Πόλεμος-Φιλία-Συντεκνιά
Με αφορμή την επέτειο της Εθνικής μας Αντίστασης θα σας διηγηθώ μια ιστορία η οποία συνέβη τα σκοτεινά εκείνα της γερμανικής κατοχής. Αυτό το κάνω για να θυμηθούμε όλοι εμείς της γενιάς εκείνης, αλλά και για να μάθουν οι νέοι μας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε.
Ο πατέρας μου (Ραπτάκης Μιχάλης ή Κυνηγομιχάλης) ήταν ο ταχυδρόμος των ανταρτών. Ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε τα απόρρητα μυστικά όλων όσων είχαν καταφύγει στα Λασιθιώτικα βουνά εκεί που είχαν φτιάξει το λημέρι, για να μπορούν να οργανώσουν καλύτερα την αντίστασή τους ενάντια στους κατακτητές. Καθημερινά πηγαινοερχόταν ξυπόλυτος και ακούραστος μεταφέροντας στους αντάρτες τρόφιμα και γράμματα από τις οικογένειές τους, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Οι Γερμανοί ύστερα από πληροφορίες για το ρόλο που έπαιζε ο πατέρας μου, άρχισαν να κατασκοπεύουν το σπίτι μας. Όπως ήταν φυσικό το έργο του έγινε δυσκολότερο. Για να μπορεί λοιπόν να μπαινοβγαίνει χωρίς να γίνεται αντιληπτός έσκαψε ένα λαγούμι σε μια γωνιά του σπιτιού που επικοινωνούσε με το στάβλο του μπάρμπα του Γιαννιού, κι από κει στα περιβόλια. Ένα βράδυ που γύρισε από το λημέρι διηγήθηκε στη μάνα μου ότι οι αντάρτες ήταν πολύ άσχημα. Άπλυτοι, ακούρευτοι και γεμάτοι ψείρες.
Αποφάσισε λοιπόν να πάρει το μοναδικό κουρέα του χωριού, τον Αντώνη του Ταιράκι, να τον μεταφέρει στα Λασιθιώτικα βουνά για να τους φροντίσει. Ο μακαρίτης ο Αντώνης δέχτηκε ευχαρίστως να ανέβει στο λημέρι, αλλά μόλις αντίκρισε σε τέτοιο χάλι τους φίλους και τους συγχωριανούς του, δεν άντεξε και λιποθύμησε. Με χίλιες δυσκολίες κατάφερε να τους κουρέψει και να τους φροντίσει αλλά η άσχημη ψυχολογική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να γυρίσει στο χωριό. Μη έχοντας ο πατέρας μου άλλη λύση τον έβαλε στην πλάτη του και τον κατέβασε κάτω. Ο κλοιός όμως ολοένα και έσφιγγε και οι Γερμανοί παραμόνευαν για να συλλάβουν τον πατέρα μου. Ήρθε λοιπόν στο σπίτι, αποχαιρέτισε τη μάνα μου και τα αδέλφια μου και το αβάφτιστο αδερφάκι μου που είχε έρθει στον κόσμο μέσα στη φλόγα του πολέμου.
Έτσι περνούσε ο καιρός και εμείς δεν ξέραμε το χαμό του πατέρα. Ένα βράδυ καθόμασταν χωρίς φως γύρω από το τζάκι, όταν κτύπησε η πόρτα και ακούσαμε μια φωνή να λέει: «Άνοιξε Σοφία (η μάνα μου), μη φοβάσαι είμαι ο Νικολής του Μιχαηλάκι από το Λουτράκι και σας φέρνω νέα απ’ το Μιχάλη». Ο φόβος έγινε χαρά, η πόρτα άνοιξε και το σπίτι γέμισε απ’ τη λεβεντιά και την ομορφιά του Λουτρακιανού παλικαριού. Ο πατέρας μας είχε βρει κρυψώνα και φροντίδα στο μιτάτο του Γιώργη του Μιχαηλάκι που είχε με τα παιδιά του. Με το Νικολή του Μιχαηλάκι ο πατέρας μου είχε συνδεθεί με βαθιά φιλία και επειδή συναποφάσισαν να γίνουν σύντεκνοι, τον έστειλε ο πατέρας μου. Στην πλάτη του σήκωνε μια βούρια και την έδωσε στη μάνα μου και της είπε: «Συντέκνισσα Σοφία, άδειασε τη βούρια, τάισε τα κοπέλια και ζέστανε γρήγορα νερό να στείλεις στον Άη Δημήτρη μαζί με το αβάφτιστο κι εγώ πάω να βρω τον παπά Γρηγόρη». Ήρθε η γιαγιά μου η Κοτσιφογιάννενα, πήρε το κοπέλι και το νερό και το πήγε στην εκκλησία. Εμένα μ’ έστειλε η μάνα μου να φωνάξω την Τριγωνάκενα να φέρει λίο κρασί γιατί δεν είχαμε στο σπίτι μας να σβήσουμε τις λαμπάδες, όπως είχαμε έθιμο εκείνα τα χρόνια. Με πολύ χαρά στέκαμε στην πόρτα περιμένοντας να ’ρθει ο σύντεκνος ο Νικολής μαζί με το νεοβάπτιστο. Όταν είδαμε τον παπά Γρηγόρη να κατεβαίνει και διακριτικά να κάνει συνθήματα με το θυμιατό, καταλάβαμε ότι, κάτι συμβαίνει. Η Αναστασία η Τριγωνάκενα που ήταν πανέξυπνη γυναίκα, αντιλήφθηκε τους Γερμανούς που είχαν κυκλώσει τη γειτονιά. Κλειδωθείτε γρήγορα μέσα, μας είπε η Αναστασία, ο παπάς με το σύντεκνο δεν έρχονται εδώ, εγώ θα πάρω το κοπέλι στο σπίτι μου και θα το φέρω όταν μπορώ.
Όσο περνούσαν οι ώρες η μάνα μου άρχισε να κλαίει και να φοβάται για τη ζωή του νεοβάπτιστου, όταν κάποια στιγμή ακούσαμε χαρχάλεμα στο λαγούμι που είχε κάνει ο πατέρας μου. Ήταν η Τριγωνάκενα που πέταξε το κοπέλι μέσα για να το πάρει η μάνα μου. Τι όνομα όμως του δώσανε δε γνωρίζαμε. Όταν ο Θεός ξημέρωσε τη μέρα, ακούσαμε πάλι θόρυβο στο λαγούμι, και αυτή τη φορά ήταν ο σύντεκνος ο Νικολής, που είχε έρθει πάλι φορτωμένος με δυο βούργιες γεμάτες κρέας και τυρί. «Να χαιρόμαστε συντέκνισσα τη Μαρία» είπε στη μάνα μου, και συνέχισε «και να μη φοβάστε όσο ζω εγώ τα κοπέλια δε πρόκειται να πεινάσουνε». Με κλάματα η μάνα μου έσκυψε και του φίλησε τα χέρια.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"