"Η ομορφιά μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο"
Για το λογοτεχνικό έργο του Κρητικού Νίκου Ψιλάκη έχει γραφτεί ότι αποτελεί μια «επάξια συνέχεια από τα κρητικά μυθιστορήματα του Καζαντζάκη» και «δοξάζει την ελληνική γλώσσα» (Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφημ. «Τα Νέα»). Το τέταρτο ιστορικό μυθιστόρημά του «Η κραυγή των απόντων» (Καρμάνωρ), βασισμένο σε μαρτυρίες, χειρόγραφα και άγνωστα ντοκουμέντα, μας οδηγεί σε ένα ταξίδι που αρχίζει στις αρχές του 20ού αιώνα και ολοκληρώνεται τη δεκαετία του 1970, ξεδιπλώνοντας την ιστορία ενός απροσδόκητου έρωτα, αλλά και την ιστορία μιας χώρας, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το οικονομικό κραχ, την άνοδο του ναζισμού και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ιδιαίτερη αναφορά στη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αμαχητί τη Μακεδονία, το Τέταρτο Σώμα Στρατού παραδίδεται από τη φιλοβασιλική διοίκησή του σε ξένη δύναμη και εκπατρίζεται. Σχεδόν εφτά χιλιάδες μάχιμοι φορτώνονται σε τρένα και μεταφέρονται στη Γερμανία. Τυπικά είναι φιλοξενούμενοι του Κάιζερ. Στην πράξη, όμως, τα όρια ανάμεσα στη φιλοξενία και την αιχμαλωσία ή την ομηρία είναι παντελώς ασαφή.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου ο συγγραφέας απαντά στο Ερωτηματολόγιο του Docville.
Πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;
Στην Κρήτη. «Στον ίσκιο ενός βουνού, σ’ ένα χωριό σφηνωμένο ανάμεσα σε βράχια και γέρικες ελιές» – φράση από το τελευταίο βιβλίο μου που δεν είναι αυτοβιογραφικό.
Όταν ακούτε τη λέξη σπίτι, τι σας έρχεται στο μυαλό;
Όχι, βέβαια, το κτίριο, αλλά το κτήριο, η οικία, ό,τι άυλο περιέχεται μέσα σ’ αυτήν.
Μια ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια.
Ένα καφενείο, μια σόμπα στη μέση, κάμποσοι βοσκοί και ζευγολάτες τριγύρω, ιστορίες από τα παλιά, διηγήσεις, ταξίδια ανάμεσα στον πραγματικό και τον υπερβατικό κόσμο, ιστορίες που μοιάζαν με παραμύθια κι ας μην είχανε δράκους. Κι ένα παιδί να αφουγκράζεται. Το ίδιο παιδί που χρόνια μετά έλεγε σε μια διάλεξή του: «Ευχαριστώ τον πλάστη του κόσμου που χάρισε στο είδος μου, στο ανθρώπινο είδος, την αφήγηση».
Πότε ήταν η πρώτη φορά που βυθιστήκατε σε ένα βιβλίο;
Στην Τετάρτη του Δημοτικού, όταν βρήκα στη μικρή βιβλιοθήκη του πατέρα μου τη «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου. Με συγκλόνισε. Ίσως να μ’ επηρέασε κιόλας γιατί το θέμα του εγκλεισμού με απασχόλησε και όταν είχα πια μεγαλώσει. Αναζήτησα τεκμήρια από αυτήν την εποχή, μαρτυρίες, επιστολές, έγγραφα…
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας μύησε στο διάβασμα;
Ο πατέρας μου. Βιβλία ήταν συνήθως τα δώρα του.
Τι σας ώθησε στη συγγραφή;
Δεν θυμάμαι. Ήμουν μαθητής στο Δημοτικό. Έγραψα και… βιβλιοδέτησα το πρώτο μου βιβλίο. Έντεκα χρονών. Ζωγράφισα το εξώφυλλο και μετά το φύλαξα. Ντρεπόμουν να το δουν οι άλλοι, μα την «υπόθεση» τη διηγήθηκα. Τάχα την είχα διαβάσει κάπου.
Η συγγραφή είναι τρόπος ζωής;
Ανάγκη. Και έρωτας για τη λέξη. Συνήθως γράφω μονάχα όταν νιώθω κάτι να ξεχειλίζει από μέσα μου.
Η ζωή του συγγραφέα είναι μοναχική;
Το γράψιμο ναι, η ζωή όχι. Πάντα υπάρχει μια χρυσή τομή.
Υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Οι ιδανικές συνθήκες για μένα μπορεί να είναι αντίξοες για κάποιον άλλον. Και το αντίθετο. Είμαστε πολύπλοκα όντα οι άνθρωποι.
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν ολοκληρώσατε το νέο βιβλίο σας;
Ότι συνεχίζεται το ταξίδι των ηρώων μου. Ήταν σαν να κουβέντιαζα μαζί τους. Τους ξεπροβόδισα μ’ ένα δάκρυ. Και συγχρόνως τους καλωσόρισα ως συνοδοιπόρος στο καινούργιο ταξίδι τους. Ακόμη τους ακολουθώ. Και συχνά κουβεντιάζω μαζί τους.
Νιώσατε ποτέ φόβο έκθεσης;
Όχι ακριβώς φόβο. Από τη στιγμή που αποφασίζεις να εκδόσεις βιβλίο προσπαθείς να ξεπεράσεις τον φόβο. Είναι κακός συμβουλάτορας. «Κόβει» την έμπνευση.
Συγγραφικό μπλοκάρισμα. Σας έχει τύχει;
Νομίζω πως όχι. Αγωνία μόνο να βρω την κατάλληλη λέξη. Σαν την πέτρα που διαλέγει ο χτίστης για να κάμει στέρεο το κτίρι του. Και όμορφο.
Ποιοι συγγραφείς έχουν «γράψει» μέσα σας;
Στα παιδικά μου χρόνια ο Κονδυλάκης και ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Καζαντζάκης στα εφηβικά και την πρώτη νεότητα. Τότε ανακάλυψα την ποίηση. Πέρασα ώρες ατέλειωτες με Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Βάρναλη… Με μάγεψαν οι Τραγικοί. Είχα μάθει ολόκληρα κομμάτια της Αντιγόνης. Κι από πεζογραφία, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Στάινμπεκ. Επίσης, με γοητεύει η αφρικάνικη λαϊκή λογοτεχνία – όση τουλάχιστον μπορεί να βρεθεί και να φτάσει αυτούσια ως εμάς. Είναι ένας ωραίος τρόπος ν’ αναζητήσει κανείς το αρχέγονο. Ίσως γι’ αυτό μάζεψα μπόλικες μάσκες στη συλλογή μου.
Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;
Γεμάτο. Όχι μισογεμάτο. Κι αν αδειάσει… το γεμίζουμε πάλι.
Αύριο ξημερώνει μια καλύτερη μέρα;
Όταν το θέλεις, ναι. Κι αν δεν έρθει με χαμόγελο, μπορείς να της χαρίσεις το δικό σου.
Βασίζεστε στην καλοσύνη των ξένων;
Με συγκινεί η καλοσύνη των άλλων. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι βασίζομαι σ’ αυτήν. Εύχομαι μόνο να μπορώ να την ανταποδίδω.
Η κόλαση είναι οι άλλοι;
Συνήθως η κόλαση βρίσκεται μέσα μας.
Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης εκτιμάτε ιδιαιτέρως;
Τη σεμνότητα. Και την αυτογνωσία. Ίσως να έχουν κάποια συνάφεια.
Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης σας απωθεί;
Πρώτα το μίσος. Μετά η ζήλεια. Το πρώτο οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς. Η δεύτερη δεν οδηγεί πουθενά.
Τι ρόλο παίζει η φιλία στη ζωή σας;
Θαυμάζω τον ποιητή του «Ερωτόκριτου». Τον διάβαζα από μικρός, ήταν σαν πλοηγός στη ζωή μου. Εκείνος, λοιπόν, τοποθετεί τη φιλία ανάμεσα στις κορυφαίες αξίες που αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για να γράψει το αριστούργημά του: «…του Έρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη / αυτάνα μ’ εκινήσασι…» Και παρακάτω: «…Φόβοι, τρομάρες, μάνητες, κύματα κι αν φουσκώσου(ν) /δεν ημπορού μια μπιστική φιλιά να ξεριζώσου(ν)». Οι στίχοι αυτοί περιγράφουν τον ρόλο που παίζει και στη δική μου ζωή.
Είναι σημαντικός για εσάς ο έρωτας;
Μα, μπορεί να μην είναι; «Γροικήσετε τον Έρωτα θαμάσματα τα κάνει… / … κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλικάρι». Ερωτόκριτος πάλι. Δηλώνω διαρκώς ερωτευμένος.
Τι είναι ευτυχία για εσάς;
Στιγμές και χαμόγελα. Μια καλή συντροφιά, ένα παιδί που σου ζητά να του πεις παραμύθια, ένα εγγόνι που σε ξανακάνει παιδί κι ετοιμάζεσαι να παίξεις μαζί του. Συχνά κι ένα ποίημα. Ή μια λέξη που σε ταξιδεύει… Όπως εκείνο το ομηρικό «γάνος της μέρας» που είχα ακούσει κάποτε από το στόμα της αγρότισσας μητέρας μου. Δηλαδή η λαμπρότητα, η λάμψη, το φως…
Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;
Κι αν δεν τον σώσει, ασφαλώς μπορεί να τον κάμει καλύτερο.
Πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας σε δέκα χρόνια;
Ούτε την επόμενη μέρα μπορώ να σκεφτώ.
Είστε ικανοποιημένος με όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα;
Αισθάνομαι τυχερός. Μου δόθηκαν περισσότερα απ’ όσα περίμενα.
Το μυθιστόρημα «Η κραυγή των απόντων» του Νίκου Ψιλάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καρμάνωρ.
Πηγή: documento.gr