Σαράντα μέρες μετά
Στη μνήμη του αδερφού μου Μιχάλη Δ. Παπαματθαιάκη
Σαράντα μέρες πέρασαν
και περιμένω ακόμα,
να ’ρθεις μια νύχτα να μου πεις
πώς τα περνάς στο χώμα.
Να ’ρθεις να πεις ίντα ’βρηκες
και ποιοι σε περιμέναν
και αν τα χαιρετίσματα
έδωσες στον καθένα,
που σου διπλοπαράγγελνα
και σε παρακαλούσα
να δώσεις σ’ όλους που ήξερα,
σε όλους π’ αγαπούσα.
Αν ήβρηκες τη μάνα μας
αν βρήκες τον πατέρα
απού ποτέ δεν ξέχασα
τους έχω κάθε μέρα,
στη σκέψη μου, κι ο πόνος μου
εγίνηκε μεγάλος
τη θέση τους μεσ’ την καρδιά
δεν έχει πάρει άλλος.
Αν βρήκες τους παππούδες μας
τους θείους και τις θείες,
αν βρήκες τα ξαδέρφια μας
και μια αγκαλιά τους πήρες;
Αν βρήκες φίλους που έφυγαν
νωρίς όπως κι εσένα
κι άφησαν πίσω στεναγμούς
και μάτια δακρυσμένα.
Αν μας θωρείτε από ψηλά
και ποια ’ναι η πεθυμιά σας
τι θέλετε να κάμομε
φτάνει στα μνήματά σας,
ένα καντήλι, ένας σταυρός
και μια φωτογραφία,
αν σας τρομάζει η μοναξιά
και η πολλή ησυχία;
Αν έχεις κάποια πεθυμιά
πες μου και θα την κάνω
γιατί «τα θέλεις» βάνω τα
απ’ όλα τ’ άλλα απάνω.
Μακάρι να ερχόσουνα
και να με συμβουλέψεις
ακόμη και παραγγελιές
αν θέλεις να μου πέψεις.
Εγώ κατέχω, μια ζωή
κάνω τον ταχυδρόμο
και κάθε μέρα έμαθα
να βρίσκομαι στο δρόμο,
να κουβαλώ παραγγελιές
και πεθυμιές στους άλλους
ξέρω ν’ ακούω βάσανα
πόνους πολύ μεγάλους.
Έλα και πάντα ανοιχτή
κρατώ την αγκαλιά μου
και περιμένω κάθ’ αργά
να ’ρθεις στα όνειρά μου.
Να ζεσταθείς, να κοιμηθείς
όχι όπως είσαι ακόμα
στο κρύο και στην παγωνιά
αμοναχός στο χώμα.
Έλα, κι εγώ μιαν αγκαλιά
έχω για σε μεγάλη
να μπεις και να μην ξαναβγείς
αδέρφι μου Μιχάλη…
Ο αδερφός σου
Μανώλης