Τα λιοτρίβια της Βιάννου
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’40, τα ελαιοτριβεία στην Άνω Βιάννο ήταν δύο.
Το ένα ήταν του Συνεταιρισμού στο Βράσκο και το άλλο ήταν των Τσαγκουρνήδων, στα ενετικά κτίσματα, δίπλα στην Παναγία τη Λιονταριανή.
Πριν λειτουργήσουν τα ελαιουργεία στη μορφή αυτή, υπήρχαν οι φάμπρικες, του Γιάννη Πλαντζουνάκη, στο Σωρό της Βιάννου, του Δημήτρη Παπαδημητράκη (Κνεκνέ) στην Πλάκα, του Μανώλη Πανακάκη επίσης στην Πλάκα και του Χαρίδημου Γουρνιεζάκη (Ματαράγκα) στο Λουτράκι. Θυμάμαι τους εργάτες να κουβαλούν τις ελιές από τα σπίτια στις πλάτες τους! Με τα χέρια επίσης κουβαλούσαν και το λάδι στους γαζοτενεκέδες, κρατώντας σε κάθε χέρι κι από μια γαζοτενέκα. Τις πέτρες για να αλεστούν οι ελιές, τις γύριζαν μουλάρια και προκειμένου να μην σταματούν υπήρχε ένας εργάτης που γύριζε μαζί τους, ώστε να τα κυνηγά!
Παρά τις φτώχειες των εποχών οι άνθρωποι είχαν αισθήματα. Όταν κάποιος άλεθε τις ελιές του, κουβαλούσε στη φάμπρικα διάφορους μεζέδες, όπως λουκουμάδες, μυζηθρόπιτες, ενώ οι πιο ευκατάστατοι έφερναν λουκάνικο ή κρέας και οπωσδήποτε κρασί και ρακί. Εκεί δίπλα στο φούρνο που άναβε συνέχεια για να έχει ζεστό νερό και να θερμαίνουν τα πιεστήρια, υπήρχε ένα τραπέζι και μαζί με τα υπόλοιπα καλούδια, βγάζανε και τις οφτές πατάτες και γίνονταν ωραίες παρέες. Όση ώρα έβγαινε το λάδι, το αφεντικό κερνούσε ακόμη και τσιγάρα! Έτσι κι αλλιώς η δουλειά στα ελαιουργεία είναι δύσκολη, ακόμη και στα σημερινά με τα σύγχρονα μηχανήματα. Πόσο μάλλον σ’ εκείνα του περασμένου αιώνα, τα οποία ήθελαν περισσότερα εργατικά χέρια, αλλά κυρίως, ήθελαν δυνατούς άντρες. Αυτό βέβαια, είχε σχέση και με το πόστο. Οι μεταγωγικοί λ.χ. είχαν ιδιαίτερα δύσκολη δουλειά. Ήταν αυτοί που με τα μουλάρια κουβαλούσαν τα σακιά με τις ελιές και τις ντενέκες με το ελαιόλαδο. Τα χρόνια εκείνα οι ελιές λιχνίζονταν στα λιόφυτα και μεταφέρονταν από τους ιδιοκτήτες στο σπίτι, όπου τις άδειαζαν σε κάποιο δωμάτιο για να χωνέψουν, αλλά και για εξοικονόμηση τσουβαλιών, που τότε ήταν δυσεύρετα. Από εκεί λοιπόν τις σάκιαζαν οι μεταγωγικοί, τις φόρτωναν στα μουλάρια και τις μετέφεραν στο εργοστάσιο. Ακόμη δυσκολότερα ήταν όταν το λάδι μεταφερόταν με τ’ ασκιά, τα οποία γλιστρούσαν. Δύσκολο ήταν και το πόστο των πετράρηδων, εκείνων δηλαδή που εργάζονταν στην πέτρα, εκεί όπου αλεθόταν ο καρπός. Ακόμη στα πιεστήρια ή πρέσα, όπου εκτός από τη δύναμη ήθελε και μεγάλη μαστοριά. Επίπονο πόστο είχαν και οι μποξαδιαστάδες, οι οποίοι, εκτός του ότι ήταν δυνατοί, έπρεπε να έχουν και γρήγορα χέρια. Στην παρούσα έρευνα, δεν θα ασχοληθούμε τόσο με τον τρόπο επεξεργασίας της ελιάς, όσο μ’ εκείνους που δούλεψαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια για να παραχθεί το λάδι.
Στο ελαιουργείο των Τσαγκουρνήδων δούλεψαν πολλοί Λουτρακιανοί, αλλά και Βιαννίτες, όπως ο Μανώλης Ραπτάκης (Πανάγος) και ο Μανώλης Κοτσιφάκης, που όταν κάποτε έπαθε υπερκόπωση, τον αντικατέστησε επάξια η γυναίκα του, η Άννα ή Μερκανιά, η οποία, φόρεσε τον τσούπο για πουκάμισο και δούλευε καλύτερα κι από άντρα! Μάλιστα την ώρα της δουλειάς, αντί να μεμψιμοιρεί και να παραπονάται διασκέδαζε την υπόλοιπη εργατιά με τα αστεία και τα καλαμπούρια της.
Ο τότε διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Βιάννου, Περάκης, έστειλε στα παιδιά της Μερκανιάς που σπούδαζαν στην Ακαδημία ένα γράμμα με τις ακόλουθες μαντινάδες:
Να αγαπάς τη μάνα σου,
σου το ζητώ για χάρη
γιατί για σένα έκαμε
σκληρά το φαμπρικάρη
Να αγαπάς τη μάνα σου
σαν την Αγία Άννα
στον κόσμο δεν εβρέθηκε
ακόμη τέτοια μάνα
Στο ίδιο εργοστάσιο δούλεψε και ο αδερφός της, ο Μανώλης Αγαπάκης (Νταής). Το εργοστάσιο του Συνεταιρισμού ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο και διέθετε τρία πρέσα. Για την καλύτερη λειτουργία του ελαιουργείου υπήρχε το διοικητικό συμβούλιο που το αποτελούσαν οι: Νίκος Κατσαράκης, Νίκος Μεταξάκης, Ιωάννης Κονδυλάκης (δικηγόρος), Λουλάκης Πολυχρόνης και Λουλάκης Αρίσταρχος. Γραμματέας ήταν ο Αλέξανδρος Αγαπάκης και διευθυντής ο Νίκος Κατσαράκης και αργότερα και για πολλά χρόνια ο αξέχαστος Μανώλης Ηγουμενίδης. Τα μηχανήματα τα συντηρούσε ο αλησμόνητος Μίμης Κοκολάκης, γνωστότερος και ως «Μηχανικός». Οι εργάτες που δούλεψαν εκεί ήταν όλων των ηλικιών. Από ‘κει πέρασαν ο Μιχάλης Ραπτάκης (Κυνηγού), ο Γιώργης Παπαγιαννάκης (Κουνενός), ο Νίκος Αγαπάκης (Μπαγκόλας), ο Γιάννης Κοτσυφάκης (Γιαγκουλιό), ο Γιώργος Μαράκης, ο Γιώργης Σινάκης, ο Κωστής Ζαϊμάκης, ο Μύρος Κουτρουμπάκης, ο Γιώργης Γουρνιεζάκης (Μαθεάκι) και ο αδερφός του ο Μανώλης, ο Δημήτρης Γρυλιωνάκης, ο Δημήτρης Πετράκης (Μουλαΐμης), ο Μανώλης Γελασάκης (Πιότης), ο Δημήτρης Ραπτάκης (Δημητράκι), ο Χαράλαμπος Κορνιλάκης, ο Χαρίδημος Πετράκης, ο Δημήτρης Αγαπάκης (Στάλης), ο Κωστής Γελασάκης, οι Μανώλης και Γιώργης Μπιτσακάκης, ο Αντώνης Δοργιάκης, ο Αντώνης Τζωρτζάκης, ο Μανώλης Αγαπάκης (Νταής), ο Γιάννης Βερβελάκης, ο Μανώλης Καραγιωργάκης (Αραπομανώλης), ο Γιάννης Καραγιωργάκης (Γαργαλιά), ο Κωστής Πετράκης, οι Νίκος, Μιχάλης και Κωστής Κοκοτάκης, ο Νίκος Γουρνιεζάκης (Ντιχαλοβεργάς) και ο Δημήτρης Κολιοραδάκης (Φιόγκος). Υπήρχαν εποχές που ήταν τόσο καλή η βεντέμα (σοδειά), ώστε έπρεπε να δουλεύει ασταμάτητα μέχρι και 36 ώρες! Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι οι εργάτες τότε ήταν πολύ αγαπημένοι και μονιασμένοι και υποστηρίζονταν μεταξύ τους. Κάποτε ο πατέρας μου έκαμε για λίγες ώρες στάση, αφού δεν άντεχε την κούραση και τον έδιωξαν. Τότε όλοι οι μεταγωγικοί σταμάτησαν τη δουλειά, έκαμαν δηλαδή στάση εργασίας και επέστρεψαν μόνο αφού επέστρεψε και ο πατέρας μου στη δουλειά!
Στη μνήμη όσων έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά και προς τιμή των επιζώντων αφιερώνω τους παρακάτω στίχους:
Πριν πάθω κάτι στο μυαλό
τη λογική να χάσω
από τις αναμνήσεις μου
τις πι’ όμορφες θα γράψω
Μέσα στο συνεταιρισμό
στα ελαιοτριβεία
που ’χε το Βράσκο σύνορο
την παγωνιά, τα κρύα
Τους τσούπους για πουκάμισα
βάζανε στο κορμί τους
το κρύο επερόνιαζε
μέχρι και την ψυχή τους
Με το χειμώνα, τη βροχή
και με το κοκοσάλι
εφορτοξεφορτώνανε
τα ασκιά γεμάτα λάδι
Τη μέρα φέρνανε τσ’ ελιές
τη νύχτα πηαίναν λάδι
εις του Σωρού τσ’ ανηφοριές
μες στο πυκνό σκοτάδι
Στα κακοτράχαλα στενά
και στα πυκνά σκοτάδια
μες στα πηλά τα πόδια τους
και τρύπια τα στιβάνια
Ο Χαραλάμπης απ’ το Σωρό
του Κορνιλομανώλη
ήτανε δυνατό παιδί
και τον θαυμάζαν όλοι
Με μπέτες από σίδερο
και μπράτσα από ατσάλι
φόρτωνε και ξεφόρτωνε
του Κυνηγού ο Μιχάλης
Ακολουθούσε το θεριό
του Κουνενού ο Γιώργης
και με μεγάλη προκοπή
του Μπίστη ο Μανώλης
Ο Στάλης πάντα δυνατός
και ο Παναγιαννάκης
και ο γαμπρός του Γιαγκουλιού
ο Δημήτρης ο Ραφτάκης
Στο πρέσο είν’ το Γιαγκουλιό
με μαστοριά μεγάλη
να συντονίζει τα πανιά
να μη χυθεί το λάδι
Στα τρία πιεστήρια
ακολουθούσαν κι άλλοι
που είχαν χέρια δυνατά
και μπόρεση μεγάλη…
Υ.Γ. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για τις όποιες παραλήψεις, οι οποίες δεν είναι σκοπούμενες. Μένει να γραφτούν ακόμη πολλά, αφού το θέμα είναι ανεξάντλητο. Ας μη λησμονούμε ότι η καλλιέργεια της ελιάς μέχρι και την παραγωγή του λαδιού ήταν ταυτόσημα με τους Βιαννίτες. Επιφυλάσσομαι λοιπόν να επανέλθω και να αναφέρω επιπρόσθετα στοιχεία.
Κεντρική φωτογραφία:
Όρθιοι από αριστερά: Γιάννης Κοτσιφάκης (Γιαγκουλιό), Γιώργος Μαράκης, Κωστής Ζαϊμάκης, Νικόλαος Αγαπάκης (Μπαγκόλας), Γιώργης Σινάκης
Κάτω: Μίμης Κοκολάκης, Μύρος Κουτρουμπάκης και Γιώργης Γουνριεζάκης. Κάποιοι από αυτούς εργάζονται ξυπόλυτοι!
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου
Οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο Μανώλη Σπανάκη