Στα «Γρουσουζάδικα»: Η ζωή και οι άνθρωποι στο στενό με τα μαγέρικα και τις ψησταριές
Μέσα σ' αυτό το στενό ξεφύτρωνε η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, το φιλότιμο χωρίς την σημερινή ακραία εκμετάλλευση στην σκληρή μάχη του κέρδους.
Γυρνώ τον χρόνο πίσω και πάω στο γραφικό αυτό μικρό σοκάκι του Ηρακλείου ,τα «Γρουσουζάδικα».
Ένα σοκάκι που είναι δεν είναι 60 δρασκελιές όλο κι όλο το μήκος του, μια γωνιά της πόλης που άφησε την δική της ιστορία και που ακόμα την συνεχίζει αλλά όχι ακριβώς με την ίδια όπως παλιά πορεία, καθώς πολλά άλλαξαν στον χρόνο .
Δεν ξέρω από πότε ακριβώς κουβαλά την ονομασία «Γρουσουζάδικα» το στενορύμι αυτό η οδός Θεοδοσάκη Φωτίου που ενώνει την παλιά αγορά της 1866 με την μικρή Έβανς, αλλά φαντάζομαι όμως το γιατί την πήρε αρχικά αυτήν την ονομασία και που συνεχίζει να ακολουθεί ως σήμερα σαν βαπτιστικό όνομα .
Το πρώτο μαγαζί
Λένε ότι την δεκαετία του 1920 με την εγκατάσταση του μεγάλου κύματος των προσφύγων ξεκινά και αυτουνού η ζωή του με την ίδρυση του πρώτου μαγαζιού-μαγέρικου εκεί από τον Μικρασιάτη Γιακουμή .
Μεγάλη φτώχεια στα χρόνια αυτά μετά την Μικρασιατική καταστροφή στο Ηράκλειο, δύσκολη και η επιβίωση, δύσκολο και το ρίζωμα των προσφύγων στην πόλη του Ηρακλείου με ελλείψεις σε στέγη και ανεργία.
Δουλειές του ποδαριού οι περισσότεροι μέσα σε δύσκολες συνθήκες, στον αγώνα για ένα κομμάτι ψωμί.
Μέσα σ ‘αυτά όμως ξεφύτρωνε η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, το φιλότιμο χωρίς την σημερινή ακραία εκμετάλλευση στην σκληρή μάχη του κέρδους.
Γυρνάμε πάλι στο στενοσόκακο μας αυτό το χωμάτινο στενορύμι που σιγά σιγά στον χρόνο γεμίζει με μαγειρικά και γίνεται το καταφύγιο του κάθε φτωχοπεινασμένου .
Είτε ξένος ήταν αυτός είτε ντόπιος, εδώ θα έβρισκε την λύση της πείνας με λίγες δραχμές να φάει ένα πιάτο φαΐ και να πιει ένα ποτήρι κρασί .
Το Ηράκλειο είχε πολλά -πολλά τέτοια διάσπαρτα μαγειρεία σε πολλά σημεία στην πόλη ,αλλά εδώ ήταν ιδιαίτερη γωνιά καθώς ήταν πολλά μαζί.
Σαν έμπαινες στο γραφικό αυτό στενό με τα μαγέρικα και τις ψησταριές, σου έρχονταν ανάκατες οι μυρωδιές των μαγειρευτών φαγητών μαζί με την τσίκνα.
Ένα από τα κύρια φαγητά που προσφέρονταν εκεί και πολλοί πήγαιναν μόνο γιαυτό ήταν ο νόστιμος πατσάς που πρόσφεραν σαυτούς που σηκωνόταν από τα χαράματα για δουλειά ,αλλά και στους ξενύχτηδες.
Οι άνθρωποι
Μικροσκοπικά μαγέρικα και πολλά μέσα σ ‘αυτό το μικρό στενάκι, ο Πετράκης που έψηνε κοτόπουλα δικής του εκτροφής, ο Βαλούρδος, ο Πιταροκοίλης, ο Ορφανός, ο Λάκης , ο Ρουφάς, ο Γιακουμής με τα ωραία παϊδάκια του , τα αδέρφια Γιώργης και Μανώλης Περισυνάκης.
Σταδιακά και στα χρόνια που ανθούσε η κεντρική αγορά της 1866 με τα κασαπιά και τα μανάβικα ή πελατεία αυξανόταν.
Οι Λασιθιώτες που κατέφταναν με τα λεωφορεία στην πλατεία του Δασκαλογιάννη ,έγιναν και αυτοί σταθεροί πελάτες .
Έγινε γνωστό και αγαπημένο μέρος ακόμα και στους τουρίστες από την δεκαετία του 70’, ιδιαίτερα στους Γερμανούς.
Σαν έμπαινες από την αγορά και τα κασαπιά της 1866 στο πρώτο δεξιά μαγειρικό στο Πάνθεον ο μάγειρας του ο Νικήστρατος Καλαϊτζάκης σαν έβρισκε λίγο χρόνο από το μαγειρικό έβγαινε έξω στο στενό και έπιανε το λυράκι του και έπινε και αυτός με τους πελάτες το κρασάκι του διασκεδάζοντας τους.
Αυτοδίδακτος ήτανε, κανείς δεν τον είχε μάθει να παίζει λύρα αλλά έκανε το λυράκι του πότε να σιγοκλαίει παράξενα και πότε να ξεδίνεται και να ξεσμυλιώνει την χαρά.
Άλλος συχνός «οργανοπαίχτης» εκεί ήταν ο Μιχάλης ο Κουταλάκιας που διασκέδαζε τους πελάτες με το χτύπημα των κουταλιών.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 η πολυτέλεια του πολιτισμού μας αρχίζει να αλλάζει το στενάκι και αυτό πλακωστρώνεται και σταδιακά τα μαγειριά ανακαινίζονται και αλλάζουν εικόνα όπως άλλαξε και όλη η πόλη και όπως άλλαξε και η ζωή των κατοίκων της .
Συνεχίζει όμως ακόμα και σήμερα το στενάκι αυτό, να έχει την δική του ομορφιά, έστω και σε νέα πιο μοντέρνα έκδοση .
Αυτά απ’όσα πρόλαβα, είδα και άκουσα γι’ αυτήν την γραφική γωνιά του Ηρακλείου που άφησε εποχή.
Κείμενο : Nίκος Φουκαράκης – e-mesara