Οι γάμοι κάποτε στη Βιάννο


Γινότανε γλέντια τρικούβερτα, που διαρκούσαν μέχρι το πρωί, ενώ πολλές φορές τα ξημερώματα η ομήγυρη έβγαινε καντάδα!
Πολλά έχουν αλλάξει στις μέρες μας. Καθημερινά τα ήθη και τα έθιμά μας αλλοιώνονται, μάλλον προς το χειρότερο. Ανέκαθεν τα ήθη και τα έθιμα άλλαζαν από καιρού εις καιρόν, αλλά με αργές ταχύτητες.
Η παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας και γενικότερα των επιστημών, άλλαξε δραματικά τους εθιμικούς κανόνες των κοινωνιών. Αναζητώντας λοιπόν τα έθιμά μας, απευθυνθήκαμε σ’ έναν παλιό Βιαννίτη, τον κ. Δημήτρη Εμμ. Παπαδημητράκη, ο οποίος, εκτός από το γεγονός ότι ήταν (και παραμένει) δρών μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει, διαθέτει και μνήμη ελέφαντα! Εγκαινιάζουμε λοιπόν ένα νέο κύκλο δημοσιεύσεων του εθιμικού μας πλούτου, κάνοντας την αρχή από ένα ευχάριστο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου, το γάμο. Όλοι γνωρίζουμε σήμερα τι συμβαίνει στους γάμους. Συνεπώς δεν θα αναφερθούμε στα κακώς κείμενα. Θα αρκεστούμε να σας θυμίσουμε τι γινόταν κάποτε. Ο λόγος στον Δημήτρη Παπαδημητράκη:
«Όταν επρόκειτο να παντρευτούν δυο νέοι, οι γονείς τους, αλλά και οι ίδιοι οι μελλόνυμφοι, έκαναν τις προετοιμασίες τους. Οι δύο οικογένειες ανέθρεφαν δυο, τρία ή και τέσσερα γουρούνια, ανάλογα με το αν είχαν μεγάλο σόι, άρα θα χρειαζόταν πολύ κρέας. Παράλληλα ετοίμαζαν το σπίτι που θα έμενε το νιόπαντρο ζευγάρι. Μία εβδομάδα πριν το γάμο, οι γονείς του ζευγαριού όριζαν δύο φίλους ή συγγενείς τους, οι οποίοι αναλάμβαναν να καλέσουν τους καλεσμένους, οι καλεστάδες, όπως τους λέγαμε. Αυτοί είχαν μια κατάσταση στα χέρια τους, στην οποία καταγράφονταν όλοι εκείνοι που ήταν καλεστικοί στο γάμο. Τότε, δεν καλούσαν πόρτα πόρτα, όπως γίνεται σήμερα, αλλά μόνον τους στενούς συγγενείς και τους καλούς τους φίλους. Το μεσημέρι, οι καλεστάδες ήταν προσκεκλημένοι στα σπίτια των συμπεθέρων «για να πιούνε ένα κρασί και να φάνε ένα μεζεδάκι». Το Σάββατο το βράδυ, γινόταν ο πρόγαμος με τους ντρουβάδες ή κανίσκια, στον οποίο πήγαιναν σχεδόν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι. Έβαζαν μέσα στον υφαντό ξομπλιαστό ντρουβά πέντε εφτάζυμα ψωμιά (κουλούρια), μακαρόνια, πατάτες και μια μπουκάλα κρασί. Κάποιοι, κατά κανόνα κτηνοτρόφοι, έβαζαν και ένα κεφάλι τυρί. Αυτά τα πήγαιναν στους γονείς του γαμπρού ή της νύφης, προκειμένου να τους βοηθήσουν στη δοκιμασία των εξόδων του γάμου. Όσοι πήγαιναν στο ντρουβά παρακάθονταν στα στρωμένα τραπέζια, για να πιουν ένα κρασί και να φάνε ένα μεζέ. Το φαγητό ήταν συνήθως βραστά μακαρόνια με ντόπιο τυρί ή ανθότυρο, τηγανητά εντόσθια των χοίρων (συκώτι και πνεύμονας) και βραστή χοιροκεφαλή. Φεύγοντας αντάλλασαν ευχές με τους γονείς της νύφης ή του γαμπρού (αναλόγως ποιοι τους είχαν καλέσει) κι αυτοί σε ανταπόδοση τους έβαζαν ένα εφτάζυμο ψωμί, το γαμοκούλουρο, που η νοικοκυρά του σπιτιού είχε φτιάξει επί τούτου στους ξυλόφουρνους του χωριού. Το Σάββατο το πρωί συγγενείς των συμπεθέρων, αλλά και εθελοντές που εγνώριζαν το αντικείμενο, έσφαζαν τους χοίρους. Ζέσταιναν νερό στην παραστιά και τα σφαγμένα χοιρινά έμπαιναν σε μια μεγάλη σκάφη και τα ζεμάτιζαν με το καυτό νερό, ώστε να μαδήσει το τρίχωμα. Αφού τα ξύριζαν, τους έβγαζαν τα εντόσθια και τα κρεμούσαν σε κάποιο δωμάτιο για να στεγνώσουν και να σιτέψουν. Η νοικοκυρά έβαζε στο τηγάνι το συκώτι και το φλέμονα (πνευμόνι) ή ένα κομμάτι κρέας από το λαιμό στα κάρβουνα, ώστε να πιουν ένα κρασί οι σφαχτάδες και οι υπόλοιποι συνδρομητάδες.
Το σφάξιμο των χοίρων. Διακρίνονται από αριστερά ο θρυλικός Γιάννης Τρουλάκης (Τρουλής), ο Γιάννης Καψοκέφαλος και ο προσφάτως εκδημίσας Γιώργης Κοκολάκης (Πανίσος), που βοηθούν εθελοντικά στον γάμο της κόρης του πρώτου, Ελπινίκης μετά του Δημήτρη Ζαμπουλάκη
Οι γάμοι, κατά κανόνα γίνονταν Κυριακή. Από το μεσημέρι, άρχιζε η προετοιμασία του στολίσματος των νεονύμφων. Στις πλούσιες οικογένειες έκαναν οι γονείς της νύφης το κουστούμι του γαμπρού και οι γονείς του γαμπρού το νυφικό της νύφης. Στα σπίτια τους μαζεύονταν οι φίλοι και οι συγγενείς και οι νέοι με τις κοπελιές για να βοηθήσουν στο ντύσιμο των μελλόνυμφων. Εκεί έρχονταν και οι λυράρηδες ή οι βιολάτορες, έπαιζαν το σκοπό της νύφης και έλεγαν μαντινάδες.
Μισεύει ο στύλος του σπιτιού
και τρίζουνε θεμέλια
και κλαίνε κι οι γονέοι ν-του
σαν τα μωρά κοπέλια
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς
να μην τηνέ μαλώνεις
σαν το σγουρό βασιλικό
να τηνέ καμαρώνεις
Αντιστοίχως, οι φιλενάδες της νύφης έλεγαν κι εκείνες τις μαντινάδες του αποχαιρετισμού:
Πουλιά κι αηδόνια κάθονται
εις τα παράθυρά σας
και λένε καλορίζικα
να ναι τα στέφανά σας
Η ευτυχία να γενεί
πέλαγος δίχως δύση
να ταξιδεύετε μαζί
σε όλη σας τη ζήση
Νύφη μου αποχαιρέτηξε
την εδικολογιά σου
δώσ’ τα κλειδιά τση μάνας σου
κι άμε να βρεις δικά σου
Στη συνέχεια ο γαμπρός φιλούσε τον πατέρα και τη μάνα του, ζητώντας την ευχή τους, στο νέο ξεκίνημα της ζωής του και δυο φίλοι του ή τα αδέρφια του, τον έπαιρναν αγκαζέ και με τη συνοδεία των οργάνων πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, στην οποία έλεγαν μαντινάδες. Εκεί η συνοδεία του γαμπρού καλούσε τον πατέρα της νύφης να δώσει στο γαμπρό τα «μπατίκια», δηλαδή ένα δώρο, που κατά κανόνα ήταν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, όπως λ.χ. πέντε-δέκα μουρέλα (ελαιόδεντρα), ή ποτιστικό αγρόκτημα για να γίνει περιβόλι. Ακολούθως, το «ψείκι» όδευε προς την εκκλησία. Μπροστά ο παπάς της ενορίας, πίσω τα όργανα, ακολούθως ο γαμπρός και μετά η νύφη και ακολουθούσαν οι καλεσμένοι. Στο δρόμο τους πετούσαν άνθη και ρύζι.
Και ενώ λοιπόν συνέβαιναν όλα αυτά, ταυτόχρονα ήταν σε εξέλιξη το μαγείρεμα των φαγητών για την περιποίηση των καλεσμένων, του κουμπάρου και των νεονύμφων. Εθελόντριες γυναίκες έστρωναν τα τραπεζομάντιλα στα τραπέζια στο μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και έβαζαν τα πιρούνια και το ψωμί με το κρασί. Αυτό γινόταν στο πατρικό σπίτι του γαμπρού, αλλά και στης νύφης. Οι μάγειροι είχαν τα πόστα τους. Οι γυναίκες καθάριζαν όλο το πρωινό της Κυριακής τις πατάτες και το μεσημεράκι, οι μάγειροι τις έβαζαν στις λαμαρίνες μαζί με το κρέας, το αλάτιζαν με μαστοριά και συνήθως του έβαζαν και αλεσμένη ντομάτα. Στη συνέχεια το πήγαιναν στους ξυλόφουρνους και έμεναν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του ψησίματος. Να γυρίσουν το κρέας, να δοκιμάσουν για το αλάτι του και βέβαια, να προσέχουν τις… διαρροές. Έξω από τα πατρικά σπίτια του γαμπρού και της νύφης, ένας άλλος μάγειρας, που είχε ειδικότητα στο βράσιμο των μακαρονιών, έστενε στην αυτοσχέδια παραστιά μια μεγάλη σίγλα ή ένα καζάνι και έβραζε τα ζυμαρικά. Ήθελε μεγάλη μαστοριά να ψήσεις τόσα μακαρόνια ώστε να είναι σωστά αλατισμένα και να μην κολλήσουν.
Μετά τη στέψη οι καλεσμένοι περνούσαν για να ευχηθούν στους νεόνυμφους και έβαζαν ό,τι είχε ο καθένας περίσσευμα. Άλλος έβαζε δυο δραχμές, άλλος ένα τάληρο άλλος ένα δεκάρικο. Στο γάμο μου λ.χ. που έγινε το 1957, έπιασα 1500 δραχμές! Σπάνια έβαζε κάποιος περισσότερα από δέκα δραχμές, αφού οι φτώχειες των εποχών δεν το επέτρεπαν. Οι καλεστάδες τσέκαραν ποιοι πέρασαν για να χαρίσουν, ώστε να έχουν επίγνωση οι γονείς του ζευγαριού «ποιοι ετίμησαν τους γάμους των παιδιών τους» και ταυτόχρονα έλεγαν με δυνατή φωνή μια ευχή που αφορούσε αυτόν που «χάριζε». Αν ήταν γέρος και τα παιδιά του ήταν παντρεμένα η ευχή ήταν «Και στω γκονιώ σου μπάρμπα Νικολή»! Αν είχε ανύπαντρα παιδιά του έλεγαν «Και στω μπαιδιώ σου ν’ αξιωθείς». Αν ήταν ανύπαντρος του εύχονταν «και στα δικά σου», ενώ σε περιπτώσεις άλλες έλεγαν την ευχή «Ό,τι ποθείς». Στη συνέχεια πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι όπου θα εγκαθίστατο το νέο ζευγάρι και έλεγαν πάλι μαντινάδες. Στο δρόμο όταν περνούσαν πάνω από ποτάμι, η νύφη πετούσε ένα γαμοκούλουρο σταρένιο, το οποίο γινόταν μεγάλος αγώνας για το «ποιος» θα το άρπαζε.
Λίγο πριν μπει η νύφη στο σπίτι έσπαζε ένα ρόδι και το σκορπούσε (το ρόγδι συμβολίζει τη γονιμότητα), όπως και μέλι με το οποίο σταύρωνε το ανώφυλλο της πόρτας. Μετά οι καλεσμένοι πήγαιναν στα σπίτια των γονέων των νεονύμφων, όπου παρακάθονταν στο φαγητό. Επειδή όμως το σπίτι δεν χωρούσε να καθίσουν όλοι μαζί, κάθονταν κάποιοι και μετά το φαγητό έφευγαν, ώστε να έρθουν οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι να φάνε. Οι καλεστάδες, τσέκαραν και στο ζήτημα αυτό «ποιοι παρακάθισαν στο τραπέζι», ενώ σε πολλές περιπτώσεις πήγαιναν στα σπίτια και έψαχναν τον καλεσμένο, ώστε να πάει και να παρακαθίσει στο τραπέζι. Οι νιόπαντροι, συνοδευόμενοι πάντα από τον κουμπάρο συνέτρωγαν και στο πατρικό του γαμπρού και στης νύφης. Τους είχαν στρωμένο ιδιαίτερο τραπέζι και κατά κανόνα το… μενού ήταν πλουσιότερο. Όσοι από τους καλεσμένους τέλειωναν το φαγητό, πήγαιναν στα καφενεία, εκεί όπου γινόταν το γλέντι. Χωριστά οι προσκεκλημένοι του γαμπρού και χωριστά της νύφης. Κάποιες φορές το γλέντι γινόταν από κοινού. Ο Μιχάλης Μυλωνάκης ή Ταγαρούλης, ο Πέτρος Θεοδοσάκης ή Θεοδοσοπέτρος και ο Μανώλης Λασηθιωτάκης, σπουδαίοι λυράρηδες της εποχής και αργότερα ο Γιάννης Αγαπάκης ή Καλαιτζής, ο Νίκος Καρτσάκης (Σαβαντωνιό), ο Μύρος Κουτρουμπάκης, ο Νίκος Κόμης, ο Μιχάλης Κουσκουμπεκάκης στο βιολί, είχαν την ευθύνη της διασκέδασης. Οι ηλικιωμένοι έπιναν με δικά τους έξοδα μια γκαζόζα ή μια βανίλια, ενώ οι νέοι έπιναν ρακή και άλλα οινοπνευματώδη, όπως κρασί ή ούζο.
Γινότανε γλέντια τρικούβερτα, που διαρκούσαν μέχρι το πρωί, ενώ πολλές φορές τα ξημερώματα η ομήγυρη έβγαινε καντάδα! Πρέπει να σημειωθεί ότι και την παραμονή του γάμου υπήρχε γλέντι με τους ίδιους οργανοπαίχτες. Την επομένη του γάμου οι γονείς καλούσαν όλους όσοι βοήθησαν και έκαναν τον αντίγαμο, τρώγοντας ό,τι είχε απομείνει από το γάμο. Τα όργανα υπήρχαν και στον αντίγαμο, όπου ήταν στενότερος ο κύκλος, αλλά και τότε γίνονταν ξακουστά γλέντια. Σήμερα δυστυχώς, όλα έχουν αλλάξει. Ελάχιστα από τα ωραία αυτά έθιμα έχουν απομείνει. Οι γάμοι σήμερα, είναι απλά μια επιχείρηση και τίποτε περισσότερο….
Κεντρική φωτογραφία: Ο γάμος του Γιάννη Κοντονασάκη με την Ευπραξία Χαλκιαδάκη. Κουμπάρος ο γιατρός Μίμης Μιχελογιαννάκης. Οργανοπαίκτες: Ο Μύρος Κουτρουμπάκης και ο Γιάννης Αγαπάκης (Καλαϊτζής)
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"