"Παραπόνεση"


Εκειά που κλείνει τ’ ουρανού,
η πόρτα θ’ ανεδιάσω...
να κάμω, ετσέ τη χέρα μου
και να τηνε χτυπήσω...
(δε στέκει με τη λογική,
μα ίντα κοντό θα χάσω)
να δω, ανε ’πηλοϊθεί,
κανένας από πίσω...
Να πλάσω Αναστάσιμες
λαμπάδες, να τσ’ ανάψω...
με τ’ Άγιο Φως τση πεθυμιάς,
θα φέγγω να πηγαίνω...
κι ό,τι στραβό μου πάντιξε,
να δώσω να το κάψω...
κι ας είναι αλλή λοής γιορτές...
μέρες Τω Χριστουγέννω.....
.
Κι ένα ψιχάλι, απάνω μου,
αν έχω αξιοσύνη...
μπορεί Τον Ύψιστο Θεό,
ομπρός μου να παντίξω...
να τον ρωτήξω να μου πει,
- «πουν’ η δικαιοσύνη"...
κι ύστερα, όλους τσ’ άτυχους
του κόσμου, να του δείξω....
.
Να Του μιλήσω, για φτωχούς
και για κατατρεγμένους...
για γέροντες, ανήμπορους
και ορφανά κοπέλια... γι αυτούς,
που όπου βρίνουντε
όλοι τσι λένε «ξένους»...
κι εκείνους, που οι κόποι ντως,
χάνουντε απ’ τα θεμέλια...
.
Και να του παραπονεθώ...
.
Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης