Οι αρβύλες


Με αφορμή παλαιότερες αναδημοσιεύσεις των καταπληκτικών κειμένων του αείμνηστου Στέφανου Δ. Παπαγιαννάκη από τον Μάρτιο του 1987 στο πνευματικό θησαυροφυλάκιο, τα «Βιαννίτικα Νέα», θα παραθέσουμε μια καταπληκτική ιστορία, με πρωταγωνιστές δυο Βιαννίτες που στα θησαυροφυλάκια της τράπεζάς τους φυλούσαν μεγάλα κεφάλαια.
Ο λόγος για τα αδέρφια Μιχάλη και Μανώλη Ραπτάκη, τα παιδιά του Κυνηγού, τον Κυνηγομιχάλη και τον Πανάγο, όπως ήταν ευρύτερα γνωστοί.
Οι ίδιοι, πιθανόν δεν το καταλαβαίνανε, γιατί δεν υποκρίνονταν για να τους φαίνεται παράξενο. Αδέρφια, αδέρφια. Κοινή καταγωγή, κοινή κι η φτώχια τους. Όπως κοινή ήταν και η εντιμότητά τους. Χαρακτήρες από ατόφιο ασήμι, δεν εξαργύρωσαν ποτέ τις αξίες τους, και αρνήθηκαν πεισματικά τις παλινδρομήσεις και τις ασάφειες. Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης αυτό που έδειχναν, αυτό ήταν.
Η τιμιότητά τους, ήταν πολύ ακριβότερη από όλα τα καλά της γης που ο ίδιοι μες στις οικογένειές τους στερούνταν.
Ταυτόχρονα όμως, ήταν και φτωχοί. Τα ροζιασμένα τους χέρια, δεν ανταμείφθηκαν ποτέ όσο τους άξιζε, τις μίζερες εκείνες εποχές που το λίγο ποτέ δεν αυγάταινε. Μόνο το πολύ.
Κάποτε, αρρώστησε ένα από τα πέντε κουτσούβελα του Πανάγου και είχε φτάσει στην απόγνωση, γιατί οι διαθέσιμοι γιατροί, δε μπορούσανε να βρούνε «ίντα ’χει το κοπέλι».
Κι όπως τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του έτσι κι ο Πανάγος, αυτό το θεριό, ξέπεσε στα γιατροσόφια και στους κομπογιαννίτες.
-Γραντισμένο είναι το κοπέλι, δε το θωρείς; Λέει η γειτόνισσα.
-Ο Θεός να σε ξεμιστεύει απού το κακό μάτι. Του λέει ένας άλλος.
Στο τέλος, το πίστεψε κι αυτός, ότι το κοπέλι έχει γράντισμα, γι’ αυτό και η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια.
Η μόνη, ενδεδειγμένη λύση κατά τους «ειδικούς», ήταν να πάει το παιδί σ’ ένα μάγο στη Μαθιά να του λύσει τα μάγια.
Σηκώνεται λοιπόν ένα πρωί, παίρνει το κοπέλι να πάρουνε το πρωινό λεωφορείο της γραμμής, που θα τους πήγαινε στο μάγο.
Τη ώρα όμως που επιβιβάζονταν στο λεωφορείο ακούει φωνές.
-Μανώλη, μωρέ Μανώλη !!
Μανώλη τόνε λέγανε, το Πανάγος ήτανε το παρατσούκλι του.
Κοιτάζει, βλέπει τον αδερφό του, το Μιχάλη.
-Πού πας μωρέ, του λέει ο Μιχάλης.
-Στη Μαθιά πάω, στο Μάγο, γιατί είναι γραντισμένο το κοπέλι να μου το ξεγραντίσει, απαντά ο Πανάγος.
Κι ο Μιχάλης, διακωμωδώντας την… αφέλεια του αδερφού του, του παραγγέλνει: Αφού θα πλερώσεις που θα πλερώσεις, ρώτηξέ τονέ γιάντα στραβοπατώ τσ’ αρβύλες!!!
Ο Θεός να τους αναπαύει…