"Η ανελίγωση" της Έφης Μιχελάκη

Ποτές μου δεν εζήλεψα
σ’ αμπέλια γη μαξούλια,
ταχτάδες και ρωμέϊκα
γη σουλτανιά καρίκια,
μηδέ και στσι κουτσουρολιές
μηδέ στα λιανολίδια,
μήδε στα παχτωσάρικα
τα στάρια τα μιγάδια,
σε στειροζούλια απαλλαγά
και στα μαρωπισάρια,
κονάκια διπλοτάβανα
πεζούλες περιβόλια,
μήδε φαντά πεθύμησα
με πλουμιστές ταντέλες,
γη γιοργανοσκεπάσματα
πιτήδειους κουσκουσέδες.
Μια πεθυμιά ’χω αμοναχή
μιαν εχταγή μια φούργια,
σα γέρνει ο ήλιος στα λαγκά
και βγαίνει Αποσπερίτης,
να μ’ έχεις στ’ αστηθάκι σου
και στο προσκέφαλο σου,
με δυο νεφέσα να ρουφώ
τη γλύκα τω χειλιώ σου,
να σε παιδεύγω οληνυχτίς
και να σ’ ανελιγώνω...
***Γλωσσάρι:
Νεφέσι= ρουφηξιά
Μαξούλι= εισόδημα - βιός
Ταχτάς=ποικιλία παλιά λευκού κρασάμπελου Καρίκι= γραμμική σειρά
Παχτώνω =ενοικιάζω
Μιγάδι= κράμα στάρι - κριθάρι
Απαλλαγά = ζώα που έχουν γεννήσει
Μάρωπα = ζώα ενός έτους
Φαντό = υφασμένο στον αργαλειό
Γιοργάνι= πάπλωμα
Κουσκουσές= υφαντό με χνούδι
Εχταγή =πάθος
Φούργια = ορμή - βιασύνη.
Έφη Μιχελάκη