Πεσμένη η παραγωγή του ελαιολάδου στην Τυνησία
Σε μελέτη που εκπόνησε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της πρεσβείας μας στην Τύνιδα αναφέρεται ότι η Τυνησία είναι μια από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες κι ως εκ τούτου ανταγωνιστική με τη χώρα μας, καθόσον το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν για αμφότερες.
Όπως γράφει το agrotypos.gr, σημαντική αγορά για το τυνησιακό ελαιόλαδο αποτελεί η Ε.Ε. και με βάση την ισχύουσα Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τυνησίας προβλέπεται ετήσια ποσόστωση εξαγωγής 56.700 αδασμολόγητων τόνων ελαιολάδου. Κατά καιρούς έχουν δοθεί επιπλέον ποσότητες αδασμολόγητης πρόσβασης ως μέτρο στήριξης της τυνησιακής οικονομίας.
Η Τυνησία επανέρχεται κατά καιρούς ζητώντας αύξηση των ποσοτήτων αυτών ιδιαίτερα σε έτη με μεγάλη παραγωγή: τον περασμένο Ιούνιο αιτήθηκε την αύξηση του ορίου εισαγωγής σε 100.000 τόνους ελαιολάδου. Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Εθνικού Οργανισμού Ελαιολάδου της Τυνησίας, η φετινή εσοδεία ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα κυμανθεί σε χαμηλά επίπεδα ήτοι σε 184.000 τόνους. Η μείωση αποδίδεται στα προβλήματα χρηματοδότησης των αγροτών και κυρίως στις μειωμένες βροχοπτώσεις. Η ποσότητα αυτή είναι χαμηλότερη του μέσου όρου και ιδιαίτερα πιο χαμηλή από την περσινή εσοδεία, η οποία υπερέβη τους 350.000 τόνους καθώς είχε προηγηθεί μια χρονιά με βροχοπτώσεις και ιδανικό κλίμα.
Ο Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Οργανισμού Ελαιολάδου της Τυνησίας, κ. Chokri Beyoud, δήλωσε πρόσφατα ότι τους τελευταίους 11 μήνες έχουν εξαχθεί 343.000 τόνοι ελαιολάδου. Τα έσοδα από την εξαγωγή ελαιολάδου ανήλθαν σε 2,78 δηνάρια. Ο κ. Beyoud ανέφερε επίσης ότι ο τομέας του ελαιολάδου κινήθηκε ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε αντίθεση με άλλους τομείς και εστίασε στην ποιότητα του τυνησιακού ελαιολάδου ως ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Επίσης, αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι παραγωγοί, καθώς η μεγάλη εσοδεία της περασμένης ελαιοκομικής περιόδου, η οποία πλησίασε τους 400.000 τόνους, είχε ως αποτέλεσμα τις μειωμένες τιμές. Σημείωσε ότι ο αρμόδιος οργανισμός θεσπίζει νέες διαδικασίες που αφορούν στις εξαγωγές ελαιολάδου, κυρίως σύσταση ταμείου για την ανάπτυξη εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου και επιπλέον πολιτική προώθησης και εμπορίας του στις παγκόσμιες αγορές.
Σύμφωνα με εκτίμηση του αντιπροέδρου του περιφερειακού επιμελητηρίου ιδιοκτητών ελαιοτριβείων στο Sfax, κ. Morsi Chaâbane, η τιμή ενός λίτρου ελαιολάδου θα μπορούσε να φτάσει τα 9 δηνάρια,(2,8 ευρώ περίπου), ενώ η τιμή του κιλού της ελιάς έχει ξεπεράσει το ένα δηνάριο (0,32 ευρώ). Οι αυξημένες τιμές αποδίδονται στην καθυστέρηση στη συγκομιδή της ελιάς και στη μείωση του όγκου της παραγωγής σε σύγκριση με το 2019.
Αξίζει να αναφερθεί ότι από μελέτη που δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Τυνησίας, η παγκόσμια παραγωγή για την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο θα είναι 3,4% χαμηλότερη από πέρυσι και μάλιστα θα διαμορφωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από τη ζήτηση, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν ότι η παραγωγή θα φθάσει τους 3,11 εκ. τόνους περίπου και η αναμενόμενη κατανάλωση τους 3,14 εκ. τόνους, γεγονός ευνοϊκό για τους παραγωγούς οι οποίοι θα επωφεληθούν από την συνεπαγόμενη αύξηση της τιμής του ελαιολάδου.
Τόσο η αύξηση των εξαγωγών όσο και η αύξηση των τιμών θα επιτρέψουν τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο εμπορίου τροφίμων. Οι πωλήσεις ελαιολάδου εκτιμάται ότι εφέτος θα καλύψουν το 60% έως 70% των εξαγωγών τροφίμων, σε σύγκριση με το 40% αυτών τα τελευταία χρόνια.
Γενικότερα, το ελαιόλαδο αποτελεί ένας από τους κύριους πυλώνες της τυνησιακής οικονομίας καθώς παρέχει εισόδημα σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Η καλλιέργεια της ελιάς προσφέρει απασχόληση σε ένα αρκετά ευρύ φάσμα παραγωγικών δομών που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 57% του συνολικού αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Επίσης αποτελεί το κύριο εξαγώγιμο γεωργικό προϊόν, και πολύτιμη πηγή συναλλάγματος. Στόχος του τυνησιακού υπουργείου Γεωργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της επιστημονικής έρευνας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τυνησιακού ελαιολάδου στις ξένες αγορές, η κατάκτηση νέων αγορών, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας του, η προώθηση του βιολογικού ελαιολάδου κ.α., σημειώνεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με το σχεδιασμό και την αύξηση των εκτάσεων ελαιοκαλλιέργειας η οποία φθάνει τα 22 χιλιάδες εκτάρια ετησίως, η παραγωγή θα φθάσει στους 270 χιλιάδες τόνους ελαιολάδου ως το 2030.