Οι Κεντήστρες της Βιάννου


Η υφαντική τέχνη ανήκει στον κλάδο της λαϊκής χειροτεχνίας και αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς με μια σταθερή πορεία στο πέρασμα του χρόνου, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά με την πολύπλοκη τεχνική της.
Είναι από τις παλαιότερες και δυσκολότερες λαϊκές τέχνες γιατί βασίζεται σε υπολογισμούς και γνώσεις, και τα σφάλματα στο ξεκίνημα ενός αργαλειού δυσκολεύουν και επιβραδύνουν την εργασία. Ο αργαλειός αποτελούσε τα παλιά χρόνια για κάθε σπιτικό απαραίτητο μέρος της οικοσκευής αφού η κάθε γυναίκα έπρεπε μόνη της να ετοιμάσει όλο το ρουχισμό του σπιτιού και της οικογένειάς της. Επειδή η υφαντική τέχνη είναι δύσκολη και πολύπλοκη τα λάθη ακόμη και στις έμπειρες νοικοκυρές ήταν αναπόφευκτα κι έτσι οι γυναίκες ιδιαίτερα όσες από τη φύση τους ήταν προληπτικές, απέδιδαν τα σφάλματα και τις δυσκολίες στα πονηρά πνεύματα και στη βασκανία. Καμιά άλλωστε λαϊκή τέχνη δεν έχει συνδεθεί με τόσες προλήψεις. Τον Μάη μήνα π.χ. τον θεωρούσαν μήνα δεισιδαιμονιών. Για τα παρατηρήματα όμως θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο. Από μικρό παιδί έβαζε η μάνα την κόρη στο αργαστήρι για να της δείξει τα μυστικά της τέχνης, ξεκινώντας από τα εύκολα συμβουλεύοντάς την πως οι πεθερές έλεγαν: «Κάλλιο νύφη προυκοκάμουσα παρά προυκοφέρουσα». Η εκλεκτή βιαννίτισσα και καλή ανυφαντού (και όχι μόνο) Ελένη Βουργαράκη διηγείται: «Μικρό κοριτσάκι μπήκα στο αργαστήρι. Τα πόδια μου δε φτάνανε τις πατητήρες. Εφτακόσιες αργαστηρόπηχες έφανα σ’ ένα καλοκαίρι» και συνεχίζει:
«Διάλε παρέ τη μάνα σου που σ’ έμαθε να φαίνεις
κι όντε χτυπάς το πέταλο το νου τ’ αθρώπου παίρνεις».
Έμαθα κυρά πως φαίνεις και καλή δουλειά μαθαίνεις
Θα ’ρθω να σου μασουρίσω και να σ’ ανεκαθαρίσω,
να σου βάλω τα μασούρια στην ανέμη τη καινούρια,
να σου βάλω και το σφίχτη που δε κάνει για να λείπει».
Σε κάθε διαμέρισμα της χώρας μας υπάρχουν υφαντά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, για να εξυπηρετήσουν τις βιοτικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, πλουμισμένα με στοιχεία όλων των εκδηλώσεων του λαϊκού μας πολιτισμού.
- Τα είδη των ελληνικών υφαντών είναι πολλά, βασικά όμως μπορούν να ξεχωριστούν σε δύο κατηγορίες.
- Τα υφαντά της ηπειρωτικής Ελλάδας που έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι τα σχέδιά τους είναι κάπως τραχιά σαν την φύση που περιβάλλει τους ανθρώπους που τα έφτιαξαν και,Τα υφαντά της νησιώτικης Ελλάδας που τα σχέδιά τους είναι πιο εκλεπτυσμένα και τα χρώματά τους ζωηρά και χαρούμενα. Αλλά τα ωραιότερα δείγματα υφαντικής είναι οι πατανίες της Κρήτης οι οποίες είναι πραγματικά έργα τέχνης.
Οι παραστάσεις, τα λουλούδια με τα ανεξίτηλα χρώματα αποσταγμένα από τα φυτά που αντλούσαν από τη φύση γύρω τους με βαθιά γνώση. Από μεράκι και ευαισθησία προς τη λαϊκή μας παράδοση έχω επισκεφτεί όλα τα Λαογραφικά Μουσεία της Κρήτης και πιστεύω πως έχω μορφώσει άποψη για τα υφαντά της κάθε περιοχής. Τα υφαντά λοιπόν της ανατολικής Κρήτης με τους πολύχρωμους συνδυασμούς σε απόλυτη ισορροπία δείχνουν κατά την άποψή μου ευαισθησία και ρομαντισμό κι ένα καλλιεργημένο αισθητικό κριτήριο. Τέτοια είναι και τα υφαντά της περιοχής μας και παρ’ όλο που βρισκόταν σε μια απομονωμένη και χωρίς καμιά επικοινωνία εκείνα τα χρόνια περιοχή, τα υφαντά της είναι αξιοθαύμαστα. Η βιαννίτισσα ξομπλιάστρα επηρεασμένη από την ομορφιά της φύσης που την περιέβαλε, την ευαισθησία και τη ψυχοσύνθεσή της «έδωσε» πνοή και μυρωδιά στις μυρτιές, στις πεταλούδες, στις πέρδικες και στ’ αγριολούλουδα του Μυρταρά, του Γαμπριγιέλε και του Λιβαδιού. Πρόκειται για υφαντά τους 18ου, 19ου και 20ου αιώνα που πρόλαβα και αναβίωσα στο δικό μου αργαλειό με πολύ υπομονή, αγάπη και σεβασμό στη λαϊκή μας κληρονομιά και στην ταυτότητά μας. Το 18ο και 19ο αιώνα λοιπόν, μετά την πτώση του Βυζαντίου και έως το 1821 όπου η Οθωμανική αυτοκρατορία αρχίζει να εξασθενεί, ορίζεται τελεσίδικα η ανιούσα της πολιτιστικής μας πορείας και επικρατεί ένα κλίμα πνευματικής και εθνικής αναγέννησης. Ξυπνούν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του λαού μας, ανθίζει η λαϊκή τέχνη και ιδιαίτερα η υφαντική. Τα υφαντά που είχα την τύχη να αναβιώσω στο δικό μου αργαλειό και να φωτογραφίσω είναι αυτής της εποχής. Επαναλαμβάνω είχα την τύχη γιατί
εκτός από τη φυσική τους φθορά από το χρόνο, τις καταστροφές της γερμανικής κατοχής και το ξεπούλημα στους επιτήδειους αρχαιοκάπηλους, η κάθε μητέρα έδινε προίκα στην κόρη της για το καινούριο σπιτικό της, ότι είχε απομείνει κι έτσι διασκορπίστηκαν από ανατολή σε δύση. Ευχαριστώ αυτές τις γυναίκες που τις άγγιξαν με τα χέρια τους και τη σιωπή τους, που μπήκα ανάμεσά τους και ταυτίστηκα μ’ αυτές μέσα από τα έργα τους, έκανα το ψυχογράφημά τους και γνώρισα την ψυχοσύνθεσή τους. Στη Βιάννο υπήρχε πάντα η παράδοση για καλές υφάντρες, μα και καλές μαστόρισσες στο διάσιμο και στο περαμάτισμα. Δεν υπήρχε σπίτι που να μη έχει σε κάποια γωνιά ένα αργαλειό, ή αν δεν το χωρούσε το σπίτι έφτιαχναν ξεχωριστό δωμάτιο (το αργαστηρόσπιτο όπως το έλεγαν) μόνο γι αυτό το σκοπό. Ο ήχος της καλαντάρας, του άρδαχτου και του πέταλου, ακουγόταν καθημερινά στους δρόμους και τα σοκάκια. Οι μεγαλύτερες γυναίκες την ώρα της ανάπαυσής τους είχαν τις ρόκες ανάμεσα στα πόδια τους ή στη μασχάλη τους, και με μεγάλη δεξιοτεχνία τραβούσαν το μαλλί, το βαμβάκι ή το λινάρι για να φτιάξουν την κλωστή για το στημόνι η το φάδι τους. Δυστυχώς για πολλά υφαντά που υπάρχουν στη συλλογή μου δε μπόρεσα να μάθω τους δημιουργούς αυτών των έργων, πώς τα διάστηκαν και πώς τα περαμάτισαν εκτός από το όνομα που πριν 50 χρόνια έμαθα από την Ελένη Κοκκάκη στα βαθιά της γεράματα. «Τη Σοφία Γκαρπίλο είχε παιδί μου η μάνα μου για περαματίστρα». Το επίθετο αυτό είναι κατά τη άποψή μου ενετικό. Όμως για τα υφαντά του 19ου αιώνα υπάρχουν πλήρεις πληροφορίες και στα περισσότερα οι φωτογραφίες των γυναικών που τα δημιούργησαν. Είναι η εποχή που η γυναίκα στη Βιάννο υφαίνει ότι βλέπει, ότι ακούει, ότι ζει, ότι τελικά αγγίζει την ψυχή της.
«Μεταξοπλεξουδάτη μου ξομπλιάστρα στ’ αργαστήρι
μήτε από πόρτα φαίνεσαι μήτε από παραθύρι.
Μαλαμοδιαμαντένια μου κι ασημοχρυσαφένια
φάνε το γαμπριάτικο με τα ασημένια χτένια».
Αυτά ήταν τα τραγούδια που τραγουδούσαν στις καντάδες εκείνα τα χρόνια στις ανυφαντούδες ξομπλιάστρες που μικρές κορασοπούλες κεντούσαν με τις κλωστές τα όνειρα, τις λαχτάρες, τους πόθους και τις χαρές τους χωρίς ποτέ να φανταστούν τα πλούτη που μας κληροδότησαν. Συγκινητική είναι η ιστορία μια γιαγιάς όταν μου έδειχνε τα πλουμιά μιας πατανίας: «Μόνο εγώ κατέχω ίντα μολογούνε τουτανέ τα ξόμπλια. Ετουτονέ τον καβαλάρη αγαπούσε η κόρη μου κι ήκατσε στ’ αργαστήρι και τονε ζωγράφισε».
Διάστρουσες και δασκάλες της λαικής μας τέχνης που μπόρεσα να μάθω ήταν:
Η Αγγελική Συμβουλάκη-Ηγουμενίδου, η Μαρία Συμβουλάκη (Σκουντίνα), η Χρυσάνθη Ραπτάκη-Κατσαράκη, η Ουρανία Κόμη-Λουλάκη (Λιανοφάσουλου), η Αρτεμισία Συμβουλάκη, δασκάλα, η Ειρήνη Κονταξάκη (Ρηνάκι), και η Μαριάνθη Ραπτάκη-Κοτσυφάκη. Ακολουθεί μια πλειάδα γυναικών που η σοφία και η προσήλωσή τους σ’ αυτό που έκαναν προκαλούν δέος και σεβασμό καθώς έπαιρναν τις κλωστές με το χαραγμένο καλάμι (κλέφτη) ανάμεσα στους μίτους και το χτένι. Η Φωτεινή Ηγουμενίδου, η Σταυρωτή Ραπτάκη, η Χρυσάνθη Κοτσιφάκη (Κοτσιφομανώλαινα), η Μαρία Βολωνάκη-Σπανάκη (Μπονολοπούλα) η παπά-Γερμανίνα, η Ελένη Μαστρογιωργάκη-Σηφάκη (Ιντίχενα) και προφανώς πολλές άλλες που δεν αναφέρεται το όνομά τους -μα προς Θεού- όχι από πρόθεση. Ανάλογα με τα υλικά που χρησιμοποιούσαν και την περαμάτιση ξεχώριζαν τα υφαντά σε πολλά είδη: Ράσινα, Κυλήματα, Βαμβακερά, Μπεμπελίδικα, Μπελεντένια, Περαστά, και Δεξιμάτα.
«Χαέρω λα, χαέρω λα, χαέρω λα χαέρω
κι από τα δεξιμάτα σου ένα βουργίδι θέλω».
Έτσι φτάνουμε στα μέσα του 20ου αιώνα εποχή που το πλαστικό και το συνθετικό διεκδικούν τη μονοπώληση στη ζωή του ανθρώπου με την πρόοδο των καταναλωτικών αγαθών της σύγχρονης παραγωγικής τεχνολογίας. Και οι Βιαννίτισσες αντιστέκονται γιατί διαισθάνονται την τελευταία αναλαμπή της λαϊκής μας δημιουργίας. Αντιστέκονται μέσα από την ευαισθησία της τέχνης της ανθρώπινης ομορφιάς ευτελίζοντας μέσα από τα έργα τους τα κακόγουστα και απρόσωπα ευτελή προϊόντα. Σε ποιες κασέλες, σε ποιες προίκες κοριτσιών της Βιάννου δεν υπάρχουν τα ξόμπλια, τα ζαβίδια, οι όμβριες, και οι πολύχρωμοι κατεβατοί της Κατίνας και Πολυξένης Παπαματθαιάκη (Ορφανές), της Ζωής Μπριντάκη με τη λεβεντιά της προσωπικότητάς της, τα επιτηδευμένα ξόμπλια της Μαρίας Τρουλάκη (Τσουνομαρίας), τα αψεγάδιαστα δεξίματα της Μαρίας Πετράκη (Πετροκωσταντή), της Ελένης και Πολυξένης Κοτσιφάκη, της Μαρίας Ι. Κοτσιφάκη, της κορυφαίας της τέχνης Άννας Συμβουλάκη, της Βαγγελιώς του Ρεθεμνιώτη (Δημοπούλου) και αργότερα της Ελπινίκης Τρουλάκη-Ζαμπουλάκη. Εμείς που προλάβαμε και ζήσαμε την τελευταία αναλαμπή της λαϊκής μας δημιουργίας μέσα από την ευγενή άμιλλα των γυναικών της Βιάννου τη δεκαετία 1980 έως και το 1995 χαρήκαμε και απολαύσαμε κομμάτια θαυμαστής έμπνευσης και τεχνοτροπίας. Εδώ όμως μπαίνει και η σφραγίδα της πανάρχαιας λαϊκής υφαντικής τέχνης. Στη Βιάννο δεν υπάρχουν πλέον τεχνίτριες για το διάσιμο και το περαμάτισμα. Εμείς που ζούμε ακόμα δεν ξέρουμε τίποτε παραπάνω από το να βάλλουμε τα μασούρια και να περάσουμε τη σαΐτα ανάμεσα στις κλωστές. Και είναι λυπηρό που το αργαστήρι της Ελπινίκης Ζαμπουλάκη, της Χρυσής Ραπτάκη, της Πολυξένης Παπαγιαννάκη, της Κατίνας Σπυριδογιαννάκη, της Γαλήνης Νεραντζάκη, της Στέλλας Καρτσάκη, της Μαρίας Ι. Κοτσιφάκη, της Κατίνας Καρτσάκη-Μπριντάκη είναι πλέον παρελθόν που ο απόηχος του στα κατάβαθα της σημερινής μας συνείδησης πικρίζει σαν ένας καημός.