετροκεφάλι Δήμου Φαιστού, ήταν την δεκαετία του ‘50 η κυρία Ειρήνη, σύζυγος του γιατρού Μιχελινάκη.
Αυστηρή δασκάλα, αλλά δεν ανεχόταν ποτέ τι κοπάνες από το σχολείο, χωρίς σοβαρό λόγο!
Η δασκάλα είχε ένα περιστερώνα στην ταράτσα του σπιτιού της , και θα είχε πάνω από 500 περιστέρια! Όμως πήγαιναν τα κοράκια και έτρωγαν τα κορμάκια, δηλαδή τα νεογέννητα περιστεράκια. Είπε λοιπόν μια μέρα στα παιδιά, να σκοτώνουν όπου βρούνε τα κοράκια! Είτε με τις σφεντόνες τους είτε με πέτρες!
Τρία παιδιά όμως για να την ευχαριστήσουν, έκαναν την επαύριον κοπάνα από το σχολείο τους, και έπιασαν όλη την περιοχή όπου υπήρχαν ψηλά πλατάνια με κορακοφωλιές, και μάζευαν τα αυγά τους. Ο Δημήτρης βρήκε 15 αυγά, ο Μανώλης σαν πιο ευλύγιστος ανέβαινε και στο ψηλότερο κλαρί και μάζεψε 30 αυγά και ο Στέλιος μάζεψε 12 νεογέννητα κορακάκια!
Κατενθουσιασμένα πήγαν το επόμενο πρωί στην τάξη, και προτού έρθει η δασκάλα, τα τοποθέτησαν στην έδρα επάνω!
Σαν ήρθε η κυρία Ειρήνη η δασκάλα, βλέπει όλα αυτά, και λέει σε κάποιο παιδί, προφανώς σε ένα καλό και υποδειγματικό για την τάξη:
-Πήγαινε παιδί μου να μου φέρεις δέκα βίτσες ρογδένιες!
Πάει το παιδί και τις φέρνει, και τις ακουμπά επάνω στην έδρα!
Μετά σηκώνεται ορθια η δασκάλα, καιάρχισε να ρωτά:
-Ποιό παιδί έφερε αυτά εδώ τα αυγά σε αυτό εδώ το κουτί;
-Εγώ κυρία! Είπε ο Δημήτρης!
-Και πόσα είναι παιδί μου;
-Δεκαπέντε κυρία!
-Άνοιξε τώρα τα χέρια σου! ‘Οχι έτσι! Με την παλάμη προς τα κάτω!
-Πάρε τώρα 15 ξυλιές!
-Ετούτα δω τα αυγά ποιος τα έφερε;
-Εγώ κυρία! Είπε και το Μανωλιό!
-Και πόσα είναι;
-Τριάντα κυρία!
-Άνοιξε τα χέρια σου και συ από την ανάποδη! Πάρε και συ τριάντα ξυλιές!
-Αυτά τα πουλάκια πάλι, ποιο παΐδι τα έφερε;
-Εγώ κυρία! Εφώναξε και ο Στέλιος από το θρανίο του!
-Και πόσα είναι Στέλιο τα πουλάκια;
-Δώδεκα κυρία!
-Άνοιξε δα και συ τα χέρια σου! Εσύ επειδή έπιασες πουλάκια, θα φας 24 ξυλιές!
Δεν είναι μονάχα που έφαγε τις 24 ξυλιές, το έριξε κάτω και το τσαλαπατούσε, κλοτσώντας το!
Πολλοί δάσκαλοι δυστυχώς όλες τις δεκαετίες μέχρι το ‘70 περίπου, είχαν και την μέθοδο της κλωτσιάς, εκτός από την βίτσα, στο παιδαγωγικό τους σύστημα!
Εδώ βέβαια, θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος, πως σκάφτηκε η δασκάλα αυτή, που αντί να δείρει τα τρία παιδιά, έπρεπε να τα επιβραβεύσει που την απάλλαξαν από ένα σοβαρό αριθμό μελλοντικών κοράκων, που έτρωγαν τα κορμάκια στον περιστερώνα της;
Εν τούτοις εκείνη δεν το είδε έτσι. Δεν ήθελε αυτό να γίνει εν ώρα μαθημάτων, και για αυτό και τα τιμώρησε!
Άστο δα πως το ίδιο βράδυ τις έφαγαν και από τον πατέρα τους, που δεν υπάκουσαν τις εντολές της δασκάλας τους, να μην κάνουν ποτέ κοπάνες εν ώρα μαθημάτων!
(Ευχαριστούμε τον πρώην πρόεδρο Πετροκεφαλίου τον κ Καραταράκη Μανώλη, για τις σπουδαίες πληροφορίες του σχετικά με το σημερινό μας θέμα, από τις εμπειρίες του
Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης