«Ο Ύμνος της Βιάννου»


«Αδέλφια σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά
μνήματα μην πατάτε, θα πάρουνε φωτιά.
Στα μνήματα εκείνα που τόσο λυπηρά
αδέλφια εταφήκαν για την ελευθεριά.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη που ‘λαμπε ο ουρανός,
μα στα χωριά της Βιάννου ήτανε σκοτεινός,
οι βάρβαροι επήγαν και βάλανε φωτιά,
του Γερμανού το βόλι αθώους δεν ψηφά.
Πολιτισμένη χώρα στσ’ Ευρώπης την κορφή
τους διεθνείς τους νόμους όλους τους εκτελεί.
Σκορπίσανε τον τρόμο, σωρέψανε νεκρούς,
Μυρά, Καφαλοβρύσι δεν ‘φήκαν ζωντανούς.
Ανάθεμα τη χώρα, κατάρα στη φυλή
αιώνες να περάσουν να μην συχωρεθεί».
Ευριπίδης Πλαγιωτάκης , Έμπαρος 1943
Ο λαϊκός ποιητής Ευριπίδης Πλαγιωτάκης με δωρική λιτότητα ακολούθησε τη ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους και μετά βαθιά η καρδιά να αισθανθεί ότι ο νους συνέλαβε». Η ανείπωτη τραγωδία του Ολοκαυτώματος της Βιάννου έπρεπε πρώτα να γίνει «κατανοητή» με τη λογική (το νου) του ποιητή και στη συνέχεια η καρδιά να εκφράσει τον αβάσταχτο ανθρώπινο πόνο. Μόνο η ποίηση μπορούσε να «μιλήσει» για τα αμίλητα συναισθήματα πόνου, θλίψης, οργής, απώλειας και απελπισίας.
Η σύνθεση, γνήσιο κρητικό μοιρολόι, εκφράζει με ελεγειακό τρόπο τον πόνο των ζωντανών-νεκρών Βιαννιτών. Στον «Ύμνο της Βιάννου» συναιρούνται το ηρωικό, το τραγικό και το θρησκευτικό στοιχείο. Ο ηρωισμός φαίνεται στις λέξεις, «[…]αδέλφια εταφήκαν για την ελευθεριά», «[…]το βόλι αθώους δεν ψηφά», η τραγωδία εξεικονίζεται στους στίχους «[…]μνήματα μην πατάτε[…]», «Στα μνήματα[…]λυπητερά», «Σκορπίσανε τον τρόμο, σωρέψανε νεκρούς», «Μυρά, Κεφαλοβρύσι δεν ’φήκαν ζωντανούς», ενώ το θρησκευτικό στοιχείο στην κατάρα «Ανάθεμα τη χώρα, κατάρα στη φυλή αιώνες να περάσουν να μην συχωρεθεί».
Η προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος φανερώνει σολωμικές και παλαμικές καταβολές, καθώς πρόκειται για μια λαϊκή δημιουργία, η οποία πηγάζει από την κοινή ρίζα της ελληνικής ποίησης, την παράδοση του ανώνυμου λαού. Η φύση, η λαϊκή θρησκευτική πίστη, η μεταφυσική διάσταση της θυσίας αποτελούν στοιχεία της ποιητικής δημιουργίας του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, ενώ ο λυρισμός της σύνθεσης αποδίδεται από τον έτερο μεγάλο εθνικό ποιητή, Κωστή Παλαμά.
Τα σολωμικά στοιχεία (από το λογοτεχνικό ρεύμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού) φαίνονται με την αναφορά στη φύση («[...] ’λαμπε ο ουρανός[…]σκοτεινός»), η οποία εμφανίζεται με τη χρήση δύο αντιθετικών ζευγών: μέρα-νύχτα («μέρα του Σεπτέμβρη[…]σκοτεινός»), φως-σκοτάδι («’λάμπε ουρανός[…]σκοτεινός»). Αντιθετικό δίπολο υπάρχει και στη σύγκρουση φύσης-πολιτισμού, δηλαδή της αγροτοποιμενικής Βιάννου με την «πολιτισμένη» ευρωπαϊκή Γερμανία. Βέβαια, το βασικό αντιθετικό δίπολο είναι η ζωή («αδέλφια», οι ζωντανοί που περπατούν ανάμεσα στα «μνήματα») και ο θάνατος, ο οποίος κυριαρχεί σε ολόκληρη την υπόλοιπη σύνθεση. Η εικόνα συμπληρώνεται με το καταστροφικό στοιχείο της φύσης, τη φωτιά (δυο αναφορές, «πάρουνε» και «βάλανε» φωτιά). Η φωτιά, αυθεντικό προμηθεϊκό στοιχείο δημιουργίας και καταστροφής συνάμα, έχει διπλό συμβολικό ρόλο, εξαγνιστικό για τη θυσία των Βιαννιτών και δίψα για νέο αγώνα, φανερώνοντας το ακμαίο ηθικό των νεκρών και των ζωντανών Βιαννιτών. Η λαϊκή θρησκευτική πίστη, με τη μορφή της κατάρας, είναι ένα ακόμα στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού που συναντάται στον Σολωμό. Η μεταφυσική διάσταση της ζωής μετά θάνατο συμπυκνώνεται στην λέξη «ελευθεριά», του ιδανικού που εμπεριέχει την ατομική και την εθνική ελευθερία. Με τον τρόπο αυτό δικαιολογείται, καθαγιάζεται και καταξιώνεται η θυσία των τετρακοσίων ενός αθώων ανθρώπων.
Στο ποίημα υπάρχει όμως και ο παλαμικός λυρισμός, ο οποίος εκδηλώνεται σχηματικά σε τρία πεδία: ο «λυρισμός του εγώ» που απηχεί τα προσωπικά συναισθήματα του ποιητή, ο «λυρισμός του εμείς», ο οποίος παρουσιάζει το εθνικό ιδεώδες της ελευθερίας και ο «λυρισμός του όλοι», που εκφράζει παγκόσμια μηνύματα για τους «πολιτισμένους» εχθρούς και τον πανανθρώπινο πόνο της απώλειας αγαπημένων προσώπων. Το μέγεθος του πόνου μεγαλώνει από τη στενο-χώρια (στενότητα, έλλειψη χώρου) της γης, καθώς υπάρχουν παντού ιερά μνήματα που δεν πρέπει να πατηθούν. Τέλος, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη διάσταση με τη θυσία των άοπλων, αθώων ενηλίκων, παιδιών και γυναικών που εκτελέστηκαν χωρίς λόγο και χωρίς μάχη.
Ίσως η διαχρονική απάντηση στον λαϊκό στιχουργό Ευριπίδη Πλαγιωτάκη, αλλά και στους απανταχού Βιαννίτες για το Ολοκαύτωμα του τόπου τους, είναι οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη:
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις».
«Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει
με τα χέρια εμπρός του
σκύβοντας
τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη
και στο σώμα του ανθρώπου:
το κενό του Θανάτου για το βρέφος το ερχόμενο
το κενό του φονικού για τη Δίκαια κρίση
το κενό της Θυσίας για την ίση Ανταπόδοση
το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του Άλλου».
Άξιον Εστί - Οδυσσέας Ελύτης
Βιβλιογραφία
- Γαραντούδης Ε., «Η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού» στο Λ. Βαρελάς, Α. Βογιατζόγλου, κ.ά. Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος& 20ος αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος& 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 85-110.
- Πατερίδου Γ., «Η γενιά του 1880. Πεζογραφία-Ποίηση», στο Λ. Βαρελάς, Α. Βογιατζόγλου, κ.ά. Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος& 20ος αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος& 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.210-214.
*Ο κ. Αγησίλαος Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος