Οι περβολάρηδες της Βιάννου
Το συνεταιριστικό αυτοκίνητο ήταν με σβηστές τις μηχανές σταθμευμένο στην πλατεία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Δεν ήταν ακριβώς σταθμευμένο, αλλά φόρτωνε ανθρώπους και πράγματα, όπως ακριβώς τα καράβια στα λιμάνια που φορτώνουν και ετοιμάζονται να σαλπάρουν.
Δεν άργησε να καθίσει στο βολάν του αμερικάνικου Φόρντ ο Θεόφιλος και το «βαρύ» όχημα κύλησε αργά προς την κατηφόρα, δίπλα από το περίπτερο του Καλαϊτζή. Ο οδηγός έβαλε τη δευτέρα και το αυτοκίνητο, όπως το καλό, υπάκουο άλογο όταν του τραβάς τα γκέμια, κατέβαινε χαρακτηριστικά αργά τον γεμάτο λακκούβες και πέτρες παραποτάμιο δρόμο. Μόλις πέρασε το Βούλισμα και έπιασε στο Κονοστάσι, μ’ ένα «άγιο» μαρσάρισμα, μπήκε η τρίτη και καπάκι η τετάρτη που του έδωσαν φτερά. Δεκάχρονο παιδί η αφεντιά μου, βγήκα και κάθισα πάνω στο «μπαλκόνι» της καρότσας. Τα παιδιά αρέσκονται να σεργιανούν στα «ψηλότερα» και είναι εκ φύσεως εραστές του ρίσκου… Όταν έχεις πολλή ζωή μπροστά σου δεν την λυπάσαι. Την ξοδεύεις, άσκοπα πολλές φορές, αψηφώντας τους κινδύνους, προφανώς και το θάνατο…
Το «μπαλκόνι» του αυτοκινήτου, μου φαινόταν κάτι σαν φρύδι τ’ ουρανού! Από ‘κει μπορούσα να δω τόσα πολλά!
Έβλεπα λ.χ. τον πορφυρόχρυσο ήλιο να σκάει μύτη από τις κορφές του Πρίτζηπα και της Ρούσας Κεφάλας. Η ανατολή του Απολλώνιου δώρου, σηματοδότησε ένα απερίγραπτο θέαμα στα Λιβάδια, με τις αχτίνες να γίνονται βουκέντρια και να ξεσουβιάζουν την απογούρα, που με τις τσίμπλες ακόμη στα μάτια, έπαιρνε εκούσα άκουσα, το δρόμο για την μετάλλαξη και την απογείωσή της στους αιθέρες.
«Δεν μπόρεσα να βοηθήσω τον ήλιο ν’ ανατείλει, μου φτάνει όμως που ήμουν παρών όταν το έκανε», γράφει ο Henry Thoreau, στο βιβλίο του «Η ζωή στο δάσος» κι εγώ ήμουν τυχερός που βρισκόμουν μέσα σ’ αυτές τις στιγμές της βιβλικής παλιγγενεσίας!
Από ‘κει ψηλά έβλεπα ευδιάκριτα τις άσπρες μπόλιες στις κεφαλές των γυναικών που αξημέρωτα είχαν ξαμοληθεί στα σπαρμένα για το θέρος. Ο θερισμός είναι δουλειά ταχινιάρικη κι οι χωριανοί βρίσκονταν με τα δρεπάνια στα χέρια για να προλάβουν όσο περισσότερη δουλειά, πριν «ανέβει» ο ήλιος. Κάποιοι είχαν ήδη τελέψει με το θερισμό και βρίσκονταν ήδη πάνω στο βολόσυρο να αλωνεύουν και κάποιοι άλλοι κρατούσαν κιόλας το θρινάκι και λιχνούσαν!
Από κει «ψηλά» αισθανόμουν όλο το δέος της δημιουργίας του Πλάστη, αλλά και τα… λαθάκια Του…
Μέγας, Παμμέγιστος ο Δημιουργός, αλλά τόσες δημιουργίες δεν γίνονται χωρίς λάθη…
Στη μεγάλη σιδερένια καρότσα, άλλοι καθισμένοι χάμω κι άλλοι στηριζόμενοι στα παραπέτια, βρισκόταν κόσμος και κοσμάκης, με προορισμό τον Κερατόκαμπο, αλλά και τις ενδιάμεσες μεσοπαραλιακές περιοχές.
Από ‘κει «ψηλά» λοιπόν, χωρίς να το θέλω, ψηλαφούσα τα «λάθη» του Δημιουργού και είδα στα βαθουλωτά, σκοτεινά μάτια ενός ντόπιου χαφιέ τον τρόμο να με κρυφοκοιτάζει. Είπαμε, όσοι είναι «ψηλά» έχουν καλύτερη εικόνα για τους «από κάτω»… «Υποψιασμένος» εκ γενετής, «έκοψα» τη σύγχυση στο ντενεκεδένιο μυαλό του χαφιεδάκου, τον οποίο, Κύριος οίδε, ποιες σκοτεινές σκέψεις τον κυρίεψαν. Φαινόταν ναυαγισμένος στο αχανές πέλαγος της μισαλλοδοξίας και ζούσε περιχαρακωμένος στο δηλητηριασμένο περιβάλλον της κακέκτυπης εθνικοφροσύνης του και μάλιστα, εκ των υστέρων έμαθα ότι η πληρωμή του ήταν ένα ευτελέστατο έπαθλο...
Οι εποχές ήτανε λιγάκι «περίεργες», αφού τα «περιττώματα» της μεταξικής δικτατορίας και του εμφυλίου είχαν μαγαρίσει ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν τύποις ελεύθεροι. Κάποιος, στοιχειωδώς ευφυής παρατηρητής, δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει ότι η κοινωνία είχε χωριστεί σε νικητές και ηττημένους, σε διώκτες και καταδιωκόμενους.
Οι ρουφιάνοι βέβαια, δεν ήταν τόσο ευδιάκριτοι όσο την εποχή της… κουκούλας κι αυτό δημιουργούσε επιπλέον κοινωνικά προβλήματα…
Γιατί η «κουκούλα» είναι δηλωτική του εχθρού, άρα έχεις την ευκαιρία να προφυλαχθείς. Χωρίς κουκούλα όμως, όπως είναι και στις μέρες μας… τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά.
…Το αυτοκίνητο δεν άργησε να περάσει το εξαίσιο βυζαντινό εξωκλήσι του Άη Γιώργη του Πλατανίτη, με το παλιό εγκαταλειμμένο νεκροταφείο. Λίγο μετά τση Τρουλογιάννενας τ’ αλώνι, βρισκόταν το αλώνι του Παντελή του Σπανομιχελή, ο οποίος ήταν ήδη πάνω στο βολόσυρο, ενώ 100 μέτρα ανατολικότερα ήταν ο αδερφός του ο Σπανογιάννης, που ’χε ζέψει κι εκείνος τα βούγια με τις ζέβλες και τα υπόλοιπα εξαρτήματα. Μετά το Μαχαιριδιού το Χαράκι, απλώνεται ο ωραίος και γόνιμος κάμπος του Λιγαρά. Το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα εν όψει του εμποδίου που λέγεται «του Μαραγκού το ρυάκι».
Στο βάθος δεξιά, βαθιά χαρακιά του Πλάστη δημιούργησε το φαράγγι του Καβουσιού, ένα φυσικό κανάλι δια μέσω του οποίου μπαινόβγαιναν οι υδρατμοί, μ’ αυτό το μπαμπακί πούσι να ’ρχεται από το Λυβικό κάθε απόβραδο, να ξεκουράζεται όλη την αποσπερίδα κουβεντιάζοντας με τα μουρέλα και τις αστιβίδες, αργά το βράδυ να πέφτει σε λήθαργο και με το πρώτο φως του ήλιου να μετακομίζει προς τους ουρανούς. Μεθ’ ολίγον είχαμε στ’ αριστερά μας τα «Σφακιά», μια περιοχή μ’ ένα πραγματικό δάσος από ανθισμένες πολύχρωμες πικροδάφνες, δηλωτικό της ονομασίας τους, απ’ όπου έκοβαν τα δεματικά οι θεριστάδες, για να δεματιάσουν με τις εύκαμπτες βίτσες τα σπαρτά. Σε λίγο φτάσαμε στο γαλήνιο μοναστήρι της Αγίας Μονής, μια πραγματική ψυχική όαση! Οι συμμισάτορες που εκμεταλλεύονταν την περιουσία της Μονής, είχαν τελειώσει με το θερισμό και αλώνιζαν με δυο ζευγάρια ζώα, στο τεραστίων διαστάσεων αλώνι, το ομοιάζον με εκείνο του Διγενή!
Πήραμε την ανηφοριά. Αριστερά μας, επιβλητική η Λιματαρά, με το δαιδαλώδη δρομίσκο που πηγαίναμε πεζή στον Άγιο Νικόλαο και στου Μονημερίτη. Δεξιά του «Χειμώνη η στέρνα» και το ρυάκι με τις εξαίσιες συκιές και κατόπιν, ο λόφος του Μαφεζέ! Είναι αλήθεια, όσο ξεφεύγεις από το μηδέν της θάλασσας, αλλάζουν όλα! Το βάρος του αέρα, τα χρώματα, η χλωρίδα, επομένως και η πανίδα, δηλαδή η ζωή. «Πού να βρω την ψυχή μου»; αναρωτιέται ο ποιητής. Να εδώ, ποιητή, από τον αυχένα του βιαννίτικου φαραγγιού, αν κοιτάξεις ανατολικά, βλέπεις την ψυχή σου πάνω στη λικνίζουσσα νήσο Χρυσή την περιβαλλόμενη με τα τιρκουάζ νερά. Είπα «ανατολή» και εμφιλοχώρησα στην πραγματική της διάσταση. Αναρωτήθηκα: θα μπορούσε ποτέ ο ήλιος, ο απόλυτος άρχοντας, να μας δείχνει τη μούρη του από κάπου αλλού; Η ανατολή, είναι συνώνυμη της γέννησης και του καινούριου κι εγώ βρισκόμουν εκστασιασμένος πάνω στο «μπαλκόνι» του φορτηγού να απολαμβάνω τα θεία δώρα! Αλήθεια, θα μπορούσα με τόσες ασπίδες προστασίας κι από τόσο ψηλά, να απειληθώ από τις πρόστυχες λοξές ματιές του… χαφιεδάκου εκεί χάμου στην καρότσα; Όχι, ήταν αδύνατον.
Τα μάτια συνεχίζουν να ερευνούν, περιστρεφόμενα όπως το ραντάρ: Κοιτάζεις νοτιοανατολικά και πάνω στην επιβλητική Βίγλα, εκτός από την ψυχή σου, συναντάς και τις ψυχές των προγόνων σου! Κοιτάζεις στο βάθος χαμηλά στον κάμπο τ’ Αφρατιού και στην Τσούρλα, πάλι ψυχές και προπάτορες συναντάς. Και το εξαίσιο Λυβικό, ντυμένο με το θαλασσί του πουκάμισο να θωπεύει ψυχές και σώματα! Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής του Αιγαίου που είπε «Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε»!
Αρχίζει η κατάβαση… Διερχόμαστε του «Χελιά το Λάκκο» και λίγο πιο κάτω είναι η δική μου στάση: οι Πατέλες.
Ο οικογενειακός προγραμματισμός, είχε καθοριστεί αποβραδίς από τον πατέρα: εκείνος με τη μάνα θα πήγαιναν στην «Μερτιά», στο θέρος κι εγώ με το αυτοκίνητο του συνεταιρισμού, που θα κουβαλούσε αμμοχάλικο από τον Κερατόκαμπο θα πήγαινα στου Μπεγιά, όπου είχαμε τα κηπευτικά για να τα ποτίσω. Εκεί βρισκόταν η ομώνυμη κοινόχρηστη στέρνα και ο πατέρας, είχε παραγγείλει στο Γιαννακό να τη φράξει και να μας παραδώσει το «νομπέτι», δηλαδή τη σειρά, βάζοντας ως «σημάδι» ένα σκαπέτι. Εγώ λοιπόν, θα έπρεπε να «αμολάρω» τη στέρνα, δηλαδή να βγάλω το ξύλο που έφρασε τη στενή σωλήνα, εκείνη που «φυλάκιζε» το νερό, να ποτίσω όσο περισσότερα κηπευτικά μπορούσα και ακολούθως θα την έφραζα εκ νέου, ώστε το βράδυ να επαναληφτεί το έργο, έως ότου τελέψει ο ποτός. Τα κακόπλαγα, κληρονομιά του παππού είχαν μετατραπεί από τον πατέρα σε ομορφοκαμωμένες πεζούλες, κάτι σαν τη γη της Επαγγελίας! Εδώ ήταν οι κιτριές, οι λεμονιές και οι μπανανιές, ο πατατόκηπος και ο φασουλόκηπος, τα μάραθα και οι μαϊντανοί!
Μετά το πότισμα ανηφόρισα με ταχύτητα, να ανέβω ξανά στη… στάση Πατέλες, απ’ όπου θα επιβιβαζόμουν στο αυτοκίνητο της επιστροφής. Η ζέστη ήταν αφόρητη και η προσμονή μου, στο κατακόρυφο. Πήγα στο ξάγναντο, στην αυλή ενός μισοτελειωμένου σπιτιού των Περβολαράκηδων παρακολουθώντας επισταμένως να δω ή ν’ ακούσω βρουχισμό αυτοκινήτου.
Μοναδική ζώσα συντροφιά μου τα αμέτρητα τζιτζίκια που στην απαρχή της σύντομης ζήσης τους, τραγουδούσαν εκκωφαντικά…
Αυτό το τραγούδι λειτούργησε σαν αναισθητικό και ο Μορφέας με ξάπλωσε στο ξερό κοκκινόχωμα.
… Όταν ξύπνησα, ο ήλιος βρισκόταν στις Αστερουσιανές κορφές και βιαζόταν να φέξει σ’ άλλους κόσμους. Εγώ δεν είχα συναίσθηση του χρόνου… Είπαμε, όσο είσαι νέος ο χρόνος είναι ασήμαντο μέγεθος…
Επουδενί μπορούσα να φανταστώ ότι είχα κλείσει οκτάωρο στο μεσημεριανό μου ύπνο! Συνειδητοποίησα την πραγματικότητα από ένα χωριανό, που αλώνιζε ακόμη στ’ Αγιοπαρασκιώτικα.
Ήταν προφανές ότι είχα απολέσει την ευκαιρία να ξαναζήσω την ομορφιά και την περιδίνηση της ταχύτητας… και της γοητείας του τροχοφόρου. Πήρα τη στράτα της επιστροφής, ομολογώ με βήματα βαριά…
Η πεζοπορία δεν ήταν για μένα πρόβλημα. Άλλωστε είχα τόσα πολλά να δω με τις λεπτομέρειές τους. Είχα τόσο δρόμο μπροστά μου να κουβεντιάσω με τον εαυτό μου και να φιλοσοφήσω. Όμως, έφταναν κιόλας στ’ αυτιά μου οι αυστηρές παρατηρήσεις του πατέρα μου, που ασφαλώς δεν είχε πειστεί από την ειλικρίνειά μου, ότι με πήρε ο ύπνος, αλλά πίστευε ότι προτίμησα το παιγνίδι με τ’ άλλα, τα τυχερά παιδιά…στην Πλατεία της Βιάννου…
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι δημοσιογράφος