"Πάνε και οι χοίροι στα σαλόνια"


Μια πόρτα ήτονε ο Λυκούργος με το Κανόνη.
Δουλεφταράδες και ηλιοψημένοι κι οι δυο ν- τως, αλλά προ πάντως σύντεκνοι αγαπημένοι, δεν είχανε πειράξει ποτές στη ζωή ν-τως ο ένας τον άλλο!
Σα γείτονες, μοιραζότανε την ίδια αυλή, τα τρέχανε καλά, και δεν εψυχραθήκανε κιαμιά φορά!
Αποδιαφώτιστα σηκονώτανε ο Κανόνης να πάει να κάνει χωράφι, να βοσκίσει τα οζά ν - του, η ότι αγροτικές εργασίες είχενε.
Το ίδιο κι ο Λυκούργος, να σκωθεί αξημέρωτα κι εκείνος, να πάει να σφάξει κια 'να οζό, και να ανοίξει το κασαπιό ντου στη μεσοχωργιά.
Είχε κάθε ένας τους το δικό του στάβλο με τα κατσικοπρόβατά του, και φαώνουνταν στη δουλειά και οι δυό τους, για να μεγαλώσουν τίμια τα κοπέλια ντως, χωρίς να στερηθούνε τα βασικά πράγματα.
Ο Λυκούργος όμως, είχε και μια γουρούνα, που σαν έφυγε εκείνος για τη δουλειά, εκείνη από νωρίς εκόρδιζε το παλιόσκοινο, κι όπως το πετσοντάνιζε με λύσσα πέρα πόδε, μιας κοπανιάς το σπα και δίδει όξω απ' το στάβλο!
Τραβά γραμμή ντουγρού για το σπίτι του γείτονα του, του Κανόνη, και ήσερνε σάικα και δυο τρία γουρουνάκια!
Ήβρε η γουρούνα τη πόρτα ανοιχτή τση κουζίνας του Κανόνη, ορμά μέσα κι...ότι πάρει ο χάρος! Εκείνα να τα χρόνια τα σπίτια ήταν ανοιχτά, δεν τα μαντάλωναν!
Ερίξανε χάμαι τσι καρέκλες ο χοίρος με τα γουρούνια, ερίξανε το σοφρά, και όπως ήτονε λυσσασμένη τση πείνας, η γουρούνα, ήτρωγε ότι ...τρώγεται!
Επετσοσέρνανε τα γουρούνια το τραπεζομάντηλο του τραπεζού, κι ότι πανιά βρίχνανε τα ξελουριδιάζανε με μίσος!
Δε φτάνει μόνο 'τονα, μόνο γεμίσανε χεζουργιά το τόπο και πηλά από το στάβλο!
Τα ίδια κάνανε και στην άλλη κάμερα στο σαλόνι, ερίξανε και εκειά χάμαι τσι καρέκλες,, αρπάζανε τα σεντόνια, και ενα γουρούνι ήσερνε αοπαέ, και το άλλο από 'κιε!
Με δυό λόγια, τα κάμανε ούλα χουμά - κουτάλια!
Μετά εβγήκανε όξω στο πλυσταριό, και λαχτακούσανε στα νερά.
Εκάμανε το τόπο τούτο ναιώνειο γρουσουζές!
Αργά το βράδυ, πρώτος επήγε στο σπίτι ο Λυκούργος.
Είδε τη κατάσταση με τη γουρούνα του και χιαχίρντισε!
Ήπαθε μεγάλη λαχτάρα ο έρμος, για τη ζημιά που εκάμανε στο σπίτι του συντέκνου του.
Ήντα να κάμει ο έρμος, στην απελπισά ντου! Πιάνει μάνι - μάνι και κατασταίνει τσι ζημνιές, όπως - όπως, κάνει ένα πρόχερο παράσερμα, και με ένα πανί πανίζει τα πολλά – πολλά λασπουριά!
Με λίγα λόγια, εσυγύρισε το σπίτι του αθρώπου, όπως και όσο μπορούσε καλύτερα, να μη τρομάξει ο άθρωπος σα τα ιδεί!
Μετά σκεφτότανε πώς να του το πει, που ντρεπόταν το γείτονα του και αγαπητό σύντεκνό του.
Σταίνει μάνι - μάνι ένα μικρό τραπεζάκι όξω στην αυλή, βγάνει και δυό καρέκλες, βάνει απάνω στο τραπέζι ένα μπουκάλι ρακή με δυό ποτηράκια, και ένα πχιάτο σταφίδες.
Καθιστός επερίμενε το γείτονα του να 'ρθει από το χωράφι.
Απ' αλάργο ακούστηκε η ζωντανή φωνή του γέρο Κανόνη, να λαλεί τα χτήματα με τα ζυγαλετρα, και από κοντά γρηκούντανε και το "κλίκ - κλίκ", ο μεταλλικός ήχος που εκάνανε τα ζυγαλετρα με τα συντερικά και τσι αλυσίδες πάνω στσοι γαϊδάρους.
Μπαίνει στην αυλή ο Κανόνης και θωρεί το τραπεζάκι στρωμένο, και το γείτονα του να τον περιμένει καθιστός!
Απόρησε ο Κανόνης που τον είδε, αλλά άφησε τσι άλλες δουλειές να τσι κάμουνε τα κοπέλια, να ξεφορτώσουνε τα ζυγάλετρα, να ταίσουνε και να ποτίσουνε τα έχνη, να αρμέξουνε τα πρόβατα, και πήγε και στρογγυλοκάθισε κι εκείνος παντονιαρισμένος όπως ήτονε στο τραπέζι!
Γελαστός ο Λυκούργος δίδει το ένα ποτήρι ρακή στο Κανόνη, για να τονε καλοπχιάσει ζάβαλες, σκουντρά το με το δικό ντου, και του λέει:
-Έλα σύντεκνε Δημήτρη να πχιούμε μνια ρακή!
Πανέξυπνος ο Κανόνης που το μικρό του ήτανε Δημήτρης, καθώς ήτονε, με μνιά μαθιά μόνο που έριξε γύρου- γύρου με την άκρα του αμαθιού νου, εκατάλαβε ντελόγως πως πράμα περίεργο εσύμβηκε όσο έλειπε!
Ο Κανόνης και εκείνος αφού έκατσε με το σύντεκνό του, του σκουντρά με το ποτήρι του και του λέει:
-Μνιά ρακή σύντεκνε θα τη πχιούμε απόψε!
-Ε να τη πχιούμενε θέλει σύντεκνε, εδά είναι που μας ε χρειάζεται!
-Ε άντε στην υγειά μας σκιάς, μα θαρρώ πως, πάνε σύντεκνε Δημήτρη και οι χοίροι στα σαλόνια!
-Πάνε σύντεκνε Λυκούργο, κι οι χοίροι! Κιαμέ δε πάνε?
Έμεινε έκτοτε η φράση αυτή, να ακούγεται μέχρι των ημερώ μας, κι ας περάσανε σαράντα χρόνοι από στα τότεσας, για να μας μαρτυρεί την ανθρωπχιά των αθρώπω, που και τσι πότρες αφήνανε ανοιχτές, και δεν είχανε ίχνος πονηργιάς και μικροπρέπειας.
Αντίθετα, είχανε μεγάλη καρδιά, πάντα λέγανε «ούλα σάζουνε, μόνο ο θάνατος δε σάζει» ή «Επαέ θα τα αφήσουμε ούλα», «ένοιασε σε'», και δεκάδες άλλες φράσεις, που δήλωναν πόσο μάταια είναι όλα, που δεν αξίζει να χαλάμε τη ζαχαρένια μας.
Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Επεξεργασία από αφήγηση του Γιώργη Τσικνάκη (γαμπρός του Λυκούργο)
Σύντεκνος = αυτός που βαφτίζει παιδί
κασαπχιό = χασάπικο
φαώνομαι στη δουλειά = είμαι πολύ δουλευταράς
εκόρδιζε = τέντωνε
παράσερμα = σκούπισμα
πετσοσέρνει = τραβολογά
πετσοντανίζει = τραβολογά με δύναμη τινάζοντας πέρα δώθεν
χτυπώ όξω = βγαίνω έξω
ένοιασε σε = μην έχεις έγνοια
μιας κοπανιάς = κάποια στιγμή
πειράξει =ενοχλήσει
αποδιαφώτιστα =α ξημέρωτα
ήσερνε = ακολουθούσε
ντουγρού = ίσια πέρα, απέναντι
τούτο ν’ αιώνειο = παντού γεμάτο, πληθώρα
χουμά - κουτάλια = άνω κάτω
εχιαχίρντισε = τα έχασε
λαλεί = οδηγά, εδώ τα τετράποδα
σάικα = ασφαλώς