Πικρό αντίο στο θείο τον καπετάνιο…

Είχε ένα λινό λουλουδάτο φόρεμα με βολάν και μανικάκια φούσκα. Κοκκινομάλλικα, σγουρά-πυκνά μαλλιά κι ένα ροδαλό μισάνοιχτο στόμα από όπου αχνοφέγγαν δυο λευκά δοντάκια. Ήταν η πρώτη μου κούκλα και ήταν γιαπωνέζα. Την είχε φέρει ο Θείος Γιάννης, -όλοι τον αποκαλούσαμε «Καπετάνιο» αν και ήταν Μαρκόνης- από το τελευταίο του ταξίδι στην Ιαπωνία.
Εξωφρενικό για τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς μου την εποχή εκείνη, ήταν μια κούκλα που μιλούσε και τραγουδούσε, παίρνοντας κάτι χρωματιστά δισκάκια σε μια υποδοχή κρυμμένη στην πλάτη της. Γιαπωνέζα γαρ, γιαπωνέζικα μιλούσε… δεν καταλάβαινα λέξη από ότι έλεγε, αλλά ήμουν τόσο ευτυχισμένη με την κούκλα αυτή. Την είχα συνέχεια στα χέρια μου, ώσπου, έμαθα και τραγουδούσα κι εγώ στην γλώσσα της. Τέσσερα δισκάκια με τραγούδια είχα μάθει να τραγουδάω σε άπταιστα γιαπωνέζικα που ακόμα τα θυμάμαι! Μα περισσότερο από όλα θυμάμαι τον θείο Γιάννη. Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε κάτι μεταξύ συγγενή, εξερευνητή, Άγιου Βασίλη και θαυματοποιού. Εμφανιζόταν ξαφνικά στο σπίτι και μαζί του εμφανίζονταν περίεργα αντικείμενα… Μια γόνδολα με γονδολιέρη που άναβαν σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι, ένα ξύλινο σετ τσαγιού με μακρόστενα φλυτζανάκια, ένα πολύχρωμο σαντούρι που με συντρόφευε σ’ όλο το δημοτικό σχολείο, ένα κόκκινο αρμόνιο, κάτι γυάλινα ζωάκια που ακόμα τα έχω στολισμένα στο σπίτι μου, χρωματιστά κινέζικα τσοπ στικς, πιάτα με τη βασίλισσα Νεφερτίτη, κούπες με λιοντάρια από το Κέηπ Τάουν, ένα μεταξωτό ροζ φορεματάκι, σαν ψεύτικο, από κάπου που δεν θυμάμαι….
Θυμάμαι όμως πολύ καλά το θείο Γιάννη. Που ερχόταν ξαφνικά στο σπίτι και ήταν σαν γιορτή. Όχι σαν, ήταν γιορτή. Έφερνε πάντα κάποιο περίεργο ποτό που το ανοίγανε το ίδιο βράδυ και το πίνανε οι μεγάλοι. Πάντα με ιστορίες περίεργες να διηγηθεί. Πάντα με το τσιγάρο, να ανάβει το ένα πίσω από το άλλο… Τι να κάνει στα βαπόρια τόσους μήνες; Μ’ ένα σταυρόλεξο κι ένα τσιγάρο στο χέρι είναι οι περισσότεροι εκεί μέσα για περάσει ο καιρός… έλεγε η μάνα μου. Εγώ μικρούλα τότε τον κοίταζα και σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήταν που ταξίδευε και έβλεπε όλο τον κόσμο. Σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήταν που δεν καθόταν σε κάποιο μέρος για πολύ καιρό, που έβλεπε συνέχεια άλλες θάλασσες και όχι την απέναντι πολυκατοικία που έβλεπα κάθε μέρα εγώ. Σκεφτόμουν πως θα ήθελα να ήμουν στη θέση του.
Θυμάμαι να χτυπάει ξαφνικά το κάτω κουδούνι και μετά να ακούγονται οι τσιρίδες της μάνας μου: «Ήρθε το Γιαννιό!» κι εμείς τα παιδιά να τσιρίζουμε «Ο θείος καπετάνιος! Ο θείος καπετάνιος!!»… Θυμάμαι το θείο Γιάννη να μπαίνει μέσα στο σπίτι και αυτό να γεμίζει. Να γεμίζει με ήχους, με χρώματα, με δάκρυα, με τσάντες, με βαλίτσες. Μα περισσότερο από όλα το σπίτι γέμιζε με συναισθήματα. Από αυτά που ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά, δεν ξεφτίζουν, δεν ξεχνιούνται, δεν διαγράφονται με τίποτα. «Ο θείος καπετάνιος! Ο θείος καπετάνιος!»…πόσες φορές δεν αναπηδήσαμε στο χτύπημα αυτού του κουδουνιού όταν ξέραμε ότι είναι ο θείος. «Ο θείος καπετάνιος! Ο θείος καπετάνιος!» … Αυτός ο θείος «έφυγε» χθες, όμως αυτόν τον θείο θυμάμαι και θα θυμάμαι εγώ περισσότερο από όλους. Ίσως γιατί αυτός ήταν συνυφασμένος με το παραμύθι, με την έκπληξη, με τον θαυμασμό, με το απροσδόκητο, με το εξωτικό, με το μακρινό και το αγαπημένο. Ίσως γιατί αυτός ο θείος ήταν αυτός που έδωσε στα παιδικά μου χρόνια μια νότα αληθινής μαγείας. Και τη μαγεία δεν τη συναντάμε όλοι.
Καλή αντάμωση θείε!
Κυριακή Ι. Πετράκη