"Το Ηράκλειον" του Ιωάννη Κονδυλάκη (1891)
Το Ηράκλειον, κτισθέν υπό των Σαρακηνών κατά τας αρχάς του Θʼ αιώνος, ωνομάσθη παρʼ αυτών Κάντακ ή Ράμπτ - ελ - Κάντακ (περιταφρευμένη πόλις). Επί μίαν δε και πλέον εκατονταετηρίδα, καθʼην νήσος διετέλει υπό τους Σαρακηνούς, υπήρξε το ορμητήριον της φοβερωτέρας πειρατείας ην είδε τοτε η Μεσόγειος, έως ου ανεκτήθη υπό του περιφήμου Βυζαντινού στρατηγού και κατόπιν αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά τη 7 Μαρτίου του 961.
Η πολιορκία του Χάνδακος, ως ωνόμαζον την πόλιν οι Βυζαντινοί, διήρκεσεν επί διετίαν σχεδόν, μετά πολλάς δε αιματηράς εξόδους των πολιορκουμένων και επιθέσεις των πολιορκητών, η πόλις εκυριεύθη εξ εφόδου υπο των λεγεώνων του Φωκά, όστις διέταξε γενικήν των εν τω φρουρίω Αράβων σφαγήν αδιακρίτως φύλου, “ίνα μη μιανθώσιν οι στρατιώται”, ως λέγει Λέων ο Διάκονος, ο περιγράψας τον πόλεμον εκείνον.
Τω 1204, πωληθείσης της Κρήτης εις την Βενετικήν Δημοκρατίαν υπό του εκ των καταλαβόντων το Βυζάντιον σταυροφόρων Βονιφατίου μαρκησίου του Μομφεράτου, ο Χάνδαξ εγένετο πρωτεύουσα του “βασιλείου της Κρήτης”, ονομασθείς Candia. Οι Βενετοί ωχύρωσαν τον χώρον της αραβικής πόλεως, περικλείσαντες αυτόν δια τείχους. Αλλʼ είτε διότι το τείχος τούτο είχε προσωρινόν σκοπόν, την απόκρουσιν των επιθέσεων των Κρητών, μέχρι της εγκαταστάσεως των αρχών και των Βενετών αποίκων, είτε διότι εγένετο καταφανής η μεγάλη ανάπτυξις, ην έμελλε να λάβη η Candia ή Candida, ως την έλεγεν ο Μοροζίνης, είτε δια να διαιρεθή η πόλις εις δύο, εις το Αστυ, όπου κατώκησαν οι Βενετοί και αι αρχαί, και εις την κυρίως πόλιν, όπου κατώκουν κατά μέγα μέρος εντόπιοι, εκτίσθη και νέον τείχος περί το παλαιόν, το οποίον έδωκε τριπλασίαν έκτασιν εις την πόλιν. Το παλαιόν τείχος σώζεται εν μέρει και σήμερον με τα ενετικά εμβλήματα. Η πύλη δε αυτού ήτο, ως σημειούται εις τον χάρτην του Βοσκίνη και ως εφαίνετο μέχρι προ ολίγων ετών, εκεί όπου σήμερον είνε η αγορά Ακτάρικα, και εχώριζε την προς τον λιμένα παλαιάν πόλιν από της νέας πόλεως. Αλλά το παλαιόν τείχος δε έχει σύγκρισιν προς το κατόπιν κτισθέν, το οποίον κατέστησε τον Χάνδακα πρώτης τάξεως φρούριον με απροσμαχήτους επάλξεις και πολυσύνθετον σύστημα εξωτερικών προμαχώνων και φρουριδίων.
Επί Ενετών ο Χάνδαξ έφθασεν εις μεγάλην ακμήν. Κατοικούμενος υπό πυκνού, εμπορικωτάτου και πλουσίου πληθυσμού, έχων λαμπράς δημοσίας οικοδομάς, ωραία αρχοντικά μέγαρα, ευρείας και ευθείας ρύμας και μεγαλοπρεπείς κρήνας, ήτο μια των πρώτων πόλεων της Ανατολής. Ηκμαζον δʼ εν αυτή πολλαί σχολαί, διαχέουσαι τα ελληνικά και επιστημονικά φώτα ανά την νήσον και μορφώσασαι πολλούς σοφούς ελληνιστάς και λατινιστάς, οίτινες εδίδαξαν εις τα ιταλικά πανεπιστήμια· εις δε τα θέρετρά της εδιδάσκοντο έργα ελληνικά, προϊόντα της συγχρόνου φιλολογικής παραγωγής.
Η υπό των Τούρκων πολιορκία και άλωσις του Χάνδακος διεφήμισε το όνομα αυτού καθʼ απαντα τον κόσμον. Η πολιορκία αύτη, ήτις θεωρείται μια των μεγίστων πολιορκιών εξ όσων αναφέρει η ιστορία, αρξαμένη την 1 Μαΐου 1648, διήρκεσεν επί είκοσι και εν έτη, κατά τα οποία συνέβησαν τόσα πολεμικά γεγονότα κατά τε ξηράν και κατά θάλασσαν, ώστε δεν αρκούσι τόμοι ολόκληροι προς απλήν αυτών αναγραφήν.
Τα πέριξ της πόλεως εδάφη είνε διάτρητα και υπεσκαμμένα καθʼ όλην σχεδόν την έκτασιν αυτών ένεκα των υπονόμων και των ανθυπονόμων, αίτινες ωρύσσοντο κατά την πολιορκίαν εκείνην.
Συνέβη δε πολλάκις να συναντηθώσιν οι υπονομευταί των πολιορκουμένων και των πολιορκητών υπό το έδαφος, ότε συνεκροτούντο μεταξύ αύτων εν ταις κατακόμβαις εκείναις πάλαι φοβεραί δια των δικελών και των σιδηρών μοχλών.
Η πρόωρος ανάφλεξις μιας των υπονόμων τούτων εγένετο αιτία της ήττης και του ολέθρου των Γάλλων, οίτινες ήλθον εις επικουρίαν των πολιορκουμένων κατά τα τελευταία έτη υπό τον δούκα του Ναβάλ. Τούτο δʼ επέσπευσε την αποθάρρυνσιν των πολιορκουμένων και τη 27 Σεπτεμβρίου 1869 ο Μοροζίνης παρέδωκε δια συνθήκης την πόλιν, απελθόντων πάντων των κατοίκων Βενετών και Ελλήνων μετά της κινητής αυτών περιουσίας δια θαλάσσης.
Κι αφήκαν δίχως άνθρωπον την χώραν σφαλισμένην
κι ουδένα πράγμα ζωντανό μέσα δεν απομένει,
ως λέγει και ο Μαρίνος Μπουνιαλής, ο Ρεθύμνιος ποιητής. Τα συμβάντα του μακρού τούτου και αιματηροτάτου πολέμου περιγράφει και έτερος Κρης ποιητής, ο ιατρός Αθανάσιος Σκληρός, εις μακρόν επικόν ποίημα εις αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν. Αλλα και η δημώδης ποίησις εθρήνησε την άλωσιν του Κάστρου, ως απεκάλει ο λαός της Κρήτης τον Χάνδακα· και σήμερον έτι άδεται εις τα ορεινά χωρία και ιδίως εις Λάκκους της Κυδωνίας το εξής δημώδες άσμα:
Κάστρο, και πουνʼ οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου
Και πουνʼ οι γιαντρειωμένοι σου...
Κατά τινα τουρκικήν παράδοσιν, τόσον είχε εξοργισθή ο Σουλτάνος ένεκα της επί τοσούτον χρόνον παρατάσεως της πολιορκίας, ώστε απηγόρευσε να του αναφέρουν το όνομα της Κρήτης.
Οταν δε ηλώθη ο Χάνδαξ εδέησε να του αναγγείλωσι το πράγμα δια του εξής τεχνάσματος:
Εις το γεύμα του παρετέθη γλύκισμα, του οποίου το σχήμα απετέλει την φράσιν:
“η Κρήτη εάλω” εις τουρκικήν γλώσσα· ούτω δε ο Σουλτάνος έμαθε το γεγονός, δια του οποίου συνεπληρώθη η κατάκτησις των ελληνικών χωρών.
Μετά την κατάκτησιν της νήσου, ο Χάνδαξ εχρημάτισεν έδρα του γενικού διοικητού της Κρήτης μέχρι του 1850, ότε μετηνέχθη η έδρα της Γενικής Διοικήσεως εις Χανία. Αλλά και μετά τούτο διετήρησε την θρησκευτικήν αρχηγίαν, παραμείνας έδρα του Μητροπολίτου.
Κοινώς πιστεύεται, ότι ο Χάνδαξ εκτίσθη επί της θέσεως του Ηρακλείου, επινείου της αρχίας πόλεως Κνωσσού. Εκ της υποθέσεως δε ταύτης αγόμενοι λόγιοι τινες έμποροι της πόλεως ήρχισαν από του 1832 να μεταχειρίζωνται εν ταις αλληλογραφίαις αυτών το όνομα Ηράκλειον, το οποίον επεκράτησε βαθμηδόν, εκτοπίζον οσημέραι το δημώδες όνομα Κάστρο ή Μεγάλο Κάστρο.
Εκ του μέρους της θαλάσσης η πόλις παρουσιάζει την κατηφή όψιν γεγηρακυίας και σεσαθρωμένης πόλεως. Πάσαι σχεδόν αι φανόμεναι οικίαι είνε παλαιαί με τοίχους ημαυρωμένους, αποτελούντας εικόνα μελαγχολικήν μετά των ημιηρειπωμένων παραλίων τειχών, μετά των δύο ή τριών βενετικών νεωρείων, τα οποία μαυρίζουσιν ως τάφοι εις το βάθος του λιμένος, μετά του πελωρίου και αχάριτος πύργου, όστις υψούται επί του άκρου του βορείου προβόλου του λιμένος, διατηρών τον λέοντα της Βενετίας συντετριμμένον επί των πλευρών του. Επιτείνουσι δε την κατήφειαν της εικόνος δύο ή τρεις φοίνικες ορθούμενοι εν τη πόλει και ουκ οίδα πως προσδίδοντες εις την όψιν αυτής κάτι τι εκ της μελαγχολίας των αφρικανικών ερήμων.
Εν τούτοις το εσωτερικόν του Ηρακλείου είνε πολύ περισσότερον ευχάριστον από το εσωτερικόν των Χανίων. Αι οδοί είνε ευρείαι και ουχί ασφυκτικώς στεναί και υγραί, ως αι της πρωτευούσης, αι δε οικίαι ευρύχωροι και άνετοι με αυλάς και κήπους.
Το Ηράκλειον διατηρεί τας γενικάς γραμματέας της επί Βενετών ρυμοτομίας αυτού, αλλά και ταύτας διεστραμμένας υπό απειροκάλων ανακαινίσεων και προσθηκών. Ιδίως ο σεισμός του 1856, ο γνωστός εν Κρήτη υπό το όνομα “μεγάλος σεισμός” ηλλοίωσε μεγάλως την παλαιάν μορφήν της πόλεως. Δύο κύριαι οδοί, η “στράτα του λιμανιού” και η “πλατειά στράτα”, διασταυρούμεναι εις το μέσον σχεδόν της πόλεως, διαιρούσιν αυτήν εις τέσσαρα μέρη. Και η μεν πρώτη άγει από του λιμένος εις την νοτίαν πύλην του φρουρίου, την λεγομένην “καινούργιαν πόρταν”, η δε άλλη, διασχίζουσαν την πόλιν εξ ανατολών προς δυσμάς, άγει προς ανατολάς μεν εις την “πόρταν του Λαζαρέτου”, προς δυσμάς δε εις την “πόρταν των Χανίων”. Εις τας οδούς ταύτας συγκεντρούται σχεδόν όλη η εμπορική κίνησις της πόλεως.
Το Ηράκλειον έχει ευρυτάτην έκτασιν, τριπλασίαν και ίσως τετραπλασίαν των Χανίων, εν η χάνεται ο σχετικώς μικρός πληθυσμός του.
Υπολογίζουσιν ότι δύναται να περιλάβη ανέτως 50.000 - 60.000 κατοίκων. Πλείσται εκ των οικοδομών αυτού είναι μονώροφοι ή το πολύ διώροφοι· γήπεδα δε μεγάλων εκτάσεων μένουσιν ανοικτά ή χρησιμεύουσιν ως περιβόλια και λαχανόκηποι. Και πάλιν όμως το Ηράκλειον είνε η πρώτη κατά τον πληθυσμόν πόλις της νήσου. Κατά την απογραφήν του 1881 ο πληθσυμός αύτης ανήρχετο εις 21.368 εξ ω 6381 Ορθόδοξοι, 14.597 Μουσουλμάνοι, 58 Καθολικοί, 51 Εβραίοι και ολίγιστοι Διαμρτυρόμενοι. Σήμερον δε κατά τους πιθανωτέρους υπολογισμούς ο πληθυσμός ούτος υπερβαίνει τας 25.000.
Εκ των εντός του Χάνδακος βενετικών οικοδομών σώζεται ακεραία μια μόνη, παρά το σημερινόν Διοικητήριον, η λεγομένη κοινώς Τσοπανές, δηλαδή οπλοστάσιον. Είνε δε ωραία τετράγωνος οικοδομή διώροφος με ζωοφόρους εξ αναγλύφων παριστώντων πανοπλίας. Φαίνεται δε ότι επί Βενετών εχρησίμευε τωόντι ως οπλοστάσιον, διότι διατηρούνται εν αυτών όπλα της εποχής εκείνης, ιδίως τόξα, δόρατα και βέλη.
Το παλάτιον του δουκός της Κρήτης δεν σώζεται. Εκ παραδόσεως δε είνε γνωστόν ότι ήτο το παλαιόν διοικητήριον, το οποίον προ εικοσιπενταετίας κατεστράφη υπό πυρκαΐας. Αλλʼ η παράδοσις ελάχιστα και εν πολλοίς εσφαλμένα διέσωσε περί του εσωτερικού του Χάνδακος επί Βενετοκρατίας, διότι, ως είρηται, πάντες οι κάτοικοι της πόλως απεδήμησαν άμα απεφασίσθη η προς τους Τούρκους παράδοσις της πόλεως.
Αλλά και εκ των δεκαενέα τζαμίων του Ηρακλείου τα δεακεπτά ήσαν χριστιανικά και μετατραπέντες εις τζαμία ευθύς μετά την άλωσιν. Εν εκ των τζαμίων τούτων ονομάζεται ακόμη παρά τε των Χριστιανών και των Οθωμανών Αγία Αικατερίνη· ήτο δʼ επί Βενετών Σιναϊτικός ναός, γνωστότατος δια την εν τω περιβόλω αυτού διατηρουμένην ελληνικήν σχολήν. Ενος άλλου, του Χουγκιάρ - Τζαμισί, εσώζοντο μέχρι προ ολίγων ετών τα μεγαλοπρεπή ερείπια. Το τζαμίον τούτο ήτο ο περίφημος μητροπολιτικός ναός των Δυτικών, όστις ήτο συγχρόνως και μονή των Φραγκισκανών ης υπήρξε τρόφιμος ο Κρής πάπας Αλέξανδρος Εʼ. Αναφέρεται δε ότι εις τον ναόν τούτον επετρέπετο εις τον ορθόδοξον κλήρον να ιερουργή άπαξ του έτους, αλλά τούτο δεν φαίνεται πιθανόν. Τα ερείπια εξηφανίσθησαν, των λίθων και των μαρμάρων χρησιμοποιηθέντων εις άλλας οικοδομάς, και μόνον η λαϊκή παράδοσις αναφέρει ακόμη οτι “εκεί ήτο μια εκκλησιά με εκατό μιά πόρταις”.
Χριστιανικοί ναοί των Ορθοδόξων υπάρχουσι μόνον δύο, ο μητροπολιτικός του Αγίου Μηνά, και ο Σιναϊτικός, του Αγίου Ματθαίου. Από ετών δʼ οικοδομείται μέγας ναός παρά την Μητρόπολιν, όστις ευρίσκεται εν τω περατούσθαι.
Υπάρχει δε και ναός των Δυτικών και των Αρμενίων. Αλλʼ ούτος μένει κλειστός, μη υπαρχόντων πλέον εν τη πόλει Αρμενίων.
Η κοινότης Ηρακλείου θεωρείται η προοδευτικωτέρα της νήσου. Τα σχολεία της ήσαν πάντοτε τα κάλλιστα των εν τη νήσω, πρώτη δε αυτή συνέστησε γυμνάσιον πλήρες. Πρό τινων ετών ιδρύθη σύλλογος, όστις τοσαύτην ανάπτυξιν έλαβεν ιδίως υπό την προεδρείαν του ρέκτου ιατρού κ. Χατζιδάκη, ώστε συνέστησε και αρχαιολογικόν μουσείον, εν ω διεφυλάχθησαν πλείσται και πολυτιμότεραι αρχαιότητες, κινδυνεύουσαι νʼ απεμποληθώσιν ή καταστραφώσιν, ως τα ευρήματα του Ιδαίου άντρου και άλλα. Είχε δε επʼ εσχάτων καταρτίσει και θίασον οργανικής μουσικής και ίδρυσε θέατρον, αλλʼ αι τελευταίαι ανωμαλίαι διέκοψαν δυστυχώς το τόσον επιτυχώς χωρούν έργον του.
Η φιλομάθεια όμως των Ηρακλειωτών δεν αποκλείει την προς τα πρακτικά έργα επίδοσιν αυτών. Οι Ηρακλειώται είνε πρακτικοί άνθρωποι, επιμελώς ασχολούμενοι εις τας τέχνας και το εμπόριον, το οποίον ευρίσκεται κατά μέγα μέρος εις χείρας των Χριστιανών. Κατά τούτο το Ηράκλειον έχει προς τα Χανιά αναλογίαν οίαν έχει ο Πειραιεύς προς τας Αθήνας. Εν Χανίοις η συσσώρευσις υπαλλήλων και ξένων έδωκεν εις μέγα μέρος της κοινωνίας πτωχαλαζονικήν τινα επίχρωσιν ψευδοπολιτισμού, λίαν επιπόλαιον όμως ώστε να μη κατορθώση να χαλαρώση την αυστηρότητα των ηθών. Αλλʼ εν Ηρακλείω ο συρμός και αι ψευδεπιδείξεις δεν κατώρθωσαν να εισχωρήσωσιν. Οι άνδρες απορροφώνται εντελώς υπό των εργασιών αυτών· οι υπάλληλοι και οι ξένοι είναι ολίγοι, οι αργοί ολίγιστοι. Μόνο και τας εσπέρας, μετά το πέρας των εργασιών, γίνονται γενναίαι σπονδαί εις τον Βάκχον· κατά τούτο διότι ο εξαίσιος οίνος του Μαλεβυζίου είνε αφθονώτατος και λίαν ευθηνός, οι δε Ηρακλειώται, επαναλαμβάνομεν, είνε πρακτικοί άνθρωποι. Οποωσδήποτε εκ τούτου λαβόντες αφορμήν αι Χανιώται κατηγορούσιν αυτούς ως οινοπότας, μολονότι και ούτοι δεν υπολείπονται εν τη καταναλώσει των πνευματωδών ποτών και μάλιστα της ρακής.
Αι γυναίκες παραμένουσι κεκλεισμέναι εις τας πλήρεις ηλίου και αρώματος ανθεών αυλάς των, μεταʼ αρχαϊκής απλότητος καταγινόμεναι εις τα έργα του οίκου των. Δύναταί τις να διέλθη ολόκληρον συνοικίαν χωρίς να ίδη γυναίκα. Αι παλαιαί οικίαι, και τοιαύται είνε αι πλείσται, δεν έχουσιν εξώστας, συνήθως δε την πρόσοψιν αυτών αποφράζει ο υψηλός περίβολος της αυλής. Εις τινας δεν την έλλειψιν εξωστών αναπληρούσι μικρά ξύλινα κιόσκια, φαινόμενα ως κουτιά κολλημένα επί των τοίχων, από των θυρίδων των οποίων προκύπτει ενίοτε μετά συστολής μελανόφθαλμός τις και αιδήμων κεφαλή χανουμίσσης. Μόνον κατά την δείλην εμφανίζονται εις τα κατώφλια και συνομιλούσι πλέκουσαι ή νήθουσαι, εως ου έλθουσιν οι άνδρες δια τον δείπνον. Τας δε εσπέρας των εορτών κατά το θέρας μεταβαίνουσι μετά των ανδρών εις την πλατείαν “Τρεις Καμάραις” και εκεί εν υπαίθρω ακροώνται σκοπούς και τραγούδια Κρητικά, συνοδευόμενα από βιολίου ή λύρας.
Αλλά συνήθως κατά την δείλην γίνεται περίπατος επί των τειχών, τα οποία υψουνται περί την πόλιν ως τεράστια άνδηρα και έχουσι τόσω ευρείαν έκτασιν, ώστε γίνονται επʼ αυτών ιπποδρομίαι. Ο επί των τειχών του Ηρακλείου ιστάμενος έχει προ αυτού ευρύτατον και ποικίλον θέαμα. Αφʼ ενός εκτείνεται προ των ποδών του η πόλις με τους πολυαρίθμους μιναρέδες των τζαμιών της και η θάλασσα με την επιμήκη νησίδα Δίαν· αφʼ ετέρου προς δυσμάς υψούται μεγαλοπρεπής η Ίδη, ης η κορυφή χώνεται εις τα νέφη. Προς της πόλεως δε εκτείνεται πεδιάς ευρεία, αλλʼ άδενδρος, δενδροτομηθείσα κατά την πολιορκίαν του Χάνδακος υπό των Τούρκων.
Προς νότον αυτής υπάρχει μικρόν χωρίον τουρκικόν, Φορτέτσα καλούμενον, το οποίον επί Ενετών ήτο ωχυρομένον και εκαλείτο Νέα Κάνδια (σημείωση “Π”: Η Νέα Κάνδια χτίστηκε από τους Τούρκους αμέσως μετά την έναρξη της πολιορκίας του Χάνδακα, το 1948 και λειτούργησε ως το αρχικό τους στρατόπεδο), νοτιώτερον δʼ υψούται το κωνοειδές βουνόν Γιούχτας (Jupiter). Επί του βουνού τούτου κατά την παράδοσιν υπήρχεν ο τάφος του Διός. Ολίγον προς ανατολάς της Φορτέτσας έκειτο η αρχαία πόλις Κνωσσός· αλλʼ ελάχιστα ερείπια σώζονται επί της τοποθεσίας αύτης, διότι οι Σαρακηνοί και οι Ενετοί εχρησιμοποίησαν τα λείψαντα αυτής προς ανέγερσιν και ωχύρωσιν του Χάνδακος.
Προς ανατολάς της πόλεως εις μικράν απόστασιν φαίνεται το χωρίον των ελεφαντιώντων, η Μεσκινιά, εις ην εκτός των λεπρών κατοικούσι και υγιείς. Πέραν δε, εις το νοτιοανατολικόν μέρος του ορίζοντος, φαίνονται τα πολυκόρυφα όρη του Λασηθίου, ως τεραστια τεφρόχρους μάζα.
Ο βλέπων και σήμερον τα οχυρώματα του Ηρακλείου δεν απορεί πως η πόλις αύτη αντέσχεν επί είκοσι και πλέον έτη εις τας επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων τα τείχη ίστανται ως βουνά ακατάλυτα, τεράστιοι όγκοι χώματος, περιβαλλόμενοι έξωθεν υπό υψηλού τοίχου εκ λίθων θαυμασίως συνηρμοσμένων και προσλαβόντων εκ της παλαιότητος χρώμα κεράμου, επιστρέφονται δε υπό κυλινδρικής κορωνίδος διατηρουμένης καθ όλον το μήκος των τειχών, όπερ υπερβαίνει τα 2 1/2 μίλια. Υπερθεν της κορωνίδος και δια μέσου των αναχωμάτων προβάλλουσιν εισέτι τα στόμια των ολίγα ενετικά τηλεβόλα εκ των 300, τα οποία απετέλουν τον οπλισμόν του φρουρίου κατά την πολιορκίαν και τους κατόπιν χρόνους. Εντος των τειχών υπάρχουσι μακραί λαβυρινθώδεις στοαί συγκοινωνούσαι διʼ υπογείων οδών ή μικρών θυρών μετά των εξωτερικών οχυρωμάων. Περιβάλλονται δε τα τείχη υπό βαθείας τάφρου, ης τα χείλη ανέρχονται εις το αυτό σχεδόν με τα τείχη ύψος, ούτω δε ταύτα είνε αθέατα και απρόσβλητα εκ της ξηράς. Αι τρεις κύριαι πύλαι του φρουρίου είνε επιμήκεις στοαί μήκους πλέον των εκατόν ποδών, κλειόμεναι την νύκτα διʼ ογκωδών θυρών.
Μέχιρ δε προ ολίγων ετών εκλείοντο και την μεσημβρίαν εκάστης Παρασκευής επί μίαν ώραν, διότι επεκράτη παρά τοις Οθωμανοίς η πρόληψις ότι οι Χριστιανοί θα εκυρίευον το φρούριον εξαπίνης, καθʼ ην ώραν οι Μουσουλμάνοι θα προσηύχοντο εν τοις τζαμίοις την μεσημβρίαν της Παρασκευής.
Προ εκάστης δε πύλης το τείχος προβαλλόμενον αποκρύπτει και προστατεύει αυτήν δια της προεξοχής του· εξ άλλης δʼ έναντι προεξοχής είνε εστραμμένα προς την πύλην τα κανονιοστάσια πυροβολείου. Εκτός τούτων προς εκάστη πύλης υψούνται προμαχώνες αποτελούντες δευτέραν οχυρωματικήν άλυσιν περί την πόλιν.
Αλλʼ οι προμαχώνες ούτοι κατηρειπώθησαν εκτός του προς ανατολάς της πόλεως, ο οποίος ονομάζεται Ακ -Τάμπια, δηλαδή λευκός προμαχών, και επί του οποίου κατοικούσιν οθωμανικαί τινες οικογένειαι. Ο προμαχών ούτος συνδέεται μετά της πόλεως διʼ υπογείου σήραγγος ης η είσοδος είνε εις την πύλην του Λαζαρέτου.
Το μάλλον ευπρόσβλητον μέρος του τείχους είνε το ανατολικόν, διό και εντεύθεν έκαμαν τας πλέιονας εφόδους κατά του φρουρίου οι Τούρκοι κατά την πολιορκίαν, αφʼ ου κατέλαβον τα απέναντι υψώματα της Τρυπητής. Και το πρώτον ρήγμα εγένετο εις το μέρος το οποίον καλείται σήμερον “Εφτά μπαλτάδες” ένεκα των επτά πελέκεων, οίτινες οίνε εμπεπηγμένοι επί του τείχους εις μνήνη επτά πασσάδων πεσόντων εις το μέρος τούτο.
Ι. Δ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ
*Πρόκειται για μια ιστορική αναφορά του Ι. Κονδυλάκη για το τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο στην «Εστία» του 1891
*Το κείμενο δημοσιευτηκε από την εφημερίδα "Πατρίς" την 21η Δεκεμβρίου του 2009(Αλ. Ανδρικάκης)