Οι καλογράδες της Πλάκας*
Στον Άγιο Δημήτριο, που είναι η ενορία της Πλάκας, στην Άνω Βιάννο, υπήρχαν πριν από χρόνια τέσσερεις καλογράδες (καλόγριες), που τα σπίτια τους βρίσκονταν πίσω από την εκκλησία, ήταν δίπλα το ένα στο άλλο, έτσι που έμοιαζαν με μια μικρή γυναικεία μονή.
Γι’ αυτό και το σημείο αυτό ονομάστηκε «Γειτονιά των Καλογράδων».
Οι καλογριές αυτές ήταν η Μαρία Νεραντζάκη (Παρθενία), η Ασπασία Βριτζάκη (Αγαθή), η Αικατερίνη Νεραντζάκη (Μακρίνα) και η Αννίκα Τσικνάκη (Αγαθαγγέλη). Μεγαλώνοντας εγώ και καθώς εκκλησιαζόμασταν στην ίδια εκκλησία, τις παρακολουθούσα και μου έκανε εντύπωση το πόσο ωραία εκτελούσαν το χριστιανικό τους έργο. Προπαντός κατά την Μεγάλη Σαρακοστή, και οι τέσσερείς τους ήταν το στολίδι της εκκλησίας και είχαν τη χριστιανική ευπρέπεια που τους προσέδιδε ξεχωριστή αξία. Θυμάμαι που τον πρώτο καιρό που άρχισα να μαθαίνω μοδίστρα, μικρή ακόμη στην ηλικία, με πήρε η μάνα μου μια Κυριακή να εκκλησιαστούμε στην Αγία Μονή. Μετά τη λειτουργία, ο Ιουστίνος, ο καλόγερος, όταν έμαθε ότι μαθαίνω μοδίστρα, μου έδωσε το ύφασμα και μου εζήτησε να του ράψω ένα αντερί.
Εγώ δίστασα, γιατί οι γνώσεις μου δεν ήταν επαρκείς. Αυτός διέγνωσε τους φόβους μου και μου είπε: «Μη διστάζεις, εγώ θα σου πω πού θα πας να σου δείξει και θα δεις πως θα τα καταφέρεις» και μ’ έστειλε στην Καλογρά, του Νεραντζομανώλη. Πράγματι πήγα στην Καλογρά, η οποία με μεγάλη ευχαρίστηση μου έδειξε και έραψα το αντερί. Πριν το παραδώσω στον Ιουστίνο, το πήγα στην Καλογρά για να μου πει τη γνώμη της κι αφού το είδε ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Δεν θα ξεχάσω ότι με πήρε αγκαλιά και είπε: «Σ’ ευχαριστώ Κατερίνα. Για την ωραία σου προσπάθεια σου δίνω την ευχή μου και για να με θυμάσαι, σου δίνω σαν δώρο αυτό το βιβλίο». Πηγαίνει στο συρτάρι της και μου δίνει την Καινή Διαθήκη λέγοντάς μου: «Να τη μελετάς κάθε μέρα και να μη φοβάσαι τίποτα και όποιος κρατεί με το Θεό καλά κρατεί».
Αυτό, το τελευταίο το διαπίστωσα στην πορεία της ζωής μου. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό δεν τα εγκατέλειψα ποτέ.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου" και συντάκτις είναι η αείμνηστη Κατερίνα Ραπτάκη-Δαμουλάκη