"Μεσοκαλόκαιρο" του Άρι Άστερ
Η Ντάνι βρίσκεται στο τελευταίο έτος των σπουδών της στην ψυχολογία όταν τίθεται αντιμέτωπη με μία ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία.
Αναζητά το στήριγμα στον επί μακρόν σύντροφό της, παρότι η σχέση τους τελεί υπό διάλυση, και αποφασίζει να συνοδεύσει αυτόν και τους φίλους του σε ένα μακρινό ταξίδι στη Σουηδία, προκειμένου να παρευρεθούν σε κάποια τοπική εθιμική γιορτή στο κοινόβιο όπου μεγάλωσε ο ένας εξ αυτών.
Το γοητευτικό μυστηριώδες κλίμα και τοπίο που συναντούν μοιάζει να τους υποδέχεται θερμά, γρήγορα όμως φανερώνει ένα πρόσωπο σαφώς απειλητικότερο του αρχικού.
Όπως και στο περσινό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Άστερ, την θαυμάσια «Διαδοχή», έτσι και στο συγκεκριμένο φιλμ, κυρίαρχη είναι η γυναικεία πρωταγωνιστική παρουσία. Η Ντάνι καλείται να επιβιώσει εντός οριακών για τον λογισμό της συνθηκών, κοιτώντας κατάματα την οδύνη της απώλειας και δίχως να μπορεί να βρει έναν τρόπο να εκφράσει αποτελεσματικά τον οδυρμό της. Ο σύντροφός της δεν είναι κάτι παραπάνω από σκιώδης παρουσία στη ζωή της που από λύπηση καταδέχεται να την πάρει μαζί του στο περιπετειώδες ταξίδι της αντροπαρέας, έχοντας εγκαταλείψει προ πολλού την πνευματική αφοσίωσή του προς αυτήν. Έτσι, η Ντάνι κατ’ ουσίαν είναι μία γυναίκα μόνη, που αφήνεται να ρημαχτεί ψυχικά από το αβάσταχτο φορτίο του θανάτου των οικείων της.
Οι άνθρωποι της κοινότητας που υποδέχεται τους ταξιδιώτες μοιάζουν να διάγουν έναν βίο μακριά από τις εξαντλητικές αστικές περιστάσεις των φιλοξενουμένων τους. Με τα φολκλορικά τελετουργικά τους, την απόλυτη απουσία της πίεσης από τις καθημερινές συνθήκες τους, τη νηνεμία που κυριαρχεί στα βλέμματά τους, αφοσιώνονται στην τήρηση των εθίμων τους και στο σεβασμό των όρων της συνύπαρξής τους. Η εορταστική ατμόσφαιρα κάνει τα πάντα να μοιάζουν σαν πολυήμερο πανηγύρι εντός του οποίου μπορεί κανείς να απαλλαγεί προσωρινά από τις έγνοιες του, επιδιδόμενος σε δραστηριότητες ριζικά διαφορετικές από τις συνήθεις του, αγνότερες και φυσικότερες.
Όσο όμως η παρέα των Αμερικανών -όλοι πλην της Ντάνι είναι φοιτητές ανθρωπολογίας- καταδύεται στην αληθινή ουσία των εθιμικών εκδηλώσεων και αντικρίζει την πραγμάτωση των ριζικά διαφορετικών αντιλήψεων της κοινοβιακής κοινότητας, εμφορείται σταδιακά από ένα συναίσθημα παρείσακτης παρουσίας. Με αποκορύφωμα ένα αποτρόπαιο για τα δεδομένα τους τελετουργικό θανάτου, οι νεαροί αισθάνονται κάτι χειρότερο από ξένοι, μάρτυρες μίας εγκληματικής παράστασης, μέλη ενός αποτρόπαιου καλτ που τελούν υπό δοκιμασία. Για την Ντάνι, ωστόσο, όλα είναι διαφορετικά, τον θάνατο τον έχει δει κατάματα λίγο πριν την επίσκεψή της στο κοινόβιο, και κλήθηκε να τον χωρέσει μες στη ψυχή της ολομόναχη. Μπορεί λοιπόν τα πολιτισμικά αντανακλαστικά της να την οδηγούν σε εκφράσεις αποτροπιασμού μπροστά στη θέα του λατρευτικού θανατερού τελετουργικού, είναι όμως πυρηνικά εξοικειωμένη με την ιδέα τους τέλους.
Ο θάνατος, στο φιλμ του Άστερ, είναι ένα μέρος της ζωής, που όμως δε χωράει στην ανθρώπινη νόηση. Το μυστηριακό καλτ τον υποδέχεται ορίζοντας για τα μέλη του μία ημερομηνία θανάτου. Η εθελούσια έξοδος από τη ζωή στο τέλος κάποιας ορισμένης -έστω δογματικά- βιολογικής πορείας μοιάζει προτιμότερη, αφού η θλίψη και η ταλαιπωρία που συνοδεύουν τον τυχαίο θάνατο βαθιά συνταρακτική. Τούτη η κοσμοθεωρία, στη δεδομένη στιγμή της επίσκεψης, μοιάζει να μπορεί να φιλοξενήσει τον θρήνο της Ντάνι, να της προσφέρει δηλαδή αυτό που τόσο εμφατικά αποτυγχάνει να κάνει ο σύντροφός της. Πρόκειται άλλωστε για μία γυναίκα που πασχίζει να αναστήσει μία νεκρή σχέση, τελούσα και η ίδια υπό ψυχολογική κατάρρευση. Έχοντας λυγίσει υπό το βάρος της απώλειας της οικογένειάς της, μη δυνάμενη να αντλεί άλλο εκ των ενόντων δύναμη, και ψυχικά εγκαταλελειμμένη, η Ντάνι αναζητά και βρίσκει στο παγανιστικό κοινόβιο αυτό που δε μπορεί να αντλήσει πλέον από τη σχέση της: την αίσθηση του ανήκειν σε ένα σύνολο μεγαλύτερο από την πενθούσα ύπαρξή της, που θα εκφραστεί μαζί της, θα συν-αισθανθεί, θα συμ-πονέσει.
Ο Άστερ βασίζεται σε εξαιρετικά στέρεα αφηγηματικά θεμέλια, όπως άλλωστε και στη «Διαδοχή». Στο παρόν φιλμ δεν ενδιαφέρεται για την αγωνία του κοινού, το κακό επίκειται, η αφετηρία του είναι γνωστή, έως και η κατάληξη προδιαγεγραμμένη. Επιθυμεί να βυθίσει τον θεατή στην καρέκλα του, να τον πλημμυρίσει με ένα άβολο συναίσθημα σαν αυτό που κυριαρχεί στο θυμικό της πρωταγωνίστριάς του, να το καταστήσει κοινωνό σε ένα ψυχοτροπικό ταξίδι που λαμβάνει χώρα σε συνθήκες αμφίβολης νοητικής ισορροπίας της ηρωίδας. Το σκοτάδι του είναι λουσμένο με το καλοκαιρινό φως, ολοφάνερο, δεν κρύβεται σε σκιερές γωνίες και αόριστα πνεύματα, κατοικεί σε μερικά ζευγάρια λαμπερών διαταραγμένων ματιών και αρχαίες τελετουργίες που απαντούν σε προαιώνια αδιέξοδα.
Πρόκειται για ένα φιλμ που δεν μπορεί να χωρέσει σε κάποιο κινηματογραφικό είδος, μία sui generis δημιουργία επ’ ουδενί αυτάρεσκη ή ιδιοσυγκρασιακή, γεμάτη σινεφιλικά σημεία αναφοράς. Μία ματιά μακάβρια, βαθιά ειρωνική και σαρκαστική ως προς την πρόοδο του σύγχρονου πολιτισμού που προσεγγίζει αποστειρωμένα τα ζητήματα των λαϊκών δοξασιών και τη σύνδεση τους με την ανθρώπινη ανάγκη (οι ανθρωπολόγοι αποτυγχάνουν ουσιαστικά να αντιληφθούν την πολιτισμική διάσταση των όρων συμβίωσης εντός του αιρετικού κοινοβίου). Ένα βραδυφλεγές, υπνωτιστικό δημιούργημα απαράμιλλης αισθητικής που μοιάζει με σκοτεινή τελετή κάποιου απόκρυφου φεστιβάλ, η οποία παίρνει τον χρόνο της για να εγκαθιδρύσει συνθήκες απόλυτης μυσταγωγίας και, τελικά, ενός υποδόριου, αλησμόνητου, πυρηνικού τρόμου.
Σκηνοθέτης: Άρι Άστερ
Παίζουν: Φλόρενς Πιου, Τζακ Ρέινορ, Βίλχελμ Μπλόμγκρεν, Γουίλ Πούλτερ
Διάρκεια: 147′
Ελληνικός τίτλος: «Μεσοκαλόκαιρο»
*Ο Φίλιππος Χατζίκος, είναι δικηγόρος και συντάκτης στο cinedogs.gr