Οι Βιαννίτες μιας εποχής...
Δημοσιεύουμε το 2ο και τελευταίο μέρος του εξαιρετικού-λογοτεχνικού κειμένου, συντάκτης και αποστολέας του οποίου ήταν ο αείμνηστος Ιωάννης Εμμ. Μεταξάκης, Στρατηγός, που τότε υπηρετούσε στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Αποδέκτης του, ήταν μια άλλη, εξέχουσα προσωπικότητα της ευρύτερης περιοχής, ο αείμνηστος Νίκος Εμμ. Κατσαράκης, στον οποίο η Βιάννος πράγματι οφείλει πολλά.
Υπενθυμίζουμε ότι η εν λόγω επιστολή έχει ημερομηνία «19 Μαρτίου 1977» αποστέλλεται από την Αθήνα με την παράκληση (για ευνόητους λόγους) να δοθεί στη δημοσιότητα μόνο μετά το θάνατό του.
Γράφει λοιπόν ο αείμνηστος Γιάννης Εμμ. Μεταξάκης:
«Η Βιάννος λοιπόν, το χωριό μας, η γενέτειρα μας!!!
Νομίζω ότι η επιστολή που σου γράφω, η άνευ οιασδήποτε αξίας, θα ήτο δυνατόν να μετατραπεί εις εν πολύτομον έργον ή να γίνη απύθμενος και άνευ τέλους διήγησις από το ανεξάντλητον υλικόν που αφορά το χωριό μας και τους ανθρώπους του. Παραλείπω πολλούς και δεν αποκλείεται περισσότερον σημαντικούς. Και πράγματι δεν είπα τίποτε δια τον Γαληνόν, τους Κοτσιφάκηδες, Κυριακάκηδες, Μωυσάκηδες, Γελασάκηδες, Γρυλιωνάκηδες, Σπυριδογιαννάκηδες, Μεταξάκηδες, Φερεντούνηδες, Τσόπηδες, Μαυρογένηδες, Χριστοδούληδες, Βουλγαράκηδες, Παπαματθαιάκηδες, Ζαϊμάκηδες, Ζουμπερήδες, Νερατζήδες, Φραγκιαδούληδες, Καρπαθάκηδες, Θεοδοσάκηδες, Σηφάκηδες, Κόμηδες, Μυλωνάκηδες, Στρατήδες, Βολονάκηδες, Φουρναράκηδες, Παπαδομαρκάκηδες, Γιαννακάκηδες, Παπαμαστόρηδες, Περβολαράκηδες, Συκολογιανάκηδες, Ρεστηβάκηδες, Χαλκιαδάκηδες, Καδιανάκηδες, Παπαδημητράκηδες, Γουμενάκηδες και Γουμενίδηδες και ίσως ακόμη να υπάρχουν και άλλοι αξιολογότεροι. Κάθε οικογένεια έχει τον σοφόν της, τον ήρωα της, τον τύπο της.
Αναφέρθηκα άτακτα χωρίς ειρμό σε τόσους λίγους. Παρέλειψα σκοπίμως, για ν’ ασχοληθώ εκτενέστερον άλλη μια φορά, με την χρυσή νεολάια της εποχής. Τους φοιτητάς, τους σπουδαστάς, τους νέους μας. Και όμως την νεολαία αυτήν δεν την συνήντησα μέχρι σήμερον πουθενά. Νομίζω ότι αποτελεί μοναδικόν παράδειγμα εις τας διαστάσεις του και δεν θα το εύρη κανείς μόνον εις τας Αθήνας του Περικλέους.
Το πνεύμα της, η ζωτικότης, το νεανικόν της κάλλος, υπήρξε μοναδικόν, διότι συνεδύαζε ότι το ωραίον με παράλληλον την έφεσιν προς πρόοδον!!
Αναφέρομαι εις την εποχήν όπου ο Νικόλαος Κατσαράκης, εις διάττων αστήρ πρώτου μεγέθους, διασχίζει με λαμπρότητα εκπάλγου καλλονής το στερέωμα της πνευματικής Βιάννου. Πόσον ήμουν ευτυχής όταν όλοι οι νέοι φοιτηταί επέστρεφαν στο χωριό κάθε καλοκαίρι!! Κατσαράκης, Τζαμουζάκης, Βλαχάκης, Κονταξάκης, Παπαμαστοράκηδες, Γρυλιωνάκηδες, Παπαγιαννάκηδες, Συμβουλάκης, Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι. Υπήρχε και η νεολαία του χωριού μας η απαίδευτη αλλά εξ ίσου επίσης ζωντανή και προοδευτική. Μετά των φοιτητών εδημιουργούσε ένα πολύτιμον κράμα υψηλής δυναμικότητας και πνευματικής καλλιέργειας. Ομολογώ ότι η νεολαία αυτή απετελεί δια το χωριό μας μίαν θεσπέσιαν ποίησιν. Πολύ μικρότερος εγώ τότε σας εκαμάρωνα, σας παρακολουθούσα και η εξημμένη φαντασία μου με έφερε να ζω εις ένα φανταστικόν παράδεισον πρωτοφανούς πνευματικής πανδαισίας και ψυχικής ωραιότητος. Πόσην ευτυχίαν αισθάνομην από την αγάπη σας και πόσον ήθελα να σας μιμηθώ. Αντλούσα τόσην δύναμην από το παράδειγμα σας, ώστε αδιστάκτως πιστεύω ότι οι πρώτοι προσανατολισμοί και οι εμπνεύσεις μου ηντλούντο από σας. Αναγνωρίζω μετ’ ευγνωμοσύνης ότι οφείλω εις υμάς, εν πολλοίς, το ξεκίνημά μου και ότι υπήρξατε εις πρωταρχικός παράγων της μετέπειτα σταδιοδρομίας μου. Απευθυνόμενος νοερά και χωριστά προς τον καθένα σας έλεγα μέσα μου: Ουκ εάν με καθεύδειν το του …τρόπαιον».
Αλλά αυτό και μόνον ήτο αρκετόν δια την έμπνευσιν και άνοιγε τον δρόμον προς την ευτυχίαν.
Ο χρυσούς αιών της χρυσής νεολαίας τελειώνει με την αναχώρησιν του Ζερβουδάκη και Παπαϊωάννου, των ωραίων αυτών ανθρώπων, εις Ηράκλειον και του αξιολογωτέρου ίσως όλων, του Βολωνάκη δια Θεσσαλονίκην, δηλαδή 1932 – 1935. Και αρχίζει η πτώσις, ο μαρασμός, η παρακμή, η οποία έκτοτε με μιαν μικράν διακοπήν δίκην αναλαμπής κατά την κατοχήν, εσυνεχίσθη με ρυθμόν επιταχυνόμενον μέχρι σήμερον. Τότε ο υποφαινόμενος, με την παρακμήν το 1935 το Φθινόπωρον αρχίζει την πορείαν του, και εγκαταλείπει το χωριό. Άφηνα πίσω μου τόσα και τόσα!!! Όλα τα παιδικά, χαρές, λύπες, παιδικούς έρωτες, αναμνήσεις. Θεωρώ πάντοτε ότι επέτυχα στη σταδιοδρομία μου. Νομίζω όμως ότι απέτυχα έναντι του χωριού μου. Ούτε τα τείχη της Τροίας κατεσκεύασα, ούτε την Έμπαρον κατέλαβα και δεν οδηγούσα τους Πευκιανούς εν θριάμβω φαμέγιους στο χωριό ως ονειρευόμουν. Όλα αυτά σήμερα μεθερμηνευμένα έχουν έννοιαν αλληγορικήν και έχουν σχέσιν με την έμφυτον και αιώνιαν αγάπην στο χωριό μου και παρέχουν το μέτρον της επιθυμητής προσφοράς, έστω των ονείρων μου, προς την γενέτειράν μου, την ένδοξον και αγαπημένην Βιάννον.
Ο δρόμος μου υπήρξε τραχύς, γεμάτος περιπέτειες, πικρίες, χαρές, πολέμους, αίμα, απογοητεύσεις, αλλά και θριάμβους, με τελικήν κατάληξιν εκεί όπου ευρίσκομαι σήμερον. Δεν εξετάζω αν άξιζα λίγα ή πολλά. Μένω πάντοτε με την σκέψιν και το παράπονο ότι δεν μπόρεσα να δώσω όσα ήθελα, όσα ονειρευόμουν και ήσαν πολύ περισσότερα απ’ ότι έδωσαν όλοι οι άλλοι Βιαννίτες μαζί, ότι νόμιζα ότι χρωστούσα στο χωριό μου. Η θέλησις υπήρχε, η αγάπη, ο θαυμασμός και η συνεχής προς τούτο σκέψις. Αι περιστάσεις ίσως να μην εβοήθησαν. Η τύχη επίσης. Δεν εσκεπτόμουν ποτέ τα μικρά. Ήθελα τα μεγάλα. Ίσως να είναι λάθος, γιατί ο Καρπαθονικολής έλεγε: « με τα χείλια που χω, συμπεθεράκι, σε φιλώ», και « όπου φτάνει η χέρα σου να κρεμάς το καλάθι». Αλλά θεωρούσα πάντοτε ότι θα ερχόταν η ώρα που θα μπορούσα για τα μεγάλα. Εγωιστικώς έβλεπα την ασφαλή άνοδόν μου, την απόκτησιν δυνάμεως, η οποία μεταβαλλόμενη εις πράξιν θα αφιερούτο στο ωραίο χωριό μας. Δεν ήθελα ποτέ τις μικρές προσφορές. Απέβλεπα στα μεγάλα. Έβλεπα πάντοτε μακριά, φιλόδοξα και σκόπευα υψηλότερους στόχους. Είπαμε, ίσως αυτό να ήταν λάθος. Αλλά ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραιτείται των φιλοδοξιών του. Θα ήμουν πολύ ευτυχής, αν έστω και αργά πραγματοποιούσα τα παιδικά μου όνειρα. Με πικρία και απογοήτευση, χωρίς να κάμπτομαι, φρονώ ότι υπήρξα στο θέμα αυτό ατυχής.
Διανύομεν, Νίκο μου, το τελευταίο τέταρτο της ζωής μας. Αργήσαμε επομένως. Δεν έχομε πια καιρό για τα τείχη, για την Έμπαρο, για τον Πεύκο. Αυτά μπορούσαν να γίνουν από το 1967 – 1977 υπό άλλας περιστάσεις, συνθήκας ευνοϊκάς, γενικάς και ειδικάς, για το άτομό μου. Χάσαμε το τραίνο. Μάλλον μας άφησε εκείνο και έφυγε. Η ζωή η τόσο παράξενη, μας διδάσκει αφού τη ζήσωμε, ή μας αναγκάζει τότε να τη μάθομε, μας δίδει και το δίπλωμα της πείρας, αλλά μας καθιστά άχρηστους, γιατί είναι πια πολύ αργά. Ανεξαρτήτως των απαισιόδοξων αντιλήψεών μου, που είναι αναμφισβητήτως αληθείς, ας μην το βάλωμεν κάτω. Ο Καζάνης μας εδίδαξε ότι «και αν ακόμη σε κόβουν κομματάκια να προσπαθής να σηκώνεσαι όρθιος». Ας παραμείνωμε λοιπόν όρθιοι, ας συνεχίσωμε τα όνειρα, ας βλέπωμε μόνον υψηλά και μακριά και ας προσπαθούμε. Η θεία δύναμις που φωλιάζει μέσα μας ας μας καθοδηγή στο καλό, στην αρετή και σε υψηλές επιτεύξεις. Τότε, στο κάτω-κάτω, και αν δεν φτιάξωμε τα πολύ μεγάλα, κάτι μπορεί να προσφέρωμε από τα μικρά και δια τούτο θα αισθανόμεθα ευτυχείς. Επίσης ευτυχής αισθάνομαι και η συνείδησίς μου εξαϋλούται, όταν σε κάθε μου σκέψη βρίσκω τον εαυτό μου άμεμπτο έναντι όλων σας, των συμφερόντων των συγχωριανών μου, τους οποίους αν δεν μπόρεσα να ωφελήσω, τουλάχιστον ούτε και κατά φαντασίαν τους εξεμεταλεύθην ή τους εζημίωσα στο ελάχιστον, όπως δυστυχώς μπορεί να έπραξαν άλλοι ποικιλοτρόπως.
Σήμερα βρίσκομαι πάλι στην υπηρεσία. Δεν με γοητεύουν τα ιχιάνια. Ούτε παίρνει ο νους μου αέρα. Το τελευταίον αποτελούσε πάντοτε μία των αρχών μου. Αισθάνομαι μόνον χαρά και ικανοποίησιν δια την αναγνώρησιν. Διότι αυτοί μεν που με έδιωξαν από αναγνώρησιν με έδιωξαν. Με την πράξιν των έδειξαν ότι με εφοβούντο. Ανεγνώριζαν ότι έκρυβα μια φλόγα, ότι θα ήμουν δι’ αυτούς εν εμπόδιον. Μόνον οι τυχαίοι δεν φέρνουν αντιρρήσεις. Ανεγνώριζαν επομένως ένα κύρος δια την όλη μου δράσιν, μίαν προσωπικότητα και το ακέραιον του χαρακτήρος μου, διότι με εγνώριζον καλώς. Η πατρίς όμως με εστερήθη 10 χρόνια. Και ποια χρόνια; Τα καλύτερα μου, τα παραγωγικότερα, τα σπουδαιότερα. Το 1974 αποκατεστάθην πανηγυρικώς και κατά τρόπον πολύ τιμητικόν, όσον ολίγοι. Λόγω ταπεινοφροσύνης ας μου επιτραπή να μην πω περισσότερα. Και ήρθε το 1977(Νοέμβριος 1976) ότε ανεκλήθην εις την ενέργειαν. Ήσαν τόσοι άλλοι, ίσως και καλύτεροι. Δεν εζήτησα την ανάκλησίν μου. Απροόπτως με ειδοποίησαν. Ηρνήθην αρχικώς. Τέλος υπέκυψα και εδέχθην, διότι συνεκινήθην εκ της αναγνωρίσεως.
Θα μου πήτε ότι η αναγνώρησις εβράδυνε. Δεν το εξετάζω. Πολλάκις γίνεται και μετά τον θάνατον. Με την ίδια φλόγα που κάποτε 18ετής εξεκίνησα από την Βιάννο αρχίζω και πάλιν την πορείαν μου εις τα πεπρωμένα μου. Ο θεός ας ευλογή το έργον μου. Η καθαρή καρδιά, η αφοσίωσις προς το καθήκον και η υπέρμετρος αγάπη μου προς την πατρίδα μας αποτελούν τας οδηγούς μου σκέψεις. Αι καινοδοξίαι, αι μεγαλαυχίαι και οι ρουλιές ας μείνουν δι’ άλλους. Η ταπεινοφροσύνη, η καλοσύνη και αι γενναιόφρονες ιδέαι μόνον αρμόζουν σε εμάς.
Διότι πιστεύω ότι η αρετή και μόνον, πρέπει να είναι υπέρτατη επιδίωξις του ανθρώπου…
Η όμορφη Βιάννος και ως όνειρο και ως ιδέα θα παραμείνει ο μεγάλος έρωτάς μου. Η αγάπη μου προς το Χωριό μας ειλικρινής, αδιάπτωτος και πάντοτε ανανεούμενη, θα με φέρνη συνεχώς κοντά σας, όχι μόνο νοερά αλλά και πρακτικώς εκδηλούμενη, όταν και όπου μπορώ και προς οιονδήποτε τομέα ή εκδήλωσιν η οποία αφορά την πρόοδον της γενέτειρας, που τόσον πολύ ηγάπησα, τόσο πολύ επόνεσα, πάντοτε με ανυστεροβουλίαν και με κανένα απολύτως συμφέρον, τονίζω και πάλιν, ή ποταπήν σκέψιν και εκμετάλλευσιν ή συμφεροντολογικήν επιδίωξιν.
Το γράμμα μου μπορεί να ονομασθεί «ΡΕΤΡΟ», γιατί αναφέρεται εις τα περασμένα της Βιάννου. Η αξία του έγκειται εις το ότι τα γραφόμενά μου τα πιστεύω, τα αισθάνομαι και τα αναπολώ με εξαιρετικήν αγάπην. Νομίζω ότι ανανεούμαι. Έμπλεος οραματισμών αισθάνομαι ότι είμαι ευτυχής. Προσπαθώ να σταματήσω το γράμμα μου, γιατί σ’ εκούρασα, αλλά νομίζω ότι δεν το άρχισα ακόμη.
Ας μου επιτρέψης να πω ολίγας μόνον λέξεις δια τας κακίας των ηρώων μας και να θίξω ακόμη μίαν άλλην πτυχήν των. Αναμφισβητήτως είχον πολλάς. Ήσαν οξείς, πείσμονες και ενίοτε μοχθηροί και σκληροί. Δεν νομίζω ότι σφάλλω αν προσθέσω και ζηλόφθονες. Πολλοί υπήρξαν και ασυστόλως εκμεταλευταί. Αλλά εγώ τότε ήμουν μικρός. Δεν επηρεαζόμουν από τας κακίας των. Εθαύμαζον μόνος τας αρετάς των. Δεν εξήταζα ποτέ τας αναξιοπρεπείας ή τας ραδιουργίας των. Έβλεπα επιφανειακώς ίσως τα πράγματα και με την παιδικήν μου αφέλεια. Τα πάντα ήσαν ήπια, περιεβάλλοντο με γλυκύτητα, ποίησιν και με μουσικήν μελωδίαν. Όλα τα ελαττώματα και τα μεμπτά των ήσαν συγχωρητέα και παντού διέκρινα μόνον προτερήματα, υψηλοφροσύνην, κατορθώματα, γενναιότητα και προσέδιδα εις όλας των τας κακάς εκδηλώσεις, καλωσύνην, αθωότητα και απλοϊκότητα.
Έφυγα εκ της Βιάννου μόλις τελείωσα το Γυμνάσιον. Ήμουν τότε ώριμος να σπουδάσω τας κακίας των. Δεν το έπραξα, γιατί απεμακρύνθην της Βιάννου χωρίς να επιστρέψω σχεδόν καθόλου, κι έτσι εξακολουθώ να διατηρώ τας παιδικάς αντιλήψεις και αναμνήσεις και να κρίνω υπό εσφαλμένον ίσως πρίσμα, αλλά με αγνότητα και χωρίς κακότητα.
Έβλεπα βεβαίως την αντιμαχίαν του χαλκέντερου Τηγανίτη με τον σκληροτράχηλον Βουλγαράκην, αλλά δεν τους κατενόουν. Αι συγκρούσεις των υπερέβαλλον εκείνας των Αχιλλέως και Έκτορος εις σκληρότητα, αλλά μάλλον τας εθαύμαζα. Δια ποιον λόγον εξ άλλου θα έπρεπε να ερευνήσω τας τυχόν κακίας του Πετροχαραλάμπη; Τον έκρινα μόνον ως επιστήμονα μακενιάρην της φάμπρικας του Πολίτη και τον έβλεπα μόνον από της καλής του πλευράς, εξαίρετον ως άνθρωπον, ευχάριστον εις τας διηγήσεις του και εκπληκτικώς ικανόν εις την εργασίαν του. Τι με ενδιέφερε η τυχόν κακότης ή τα ελαττώματα του Κοβιού, του Καυκάλου, του Μύρου, ή τα νεύρα του Αλεξάνδρου του οποίου εθαύμαζα το θεϊκόν μεγαλείον, ή τέλος οι τζαναπετιές του Βλαχονικολή;
Ίσως να μην αντιλαμβανόμουν τας τυχόν κακίας των ή δεν ήθελα να τα αναγνωρίσω, διότι μ’ εγοήτευαν αι αρεταί των.
Από τας αθλιότητας των Βιαννιτών με συνεκλόνιζε μόνον η φτώχεια, η μιζέρια, και η δυσπραγία ωρισμένων. Με ελύπει η ανέχειά των και με επηρέαζε κάθε περίπτωσις οιουδήποτε αδυνάτου με τον οποίον εσυμμαχούσα ασυζητητί και όταν ακόμα είχε άδικον. Επονούσα ειλικρινώς τον Καύκαλον και την Κυριάκαινα. Με συνεκίνη ο Στέργιος ο παράουρος, ο κουνιάδος του Σαββαντώνη και γενικώς ελυπόμουν δια την δυστυχίαν και δια κάθε απόκληρον της τύχης. Είχα όμως και εγώ τας κακίας μου. Δεν ανεχόμην την ήτταν εις οιονδήποτε πεδίον δράσεως. Όταν έχανα οπουδήποτε, μεταβαλλόμην εις θηρίον. Αλοίμονο εις τον νικητή μου, εις την Σκλαβιάν, την Γουρούνα, τον Μότζον και λοιπά παιγνίδια. Ακόμη αντηχεί εις τ’ αυτιά μου η κραυγή του Μπολονομιχελή, όταν κάποτε με αγωνίαν παρηκολούθησε δίωρον σκληράν πάλην μου με κάποιο γίγαντα Σχινιανόν. Η νίκη μου τον εντυπωσίασε και έμπλεως υπερηφανείας ανέκραξε εν θριάμβω: « Μπράβο, μωρέ πολέμαρχε Πλακιώτη». Μόνον εις το κολύμπι εις τα χαντάκια υστέρουν. Ανεγνώριζα ότι οι Καρτσίδες, οι Τρουλήδες, οι Πλατζουνάδες, οι Κολιοράδηδες, και Πιτοπούληδες ήσαν ανώτεροί μου. Με ευχαριστούσε ιδιαιτέρως να ταπεινώνω ευγενώς τους πλουσίους της εποχής, εις τον μαθητικόν στίβον. Ήσαν πάντοτε όλοι τους πτωχοί τω πνεύματι και ομολογώ ότι τους έκανα του αλατιού εις τα πεδία της μαθήσεως και των μαθητικών επιδόσεων. Να λοιπόν που κι εγώ είχα τις κακίες μου. Τις αναγνώριζα, αλλ’ εγνώριζα να συγχωρώ, και να μην κατακρίνω. Έτσι βλέπω πάντοτε την Βιάννον μονοπλεύρως από την αγνήν όψιν, μόνον τις φυσικές ωραιότητες του περιβάλλοντος και τις ψυχικές αρετές των κατοίκων της.
Ίσως ν’ αποτελή σφάλμα ότι εξήταζα την μίαν μόνον όψιν του νομίσματος. Παρ’ όλα ταύτα, αγαπητέ Νίκο, έχομαι της γνώμης ότι η ταξινόμησις, ο χαρακτηρισμός, η αξιολόγησις, η μέθοδος μου και αρχαί επί των οποίων στηρίζω τας κρίσεις μου, η γενική τέλος τοποθέτησις μου έναντι των ανθρώπων της Βιάννου είναι ορθαί και φρονώ παρά την μονόπλευρον κριτικήν μου ότι ακριβολογώ εις τας διαπιστώσεις μου. Πράγματι όλοι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης υπήρξαν εκπληκτικοί και απροσπέλαστοι εις όλας τας διαστάσεις των. Ίσως να έζησα μόνον την επικήν των εποχήν. Η απεραντοσύνη των αισθημάτων των, η ευφυΐα και γενικώς τα πνευματικά και ψυχικά των χαρίσματα εκάλυπτον τας ατελείας των, τας κακίας των και τας παρεκτροπάς των.
Βεβαίως δεν επεκρότησα ποτέ την κακήν συνήθειαν του Βλαχονικολή και της αδυναμίαν του εις το να μετακινεί τα σύνορα του με τον Καρόλην. Άλλα το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, δεν με απησχολεί, ούτε ως πράξις κακή με εξένιζε.
Τουναντίον με έτερπε η διήγησις της τιτανομαχίας Βλαχονικολή – Καρόλη, την οποίαν ο Μεταξομανώλης μου είχε διηγηθή κατ’ επανάληψιν. Η διένεξις των δυο κουνιάδων υπήρξε μακροχρόνιος και σκληρά και παρά τα εδαφικά κέρδη του Βλαχονικολή ούτος υπήρξε ακόρεστος. Δεν ηδυνήθη όμως να καταβάλη τον αντίπαλον και να ολοκληρώση τα σχέδια του, διότι ο Καρόλης υπήρξε μικρός μεν το δέμας αλλά γενναίος μαχητής. Τα κατακτητικά σχέδια του Βλαχονικολή συνεχώς ανατρέποντο, ότε ο τελευταίος απεφάσισε να δράση αποφασιστικώς δια αγρίου ξυλοδαρμού του Καρόλη, ώστε να τον αναγκάση οριστικώς να πάψει να αντιδρά και να παρεμβαίνη εις τας ανομίας και κατακτητικάς βλέψεις του. Ο Καρόλης είχε διαγνώσει τας ενδομύχους σκέψεις του αντιπάλου και άρχισε να εξοπλίζεται ποικιλοτρόπως δια την τελικήν μάχην. Εις μίαν τοιαύτην σύγκρουσιν ασφαλώς ο Αίας Βλαχονικολής θα ήτο ο νικητής.
Το δαιμόνιον όμως του Καρόλη υπήρξε όντως αξιοθαύμαστον και όχι μόνον ανέτρεψε τα σχέδια του Βλαχονικολή, αλλά και τα εματαίωσε οριστικώς. Χωρίς να τον υποπτευθεί κανείς, μετέβη νύκτωρ εις Αχεντριάν απ’ όπου παρά τίνος συντέκνου του επρομηθεύθη σκύλον υπερμεγέθη, τον οποίον μετέφερε εις Κερατίδι υπό πάσαν εχεμύθειαν. Εκεί επί δύο μήνας τον εκγύμνασε και τον κατέστησε ικανόν να ενεργή καταδρομικάς ενεργείας και να αντιμετωπίζη οιανδήποτε αιφνιδιαστικήν ενδεχομένην επίθεσιν. Ο Βλαχονικολής δεν είχε πληροφορηθή ουδέν σχετικόν με τους εξοπλισμούς και τα σχέδια του Καρόλη, του οποίου οι τελευταίαι συχναί απουσίαι δεν του επροξένησαν εντύπωσιν. Με τα πρώτα πρωτοβρόχια ο Βλαχονικολής κατήλθε δήθεν εις Κερατίδι δια γεωργικάς εργασίας, αλλά ο αντικειμενικός του σκοπός ήτο ο άγριος ξυλοδαρμός του Καρόλη και ο εξαναγκασμός του εις σιωπήν, εις πάσαν ενεργείαν του Βλαχονικολή επί του καθεστώτος των συνόρων. Εάν δεν τον έπαιρνε κανείς είδησιν, πιθανόν να έστελνε τον Καρόλην εις τας αιωνίους μονάς.
Η συνάντησις υπήρξε βιαία και αποφασιστική. Ο Βλαχονικολής μόλις επλησίασε το μετόχι του Πολίτη, ήρχιζεν αναθεματίζων, φωνασκών και υβρίζων και κραδαίνων ρόπαλον ως εκείνο του Ηρακλέους επετέθη κατά του αντιπάλου του. Βεβαίως εάν ο Καρόλης εδέχετο μόνον εν κτύπημα, τούτο θα ήτο αρκετόν και μοιραίον. Το μικρό δέμας του Καρόλη και η ευελιξία του, ήσαν τα μόνα όπλα του με τα οποία αρχικώς αντιμετώπισε τον φοβερόν γίγαντα. Ο σκύλος είχε γυμνασθεί να παραμένη κρυμμένος, καμουφλαρισμένος, και να επιτίθεται μόνον δια παραγγέλματος. Εις κατάλληλον στιγμήν και όταν ο Βλαχονικολής ήτο έτοιμος να καταφέρη το καίριον κτύπημα, ηκούσθη βροντερή η φωνή του Καρόλη. « Χύστου, μωρέ Μπασουμά». Εις Μπασουμάς τεραστίων διαστάσεων δίκην άρκτου εχύμηξε και ανέτρεψε τον αιφνιδιασθέντα έξαλλον Κύκλωπα Βλαχονικολήν. Ο Γολιάθ εγκατέλειψε το ρόπαλον και ευρέθη φαρδύς πλατύς, άνωθεν δε τούτου εν αληθώς θηρίον τον εκράττει δια των ποδών του ακίνητον, εν τεράστιον δε στόμα ανοικτόν και πλήρες τεραστίων οδόντων άνωθεν του προσώπου του ήτο έτοιμον να τον κατασπαράξη. Ο Καρόλης δια καταλλήλων και ακαταλήπτων παραγγελμάτων εκράτει τον Μπασουμάν, Κέρβερον εις αυτήν την στάσιν δια να φοβίζη περισσότερον τον Βλαχονικολήν. Ο τελευταίος δεν εκινείτο καθόλου, διότι πάσα κίνησις εκλαμβανομένη από τον Μπασουμάν ως αντεπίθεσις τον εξαγρίωνε τόσον, ώστε θα ενόμιζε τις ότι εν ριπή οφθαλμού θα εξέσχιζε το θύμα του. Ο Βλαχονικολής έντρομος, συντετριμμένος, ηττημένος και εξευτελισμένος ευρίσκετο εις το έλεος του Μπασουμά αλλά ιδίως του Καρόλη του οποίου και μόνον εξετέλει τα παραγγέλματα. Εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν ευρισκόμενος ο Βλαχονικολής ανεγνώρισε την ήτταν του και εζήτησε την παράδοσιν του άνευ όρων «Ήμαρτον, μωρέ κουνιάδο», «ότι κι αν έκαμα, μωρέ, νερό κι αλάτσι». Σ’ απομυρώνω, κουνιάδο, φώναξε αυτόν διάβολο, γιατί θα με φάη». Ο Καρόλης ατάραχος, σοβαρός, νικητής και τροπαιούχος δε ήθελε να κάμη κακόν εις τον Βλαχονικολήν, ήθελε μόνον να τον ταπεινώση, αλλά και να λάβη εγγυήσεις δια το μέλλον. Αμφότερα τα επέτυχε. Ο εξευτελισμός ήτο πλήρης. Αι εγγυήσεις εδόθησαν πανηγυρικώς. Ο λόγος του Βλαχονικολή ήτο συμβόλαιον παρά το κουσούρι να πειράζη τα σύνορα, ο λόγος ήτο λόγος, γιατί οι άνθρωποι αυτοί είχαν προ πάντων λόγον και ο λόγος είχε αξίαν ανεκτίμητον. Ποιος λόγος υπάρχει σήμερον και ποια η αξία του; Ο Βλαχονικολής τον ετήρησε έκτοτε εις το ακέραιον. Πολλοί λέγουν ότι μέσα στην καλύβα του σκύλου ήτο κρυμμένος και ο Τηγανίτης, ώστις υπήρξεν εν συνεχεία ο εγγυητής των συμφωνιών. Τούτο όμως δεν το γνωρίζει κανείς και θεωρείται απίθανον. Λέγουν επίσης ότι ο Καρόλης, παρά την συνθήκην ειρήνης με τον Βλαχονικολήν δεν απεχωρίσθη επί μακρόν τον Μπασουμά. Ο σκύλος εκείνος απεβίωσεν εις βαθύ γήρας. Ετάφη από τον Καρολήν με εξεραιτικάς τιμάς. Ομολογώ ότι δεν τον ενθυμούμαι ή δεν τον πρόλαβα. Αργότερον ο Καρόλης απέκτησε άλλον σκύλον χρώματος κοκκινοξάνθου τον οποίον ωνόμαζε Καρτσώνην. Αυτόν τον ενθυμούμαι καλώς. Ο Βλαχονικολής είχε κόψει το άσχημον χούι του.
Η διήγησις έχει αφετηρία τα ελαττώματα των Βιαννιτών, αποδεικνύει όμως και τα προτερήματα των που ήσαν ισχυρότερα και εκάλυπτον και εξουδετέρωναν τας κακίας των. Του λόγου το ασφαλές είναι το «Λόγω τιμής του Βλαχονικολή», το οποίον ετηρήθη μετά θρησκευτικής ευλαβείας.
Με το φαιδρόν πάθημα του Βλαχονικολή κλείνω και την πτυχήν αυτήν. Επιφυλάττομαι να σου γράψω άλλες παρεμφερείς ιστορίες, για να ψάλω και άλλα κατορθώματα άλλων ηρώων μας τους οποίους ποτέ δεν λησμονώ, καίτοι έχει παρέλθει μισός αιώνας από τότε που εις ηλικίαν οκτώ ετών τους εγνώρισα.
Νομίζω, Νίκο μου, ότι σε εκούρασα. Θα δωθεί η ευκαιρία να σου ξαναθυμίσω πολλά, ή να συμπληρώσω τις σκέψεις μου όπου παρουσιάζονται ελλιπείς, ή αι αναμνήσεις μου εξασθενημένες. Ας σταματήσωμε επομένως εδώ και ας έλθωμε στα δικά σου. Πως πάει η υγιεία; Τι κάνει η Μαρία, τα παιδιά σου. Σε τι ασχολείσαι τώρα; Θα χαρώ πολύ να μάθω νέα σου.
Με πολύ αγάπην σας φιλώ
Αντιστράτηγος
Ιωάννης Μεταξάκης
Δ/ντης Ιστορίας Στρατού
Σημείωση: Η κεντρική φωτογραφία είναι φωτογραφικό κολάζ από φωτογραφήσεις του Μανώλη Σπανάκη.