«Οι σειράδες»
Όταν το μεράκι περίσσευε και ο σεβντάς δεν είχε όρια τότε οι καντάδες έβαζαν φωτιές στα στενοσόκακα της Βιάννου.
Η έμπνευση ήταν σαν την λάβα του ηφαιστείου που ξεχυνόταν ασταμάτητα, ενώ η γλώσσα σκάρωνε λόγια και μελωδίες πρωτόγνωρες που σαΐτευαν τις καρδιές, όπως οι φλογερές ματιές.
Οι μαντινάδες, όμως, των κανταδόρων δεν σταματούσαν στους πέτρινους τοίχους των σπιτιών, αλλά τους διαπερνούσαν. Αυτό γινόταν επίμονα για πολλά βράδια μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος, η κατάκτηση της αγαπημένης. Η δοκιμασμένη παλιά τεχνική, η οποία βοηθούσε τους κανταδόρους, ήταν οι «σειράδες».
Στα «Βιαννίτικα Νέα» (Απρίλης 1994) ο εκδότης Γιώργος Χρηστάκης καταγράφει την αφήγηση της Μαρίας Παναγιωτάκη, η οποία ανέφερε ότι πριν την έλευση της τηλεόρασης στη Βιάννο οι καντάδες γίνονταν με την μορφή των «σειράδων». «Σειράδα» ήταν οι συνεχόμενες μαντινάδες, οι οποίες λέγονταν με ή χωρίς αντίλογο. Ο αντίλογος αφορούσε την απάντηση της γυναίκας στη μαντινάδα του ερωτευμένου άνδρα, την οποία έδινε ο ίδιος κανταδόρος. Ο ταχυδρομικός υπάλληλος στο Ταχυδρομείο Βιάννου Μιχάλης Αγαπάκης ή Ταιράκης ήταν γνωστός για τις «σειράδες» με αντίλογο:
«- Μπουρμπουλοκαμωμένη μου και μερτζανοχειλή μου
και πέρδικά μου πλουμιστή και να ‘σουνε δική μου.
- Ντα πέρδικα είμαι εγώ;
- Πέρδικα είσαι μάτια μου με τα πετάμενά σου
κι ήκαψες την καρδούλα μου με τα πεισματικά σου.
- Ντα πεισματαρού είμαι εγώ;
- Δεν είσαι συ πεισματαρού μα εγώ το πείσμα λέω
κι ήκαμες την καρδούλα και μέρα νύχτα κλαίω,
- Και γιάντα κλαίς;
- Κλαίω το κορμάκι σου γιατί ‘ναι βίτσα ασήμα
Στην πόρτα σου θα σκοτωθώ κι είχε συ το κρίμα[…]»
Ο αλησμόνητος δάσκαλος Νικόλαος Ηγουμενίδης έλεγε τις «σειράδες»
χωρίς αντίλογο, χρησιμοποιώντας το ίδιο μοτίβο:
« Σιγανοπερπατούσα μου τα ζάλα σου μετρώ τα
και τα σγουρά σου τα μαλλιά στην τσέπη μου κρατώ τα.
Σιγανοπερπατούσα μου σιγά-σιγά κερά μου
Σιγά-σιγά το μάρανες το φύλλο της καρδιάς μου.
Σιγανοπερπατούσα μου τα ζάλο σου γνωρίζω
και σκύβω να το καλοδώ και δάκρυα γεμίζω.
Σιγανοπερπατούσα μου σιγά-σιγά τα ζάλα
μη καταλύσεις το πετσί και δεν σου παίρνω άλλο».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, "Ηχώ της Βιάννου"