"Ανεστορούμαι και γελώ"


Δε θυμάμαι ούτε μέρα, ούτε χρόνο. Θυμούμαι μόνο ότι αποκόλωνε η δεκαετία του ’50 και κοντοσίμωνε το Πάσχα.
Ήμουνα τότε γυμνασιόπαιδο παρακαλώ, με πηλίκιο και μακρύ παντελόνι. Στην κολότσεπη είχα πάντα τσατσάρα και καθρεπτάκι. Τα παπούτσια μου ήταν ελβιέλα καλοβαμμένη με στουμπέτσι. Σωστό τσαναβαράκι. Το πιο καλό μου φαγητό, κρέας το ‘λέγαν, όπως και να μαγειρευόταν. Τα αγαπημένα μου παιγνίδια ήταν το «φτου ξελευτερία», «ντουλματζέ», «μπρόκος», «ζυγωτό», «ψηλογαϊδάρα», «μόντζος», «απαλέτι», «χωστό», «τυφλόμυγα», «κουτσό», «ντάμα και κισκιντάκι», «βεζύρη», «μακρύ ποταμό», «ψείρες» και «τοιχάκι». Δηλαδή όλα!
Πρωί – πρωί είχα πάει με τον πατέρα μου, το Μανώλη του Μήτσου ή Μαστρομανώλη, σ’ ενός χωριανού να βάλομε τα κουφώματα. Κάποια στιγμή μου λέει, να ξεμασκουλώσω μια πόρτα. Μισάνοιχτη όπως ήταν, προσπάθησα, αλλά τίποτα. Νευριασμένος ο πατέρας, μου ανεμάτσωσε με τη δεξά, βαριά του χέρα και μου λέει: «Χάφτας είσαι μωρέ; Άνοιξε την πόρτα, ούτε ο Τζιμ Λόντος δεν τηνε ξεμασκουλώνει ετσά. Δε σου ‘πα ότι τα χέρια πρέπει να συνεργάζονται με το μυαλό»;
Εγώ διαολίστηκα αλλά δεν έβγαλα άχνα…
Αφού εξεμάνισε, μου λέει: «έχω κι εγώ τα νεύρα μου, γατές ίντα ‘ναι να δουλές βερεσέ; Μα ίντα να κάμω, τ’ αφεντικό είναι χρειαζούμενο γιατί την επιστήμη του την έχει μονοπώλιο».
Μόλις έφταξε ο ήλιος στα Μπαρίτικα εσκολάσαμε.
Όταν πήγα στο σπίτι, έφτιαξα ένα πανοκαύκαλο με πετιμέζι και την έκανα… πατητήρι! Νάσου κι η μάνα μου: «Μίμη παιδί μου, πρόσεχε, γιατί η κοιλιά είναι κάραβος κι όποιος της συνοριστεί γίνεται… γάιδαρος», μου λέει. Ναι, της απαντώ κι εγώ, αλλά η γιαγιά μου έλεγε τις προάλλες απού φάει και ξαναφάει, πιο καλά πάει». Μάνα, από κάτι τέτοια εκουζουλάθηκε ο Κωνσταντής από το Δεμάτι. Άναψα τη λάμπα, έβαλα τη φουρκέτα στο λαμπόγιαλο για να μη σπάσει και κάθισα να διαβάσω. Το μαγκάλι με το πυρηνάκι εφουνάριζε, αυτή ήταν η αιτία που τα πόδια μου ήταν γεμάτα κατσιμπουρλίδες, αλλά ίντα να έκανα που τουρτούριζα και τα μαργώνανε τα πόδια μου.
Η άσκηση που έπρεπε να λύσω έλεγε: Κύων διώκει αλώπεκα η οποία απέχει του κυνός 60 πηδήματα κ.λπ.
Σκέφτομαι, προσπαθώ, πολύ δύσκολη ρε μάνα.
Για διάβασέ τη, μου λέει, να την ακούσω. Τη διαβάζω. Και μου απαντά: Εγώ παιδί μου ήκουσα από την αδερφή μου τη δασκάλα (Λυριτζάκαινα) ότι ο Παρθενώνας έχει κίονες, δηλαδή κολώνες. Τώρα κολώνες να διώκουν πουλιά δεν το χω ακουστά. Χαμογέλασα. Όλοι μαζί, όπως πάντα, καθίσαμε για φαγητό. Κάναμε τρεις φορές το σταυρό μας. Ο πατέρας μου είπε να πω το «Πάτερ ημών», αλλά να προσέξω στο «ως εν ουρανώ», να μη βάλω νι στο τέλος, γιατί λέει του είπανε ότι δεν χρειάζεται! Την επομένη ξεκινήσαμε με το λεωφορείο για το Ηράκλειο, όπου είχε ο πατέρας δουλειές. Ήταν η καλύτερή μου γιατί θα έτρωγα καστρινή μπουγάτσα και κανέναν καβρουμά. Περνώντας από του Γαζέπη το Μύλο, μας επάντιξε ένας γεροντάκος που έσκαβε. Ώρα καλή, του φώναξε κάποιος απ’ το λεωφορείο συμπληρώνοντας: «Μη το σηκώνεις ετσά ψηλά το σκαπέτι γιατί θα σου το πάρουνε οι αγερανοί»! Μόλις φτάσαμε στο Αρκαλοχώρι το λεωφορείο ξαφνικά σταμάτησε. «Επάτησε φαίνεται καμιά πρόκα», λέει ο ένας. «Μα ίντα λες εδά», του απαντά ένας άλλος, «εστάθηκε να ξεδρώσει, δεν το είδες στο ανεβόλεμα που ανεχανιούντανε;» Ο οδηγός μας έλυσε την απορία: «Σηκωθείτε να κάμετε το σταυρό σας γιατί περνά λείψανο». Με το μανίκι ξεθάμπωσα το τζάμι για να δω. Μπροστά πήγαινε ένα φορτηγάκι με το καθελέτο στην καρότσα κι ακολουθούσε κόσμος πολύς. Δίπλα στον οδηγό καθόταν μια μαυροφορεμένη, η οποία κοίταζε συνεχώς το καθελέτο κι έκλαιγε. Θα πρέπει να ήταν η χήρα που άφησε ο μακαρίτης. Κάποια στιγμή λέει στον οδηγό ουρλιάζοντας: «Γιάντα μπρε συ Χαρίλαε τον ήβαλες από πίσω και δεν τονε θωρώ». Μερικοί στο λεωφορείο πήγαν να κρυφογελάσουν, αλλά σκέπασαν με τα χέρια τους το μούτσουνό τους για να μην φανούν. Κάποιος είπε «και μη χειρότερα». «Καλά», του λέει ο διπλανός: «κατές εσύ κάτι χειρότερο απ’ το θάνατο;» «Κατέω», απαντά ο άλλος, «αν ήμουνα στη θέση του ποθαμένου, δεν θα ‘ταν χειρότερα;»
Ο εισπράχτορας έβαλε μπροστά με τη μανιβέλα και ξεκινήσαμε. Αργά το μεσημέρι, φτάξαμε στο Ηράκλειο. Τρώγω ντελόγο μια διπλή μπουγάτσα και καπάκι πίνω δυο ποτήρια νερό, γιατί από την ξενιστικομάρα εθώρουνα αστράκια!
«Μίμη», μου λέει ο πατέρας μου, «βάστα να πας στο Στρατολογικό να πάρεις ένα πιστοποιητικό τύπου «άλφα» που το θέλει ο θείος σου και μου το παράγγειλε πώς και πώς». Πήγα λοιπόν, χτυπώ ευγενικά την πόρτα. «Περάστε», ακούω μια φωνή. Μπαίνω. Καθίστε, καθίστε, μου λέει ένας κύριος με δυο άστρα στον κάθε ώμο. Ολομόναχος είμαι, του απαντώ. Με ύφος αφεντικού άρχισε τις ερωτήσεις:
-Όνομα;
- Δήμητρης, του λέω, αλλά με φωνάζουνε και Μίμη. Έχω όμως και παρατσούκλι.
-Ταυτότητα;
-Εξέχασά τηνε, αλλά αφού με θωρείς αυτοπροσώπως.
-Ημερομηνία γέννησης;
-Δεν ενθυμούμαι κύριε, αλλά γράψε, ετοτεσάς που φύγανε οι Γερμανοί. Μέρα και μήνα δεν θυμούμαι.
-Επάγγελμα;
-Δεν έχω ακόμη κατασταλάξει. Γράψε «ακαταστάλαχτος». Με αγριοκοίταξε.
- Γράψε αν θες, παραγιός μαραγκού.
-Διεύθυνση;
-Κάτω Μύλος, χωρίον Άνω Βιάννος, κοντά στο Μεγάλο Πλάτανο, ανατολικά του Τρουλή και βόρεια του Κονταξή. Εμάς οι δρόμοι μας είναι αβάπτιστοι και αρίθμητοι κι άμα δεν σου αρέσει, γράψε «από κει που βγαίνει το καλύτερο λάδι».
-Ο ενδιαφερόμενος για το πιστοποιητικό έχει Κλάση;
-Αγία μου Κερά, δωσ’ μου υπομονή ως έδωσες της πέτρας. Αν άκουσα καλά, με ρωτάτε στο Ηράκλειο αν ήκλασε ο θείος μου στο χωριό; Πίσω μου σ’ έχω σατανά και μπροστά μου σε θωρώ. Ανεμαζώνω όλη την ψυχραιμία μου, ξεροκαταπίνω και του λέω: Εγώ πάντως μυρωδιά δεν ήκουσα, γιατί είμαι συναχωμένος. Ετουλόγου σου ήκουσες;
Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε. Ετεντώσανε φαίνεται τα νεύρα του και ανάψανε τα λαμπάκια.
«Βγες έξω», μου λέει, «ουρίστε, ουρίστε και να ‘ρθει άλλος για το πιστοποιητικό, αλλά να τα χει τετρακόσια, γιατί εσύ σερσεμίζεις». Πήρα το δρόμο για του Ορέστη, που με περίμενε ο πατέρας μου. Στο Φαλτέ Τζαμί, βλέπω έναν, Ανωγειανός πρέπει να ήτανε, να νταραβερίζεται μ’ ένα τουρίστα. Σιμώνω και στήνω τ’ αφτί μου. Ο τουρίστας λιγουρευότανε το παλιό κρητικό μαυρομάνικο μαχαίρι που είχε στη μέση ο Ανωγειανός. Μαύρα στιβάνια, βράκες, και κεντητό γιλέκο, εποχάσκωσε ο τουρίστας!
«Κύριος, πουλάει μαχαίρι, εγκώ χίλιες δράχμες».
«Όσκες», του λέει νέτα – σκέτα ο Ανωγειανός. Διπλασιάζει, τριπλασιάζει… δεκαπλασιάζει την τιμή. Πάντα η ίδια απάντηση: «Όι, δεν πουλιώ, μόνο ξεφορτώσου με γιατί βιάζομαι». Ξανοίγει τον ήλιο ο Ανωγειανός και τονε ρωτά ίντα ώρα έχει. «Ντίο και ντέκα» απαντά. Βγάζει το ρολόι ο τουρίστας και του λέει: «Πάρτο, είναι χρυσό, δώσ’ μου μαχαίρι». «Δεν καταλαβαίνεις, δεν το πουλιώ».
«Καταλαβαίνω, αλλά γκιατί;»
«Γροίκα», του λέει, «άμα μου πει ένας στο καβγά «γ…ώ τη μάνα σου» και λερώσει το κούτελό μου, ίντα θα του πω εγώ, ντίο και δέκα; Να το γατές, τούτο το σιδερικό, είναι ο προστάτης της τιμής και της υπόληψης μου. Τα ρολόγια τα φορούνε οι… τζιτζιφιόγκοι».
Στου Ορέστη το καφενείο με περίμενε ο πατέρας. Το πήρες, μου λέει, το πιστοποιητικό; Όχι, του λέω, γιατί όποιος δεν έχει κλάσει και δεν έχει κατουρήσει, πιστοποιητικό δεν παίρνει. Ήπια μια ζεστή σουμάδα και ήρθα στα γράδα μου. Στο χωριό γυρίσαμε χωρίς να πουσουνίσουμε τίποτα.
Υστερόγραφη σημείωση:
(Υπόψη κ. Δημάρχου)
Έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που συνέβησαν τα παραπάνω γραφούμενα. Όλα άλλαξαν, η διεύθυνση όμως του πατρικού μου σπιτιού, παραμένει ίδια. Αριθμήστε και ονομάστε, σας παρακαλώ, τους δρόμους της γενέτειράς μας. Είναι τόσο απλό και θα διευκολυνθούμε όλοι.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"