"Το Μαρούλι του Στραβού Μιχάλη"
Όσο περνούσαν οι μέρες και κοντοσιμώνανε τα Χριστούγεννα, τόσο περισσότερο στενοχωριότανε το Μαρούλι του Στραβού Μιχάλη και μονολογούσε: «Πέρσι τέτοιες μέρες ήμουν στων γονέων μου και δε ντρεπόμουνα, μηδέ την γκρίνια είχα, μηδέ την κακοθελιά είχα γνωρίσει, και φέτος ένα βάρος μού πλακώνει την ψυχή μου. Λείπει κι ο άντρας μου στρατιώτης και ντρέπομαι να κάθομαι στων πεθερικών μου το τραπέζι, χωρίς κι εγώ να προσφέρω κατιτίς.»
Για μια στιγμή σκέφτηκε: «Ας πάω κοντά στο πατρικό μου σπίτι, να χαμολοΐσω τις λιανολιές, μήπως με δει η μάνα μου και με λυπηθεί».
Την αυγή της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μονάχη πήρε το καλάθι της και πήγε στο λιόφυτο. Τα χωράφια ήταν βρεγμένα από τη νυχτιάτικη βροχή. Η χιονισμένη Μαδάρα γκρέμιζε τους παγωμένους βορράδες και πάγωνε το χωριό. Είχε βρέξει για καλά, τα χωματένια σοκάκια του χωριού ήταν γεμάτα λάσπες και κολυμπάκια με νερό.
Τα τζάκια καίγανε, οι καμινάδες καπνίζανε, η κρυγιότη σφάλιζε πόρτες και πανωπόρτια.
Το Μαρούλι έριξε από μακριά λίγες κλεφτές ματιές στο πατρικό της, μα δεν τόλμησε να πάει, μόνο έπιασε τα παράζαλα και πήγε στο λιόφυτο, κουκούβισε και άρχισε να μαζεύει τις λιανολιές.
Δεν ήταν καλά ντυμένη και κρύωνε, μα δεν της έκανε καρδιά να φύγει με άδειο καλάθι. Άρχισε να χιονίζει, οι νιφάδες του χιονιού μόλις έπεφταν στη γη έλιωναν, το κρύο ήταν δυνατό, μα δεν έφυγε, ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό της, να συγκινήσει τη μάνα και τον πατέρα της, να τη συγχωρήσουν και η ποθητή αγάπη να ξαναρθεί. Τόσο δυνατό ήταν το κρύο, που όλοι ήταν στα αναμμένα τζάκια και πυρωνότανε και κανείς δεν ήταν στα χωράφια εκείνη την ημέρα.
Μονάχα το Μαρούλι ήταν μέσα στην παγωνιά, έκλαιγε και μάζωνε τις λιανολιές και μονολογούσε: «Ω, Θεέ μου, και γιατί να έρθουν έτσι τα πράγματα; Εγώ που ήμουν τόσο αγαπημένη με τους γονέους μου και είχα το καθετί, ήμουνα μοναχοθυγατέρα, βασίλισσα, και τώρα δε μου μιλούνε οι γονέοι, ζω με τα πεθερικά μου, μα είμαστε τόσοι πολλοί άνθρωποι σ’ ένα μικρό σπίτι και στενοχωρούμαι. Λείπει κι ο άντρας μου στο στρατό κι η νύφη χωρίς τον άντρα της στα πεθερικά ίντα ζυγώνει… Νιώθω ξεκλαδισμένη.»
Σαν κινηματογραφική ταινία περνούσαν από το νου της όλα όσα γίνανε αυτούς τους λίγους μήνες και άλλαξαν τη ζωή της. Ξαφνικά μονάχη της τα λογόκρινε. Θυμάται που μυστικά έδωσαν ένα λόγο ο κύρης της ο Στραβός Μιχάλης με το γερο-Θεοδόση, να παντρέψουνε τα παιδιά τους, να πάρει εκείνη το Νικόλα. Εκείνα τα χρόνια οι γονέοι σμίγανε ένα βράδυ, πίνανε ένα κρασί και ό,τι ήθελε ν’ αποφασίσουν, ήταν δεχτό από τις φαμελιές τους.
Ήταν παρακαλετή νύφη, πολλές φαμίλιες τη θέλανε για νύφη τους για τα πολλά χαρίσματα και τα έχει της. Ψηλή, λιανοκάμωτη, γαλανομάτα, γλυκόθωρη, γλυκομίλητη, καλόγνωμη, μοναχοθυγατέρα με πολλά λιόφυτα, περιβόλια και πολλά ξωχώραφα. Ο αρραβωνιαστικός της, ο Νικόλας του γερο-Θεοδόση, λεβεντονιός και καλοσυνάτος, την αγαπούσε πολύ και φοβήθηκε μήπως τη χάσει και ζήτησε βοήθεια από τον αδερφό του.
– «Αντρέα, ανεβαλώνουνε ξενοχωριανοί κι ώρες στιγμές θωρώ κορνιασμένο τον πεθερό μου και φοβούμαι πως δε θα έχομε καλά ξέτελα.»
– «Μη στεναχωράσαι, αδέρφι, κι εγώ θα κάμω σχέδιο να ξετελέψει η δουλειά.»
Ήταν τόσο αγαπημένα αδέρφια που ποτέ δε μαλώσανε. Ο Αντρέας, ο Φουρνελιάρης όπως τον έλεγαν, μάζωξε κάμποσους ψυχωμένους άντρες, πήραν τα τουφέκια μέσα στη νύχτα και φοβερίσανε τους ξενοχωριανούς που ερχότανε τα βράδια να συβάσουνε τον κύρη της να πάρει πίσω το λόγο του και να την παντρέψει με ένα ξενοχωριανό. Και αμέσως έκαμε σχέδιο ο Αντρέας ο κουνιάδος της να ’ποτελειώσει τη παντριγιά.
Ανήμερα του Ευαγγελισμού, η καμπάνα κάλεσε τους χωριανούς στην εκκλησία. Την πήρε η μάνα της η Καλλιώ και κατεβήκανε στο κάτω χωριό για να λειτρουηθούνε. Μετά τη λειτουργία τις προσκάλεσε στο μαγαζί του ο Αντρέας για καφέ. Σαν ήπιανε τον καφέ, αρχίσανε το κουβεντολόι.
– «Ίντα νέα, μπρε Αντρέα;» ρώτησε η Καλλιώ.
– «Ίντα να σου πω, μπρε Καλλιώ, η μάνα μου δεν καλομπορεί, έχει ξεφαλιάρει και να ’θελα βρεθεί καμιά γυναίκα να γατέει να την τρίψει, να την πατήσει στο φάλι, να γενεί καλά.»
– «Εγώ, μπρε Αντρέα, γατέω.»
– «Ο Θεός να σ’ έχει καλά, Καλλιώ.»
Πήρε την Καλλιώ και πήγαν στην άλλη γειτονιά, στο σπίτι της γρα-Θεοδόσαινας, κι άρχισε τα γιατρικά της και την ’πότριβε με λιόλαδο σε όλο της το σώμα. Ο Αντρέας γύρισε γρήγορα στο μαγαζί του κι είπε στο Μαρούλι:
– «Ε Μαρούλι, στο διπλανό σπίτι σε θέλει ο Νικόλας να κουβεντιάσετε.»
Μόλις πήγε, ο Αντρέας έσυρε την πόρτα, έβαλε στο κερκέλι μια βέργα και άρχισε να διαδίδει στο χωριό πως σφαλίστηκε ο Νικόλας με το Μαρούλι. Το νέο αμέσως κοινολογήθηκε στο χωριό και κανείς πια δεν ήθελε να πάρει για γυναίκα του μια κοπέλα που σφαλίστηκε με άλλο άντρα, ήταν πια σουρεμένη. Τα παιδιά γυρίζανε το χωριό και διαλαλούσαν τα νέα.
– «Εκούσατε τα νέα; Εσφαλίχτηκε ο Νικόλας με το Μαρούλι.» Και οι χωριανοί το δίδαν και το παίρναν και το μεγαλοποιούσαν.
Σε λίγο ήρθαν η μάνα της η Καλλιώ με τη γριά- Θεοδόσαινα, χαρούμενες που πέτυχε το γιατρικούλεμα και η άρρωστη έγινε καλά. Μα μόλις φτάσανε στην πόρτα του μαγαζιού, είπε ο Αντρέας χαμογελαστός.
– «Καλώς τσι συμπεθέρες, να μας εζήσει το αντρόυνο.»
– «Ίντα ’ναι τουτανά που λες, Αντρέα;»
– «Εκέ στο διπλανό σπίτι σφαλίστηκε ο Νικόλας με το Μαρούλι και τα κοπέλια το έχουνε διαδώσει σε όλο το χωριό.»
Η μάνα της σφακοκατάπιε, μα ίντα μπορούσε να κάμει, που το πράγμα ήταν τελειωμένο. Αφού σφαλιστήκανε και κοινολογήθηκε στο χωριό, έπρεπε σύμφωνα με τους άγραφους νόμους να παρθούνε. Και την πήρε, αμέσως έγινε η παντρειά, την κρατήσανε την ίδια ώρα στο χωριό και μοναχή της γύρισε η μάνα της στον οικισμό του Μύλου και είπε του άντρους της τα γεγονότα με μια μαντινάδα:
«Άνοιξε, Μιχαλάκι μου, άνοιξε, Μιχελή μου,
επήρανέ μου σήμερα στο Χόντρο το παιδί μου.»
Τόσο στη μάνα όσο και στον κύρη πολύ τους κακοφάνηκε, γιατί το σπίτι τους σκοτείνιασε σαν έφυγε η μοναχοθυγατέρα τους και κάθισε στο κάτω χωριό μαζί με τα πεθερικά, τις κουνιάδες και τους κουνιάδους. Οι γονέοι τής κηρύξανε τον πόλεμο, δεν της μιλούσαν και άρχισε εκείνη να στενοχωράται. Όχι πως δεν ήθελε να παντρευτεί, μα ήθελε με την αγάπη να γίνουν όλα κι όχι με την κακοθελιά. Και σαν να μην εφτάνανε όλα αυτά, έφυγε και ο αρραβωνιαστικός σ’ ένα μήνα στρατιώτης. Σαν έφυγε ο αρραβωνιαστικός της στο στρατό, πήγε να δει τους γονιούς της, μα τη διώξανε και κλαϊμένη ξαναγύρισε στο σπίτι των πεθερικών της. Αυτά ντουχιούντιζε, έκρινε, κατάκρινε, αθώωνε και πέρασε η μέρα, πρόσαργο γύρισε στο χωριό και είχε μαζέψει δυο καλάθια ελιές.
Μια εβδομάδα πριχού τα Χριστούγεννα, οι μαγαζάτορες του χωριού κινήσανε για τη Χώρα να φέρουνε τα γιορτινά πουσούνια. Τ’ απογεύματα ο παπάς έπαιζε δυο καμπανιές και διαλαλούσε στο χωριό πως ξεμολογά. Οι μεσοστρατημένες και οι ηλικιωμένες γυναίκες κάθονταν στο γεροπέζουλο της εκκλησίας και βαστούσανε σειρά να ξεμολογηθούνε, να μεταλάβουν. Μεταλαβαίνανε και τα κοπέλια τους, αλάφρωση να πάρουν και με καθαρή καρδιά να υποδεχτούνε τη θεία γέννηση του Χριστού.
Παραμονής των Χριστουγέννων, στους χωματόδρομους και στις χωματένιες αυλές έκαναν πρόχειρες παραστιές, άναψαν φωτιές και έβραζαν νερό στα σιντεροτσίκαλα για να μαδήσουν τους χοίρους. Κι από τις γουρουνοχαρές, ένα μούγκρος γροικούντανε απ’ όλες τις γειτονιές του χωριού. Καμπανολαλήματα καλέσανε τους πιστούς στη λειτρουγιά παραμονή των Χριστουγέννων, της Αγίας Ευγενίας τη σκόλη. Το Μαρούλι ήταν αστεφάνωτη και δε μπορούσε να πάει στη λειτρουγιά. Ήταν στενοχωρημένη και, κακιωμένη με τους δικούς της, ξαναπήρε τη χωματόστρατα πρωινιάτικα και πήγε στο ίδιο λιόφυτο και χαμολογούσε τις λιανολιές. Οι χωριανοί, με το δυνατό κρύο και την ογρασά των χωραφιών, δεν πήγαν στα λιομαζώματα. Και οι άντρες που θα χοιρόσφαζαν, περίμεναν να διαφερμίσει η μέρα για να κινήσουν τα χοιροσφάγια. Μα το Μαρούλι χαμολογούσε τις λιανολιές και έκλαιγε.
Πέρασε τη χωματόστρατα η Συμνιανογιώργαινα για να πάει στην εκκλησία και σαν είδε το Μαρούλι από μακριά να μαζώνει τις λιανολιές, παραξενεύτηκε ποια είναι αυτή η γυναίκα που έχει τόση ανάγκη και μέσα σε τόσο κρύο είναι κουκουβισμένη στο λιόφυτο και μαζώνει από χάμε τις ελιές. Πλησίασε και είδε το Μαρούλι να χαμολογά και να κλαίει. Τη λυπήθηκε και την πόνεσε η ψυχή της.
– «Ίντα ’χεις, μπρε Μαρούλι, και κλαις; Γιάντα δεν πας στο σπίτι σου, μόνο κάθεσαι με τόσο κρύο και μαζώνεις λιανολιές;»
– «Κλαίω γιατί δε με θένε οι γονέοι και εγώ δεν ήμουν συνηθισμένη σε κακοθελιές. Λείπει κι ο άντρας μου στο στρατό και δεν έχω μια δραχμή στα χέρια μου, περιουσία δε μου έχουνε δώσει ακόμη οι γονέοι μου και ντρέπομαι να κάθομαι στων πεθερικών μου το τραπέζι.»
– «Μην κλαις, Μαρούλι, τα πεθερικά σου σ’ αγαπούνε.»
– «Ναι, μ’ αγαπούνε, κι εγώ τ’ αγαπώ τα πεθερικά μου, μα αν σου λείψει και η αγάπη των δικών σου, νιώθεις ξεκλαδισμένη, είναι σαν να μην ξημερώνει για σένα.»
– «Μη στενοχωριέσαι, Μαρούλι, ίδια δα θα πάω να μιλήσω της μάνας σου.»
Το κρύο δυνάμωσε, είχε αρχίσει να χιονίζει περισσότερο, η Συμνιανογιώργαινα έτρεξε και φώναξε αναστατωμένη της Καλλιώς, που το σπίτι της ήταν αντικριστά.
– «Καλλιώ, έ Καλλιώ, πρόβαλε να σου πω.»
– «Ίντα θες, μπρε Συμνιανογιώργαινα;»
– «Για ξάνοιξε εκιέ στο λιόφυτο ,να δεις ποια γυναίκα είναι που ραντολογά.»
– «Ω την κακομοίρα και ποια είναι άραγε, που με τόσο κρύο πρωινιάτικα, παραμονή των Χριστουγέννων, χαμολογά;… Πρέπει να έχει πολλή ανάγκη η έρμη.»
– «Η θυγατέρα σου είναι και κλαίει και χαμολογά μεσ’ στο κρύο και ραΐζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί δεν τη θέτε.»
Πόνεσε της μάνας η ψυχή, ράγισε η καρδιά της, λησμόνησε τις διαφορές για τα παντρολογήματα, άρχισε να κλαίει, κίνησε αμέσως για το λιόφυτο και πριν καλά - καλά σιμώσει, φώναξε της θυγατέρας της.
– «Μαρούλι, ε Μαρούλι, ίντα κάνεις, θυγατέρα μου, επαέ μέσα στο κρύο;»
– «Βάσανά μου, ίντα να κάνω μάνα;… Χαμολογώ, γιατί ντρέπομαι να κάθομαι στο τραπέζι των πεθερικών μου χωρίς κι εγώ να προσφέρω κατιτίς.»
– «Έλα, θυγατέρα μου, να πάμε στο σπίτι μας κι όπως μπορούμε, θα περνούμε. Να κοιμάσαι στο κρεβάτι σου, μέχρι να ’ρθει ο άντρας σου από το στρατό.»
– «Μάνα, δε μου κακοθελά ο πατέρας;»
– «Όι, θυγατέρα μου, θα χαρεί πολύ και όλο την αθιβολή σου έχομε.»
Αγκαλιαστήκανε μάνα και θυγατέρα, φιληθήκαν και κίνησαν για τα σπίτι.
– «Μιχελή, ήρθε η θυγατέρα μας, που χαμολογούσε η έρμη μέσα στο κρύο.»
– «Καλώς όρισες, θυγατέρα μου, χίλιες φορές καλώς όρισες» και άρχισε να κλαίει.
Καταχάρηκε και ο πατέρας, αγκάλιασε τη θυγατέρα του, τη φίλησε και την καλωσόρισε με αγάπη. Σβήσανε την κακοθελιά στο στεναχωρημένο σπίτι, πετάξανε τον πένθιμο μποξά, η γλυκάδα της αγάπης και της συχώρεσης άπλωσε της καλοσυνιάς χαρές και οι γονέοι κάνανε λες και είχανε χρόνια να δούνε το παιδί τους και δεν εγατέχανε ίντα να κάμουνε να το ευχαριστήσουν.
Η μάνα έριξε πολλά λιόκλαδα στην παραστιά να δυναμώσει τη φωτιά να ζεσταθεί η ξεπαγιασμένη θυγατέρα και δεν μπορούσαν μάνα και θυγατέρα να σταματήσουν τα δάκρυα της χαράς.
– «Μιχελή, ξάνοιξε το σπίτι μας, χαρούμενοι να εορτάσομε κι εμείς την άγια ημέρα των Χριστουγέννων και να γελάσουνε μια σταλιά τα σφακωμένα χείλια μας. Μα πώς θα γιορτάσομε, Μιχελή μου, που δεν έχομε πάρει πράμα;»
– «Κάλλιο να πεταχτείς στου αδερφού μου το σπίτι που έχει σφάξει ένα μεγάλο χοίρο, ν’ αγοράσεις δεκαπέντε οκάδες χοιρινό, να φάμε και να χοιροκόψομε, να κάμομε λουκάνικα. Αγόρασε και δυο οκάδες κρασί και να ζυμώσετε χριστόψωμα.»
Στους εφτά ουρανούς πέταξε η θυγατέρα, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά και ήθελε να τη μοιραστεί και με τη φαμελιά των πεθερικών της.
– «Θα πεταχτώ να πω στα πεθερικά μου πως τα σάσαμε και ότι θα μένω εδώ μέχρι να γυρίσει ο Νικόλας από το στρατό.»
– «Πετάξου, θυγατέρα μου, και μην αργήσεις.»
Τα πεθερικά χαρήκανε που τα σάξανε και αναγνωρίσανε οι γονέοι την παντριγιά, μα και γιατί είχαν στενοκοπιά και δε χωρούσανε τόσοι πολλοί σ’ ένα μικρό σπίτι. Τρεχαπετό γύρισε το Μαρούλι. Η μάνα της είχε ανάψει το καντήλι, θυμιάτισε τους τέσσερις ρουκούνους του σπιτιού, σταυροκοπήθηκε, προσευχήθηκε κι ευχαρίστησε την Αγία Γέννηση του Χριστού που τα ξανάσαξε με το μοναχοπαίδι της, τη μοναχοθυγατέρα της, και ξανάφεξε στο σπίτι της η χαρά.
Περασμένες μέρες που η Καλλιώ ήταν στενοχωρημένη, δεν έκαμε καμιά ετοιμασία για των ερχομών των αγίων ημερών, μηδέ ήθελε να αλεσματίσει όπως οι όλες φαμελίτισσες αλεσματίζανε, μηδέ ζυμοταργιά ήθελε, μηδέ γλυκά να κάμει. Η κουνιάδα της η Συμνιανάκαινα της είπε:
– «Καλιώ, θα κάμω κουνενό να ζυμώσω χριστόψωμα. Ανέ ’θελες να σου δώσω προζύμι να κάμεις κι εσύ λίγα ψωμιά.»
– «Κουνιάδα, φέτος με τη στεναχώρια που μας βρήκε, μηδέ χοίρο ανέταξα, μηδέ ζυμωτό θέμε, μηδέ πράμα, και στο μοναστήρι δεν κατέχω καλά καλά ανέ πάω.»
Μα μόλις ξαναφύσηξε ο αέρας της καλοσυνιάς, έστω και την τελευταία μέρα, θέλανε όλα να τα κάμουνε, να μην απομείνει το σπίτι τους χρονιάρα μέρα παραπονεμένο. Η Καλλιώ αγόρασε κρέας και κίνησε την ετοιμασία του ζυμωτού, πήγε και ζήτησε από την κουνιάδα της προζύμι να ζυμώσει. Ψιλοκοσκίνισε το αλεύρι της με τη μεταξωτή κνισάρα. Κίνησε, έκανε μαλατιές τη ζύμη, χαρούμενη με την θυγατέρα της έπλασαν τα χριστόψωμα. Έπλασαν με τη ζύμη ένα σκοινί, το κάνανε σταυρό απάνω στο χριστόψωμο, σκίζοντας τα κουρλιά του σταυρού στην άκρα και κουλουρώνοντας και τις δυο άκρες προς τα έξω, και έτσι στόλισαν τα Χριστόψωμα που θα έστελνε στα συμπεθέρια. Ροδίσανε και μοσχομύριζαν τα εφτάζυμα με τα μαυροσισαμένια ρόδα. Μόλις τα ξεφουρνίσανε, έβαλαν στο κοφίνι τα απαλά και το Μαρούλι πήγε από ένα στα πεθερικά και στις κουνιάδες της, και έδωσε και η μάνα σε κουνιάδες και στη συντέκνισσά της.
– «Ζυμώσαμε και σας έφερα απαλό.»
– «Με την υγεία σας και καλοφάωτος ο ζυμωτός.»
– «Καλά Χριστούγεννα να περάσομε και με το καλό ν’ απολυθεί και ο Νικόλας.»
– «Αμήν, Παναγιά μου.»
Είχε αρχίσει να κλείνει η μέρα, η συννεφιά έφερε πιο γρήγορα το σούρουπο, τα κοπέλια είχαν αρχίσει να καλαντίζουνε. Η πεθερά πρεκατσαριζότανε να φιλέψει τη νύφη της και να πέψει πεσκέσι στα καινούργια της συμπεθεριά. Εκείνη τη στιγμή ακουστήκανε χτύποι στην ξύλινη δίφυλλη πόρτα τους.
– «Καλαντιστές θα ’ναι, Μαρούλι μου, μόνο άνοιξέ τους και πες τους να τα πούνε. Ξάνοιξε αν είναι κοπέλια από τη δικολογιά μας να τους βάλομε πιο πολύ λάδι.»
Ως άνοιξε την πόρτα, δεν πίστευε στα μάτια της. Είδε τον αρραβωνιαστικό της, το Νικόλα της, ντυμένο στο χακί, που είχε πάρει άδεια από το στρατό. Κρεμάστηκε στο λαιμό του, τον φιλούσε, τονε καλωσόριζε και δεν τόνε ’ποχόρταινε.
Δυο φορές έκλαψε την ίδια μέρα από μεγάλες απρόσμενες χαρές. Ανήμερα των Χριστουγέννων όλοι μαζί, συμπεθεριά, γαμπρός, νύφη και δικολόγια τρώγανε και πίνανε στου Αντρέα το μαγαζί αναγνωρίζοντας και επίσημα την παντρειά των κοπελιών τους. Μα ανήμερα των Χριστουγέννων ένα δάκρυ ξανακύλησε στο μάγουλο του Μαρούλι, όχι πια από λύπη, μηδέ από ασπρόσμενες χαρές, μα από τη χαρά της έσμιξης και γλυκάδα της αγάπης.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"
Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης