Ο σιωπηλός - Του Ιωάννη Κονδυλάκη
ΕΝ ΔΥΝΑΜΑΙ νὰ κατηγορήσω τὸν κουρέα μου ὅτι ἐκληρονόμησε τὸ ἐλάττωμα τῶν ἀρχαίων ὁμοτέχνων του.
Ποτὲ δὲν εὑρέθηκα εἰς τὴν ἀνάγκην, εἰς ἣν ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος, ὅστις, ἐρωτηθεὶς παρὰ τοῦ κουρέως «Πῶς σὲ κείρω;», ἀπήντησε «Σιωπῶν». Ποτὲ δὲν μοῦ ἀνέπτυξε τὰς ἰδέας του περὶ τῆς διοργανώσεως τοῦ στρατοῦ μας ἢ τὰς γνώμας του περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος. Ἐξ ἐναντίας αὐτὸς ἀναγκάζεται νὰ μοῦ συμβουλεύει σιωπὴν διὰ νὰ μὴ μὲ κόψει μὲ τὸ ξυράφι του.
«Προσέξετε, μὴ μιλᾶτε νὰ μὴν κοπεῖτε!»
Αὐτὸ δὲ καὶ τὸ «μὲ τὶς ὑγεῖες σας», μὲ τὸ ὅποιον τελειώνει τὸ ξύρισμα, εἶναι αἱ μόναι λέξεις τὰς ὁποίας ἀκούω ἀπὸ τὸ στόμα του.
Εἶναι χολερικῆς μορφῆς ἄνθρωπος, ὠχρὸς καὶ ἰσχνός, σχεδὸν σκυθρωπὸς πάντοτε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι σταθερὸς κανὼν ὅτι οἱ χολερικοὶ εἶναι ὀλιγόλογοι. Ἐγνώρισα ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ τύπου, ἀνυπόφορους φλύαρους, κατὰ τοσοῦτον δὲ μᾶλλον ἐπικίνδυνους, καθ’ ὅσον ἡ σοβαρὰ μορφή των ἐμπνέει ἐμπιστοσύνην καὶ ἀνύποπτοι ἐμπίπτετε εἰς τὴν παγίδα.
Ἂλλ’ ἡ ὀλιγολογία τοῦ κουρέως μου, ἐνῶ ἀφ’ ἑνὸς μὲ εὐχαριστεῖ, ἐξάλλου μ’ ἐπείσμωνε καὶ μ’ ἐσκανδάλιζε. Μοῦ ἐφαίνετο τρόπον τινὰ ἀσέβεια πρὸς τὰς παραδόσεις τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ διέψευδε τὴν ἰδέαν τὴν ὁποίαν εἶχα περὶ τῶν κουρέων κατὰ τρόπον τόσον ἀπρόοπτον, ὥστε νὰ μοῦ φαίνεται ὡς προσβολὴ προσωπική. Αὐτός, ὄχι μόνον φλύαρος δὲν ἦτο, ἄλλα καὶ δὲν ὑπέφερε τὰς ὁμιλίας τῶν ἄλλων.
Δία τοῦτο ἀνέστρεψα τοὺς ὅρους. Ἐφλυάρουν ἐγὼ ὁ πελάτης, προσπαθῶν νὰ ἐξερεθίσω τὴν σιωπηλήν του ἀπάθειαν καὶ ἐκδικούμενος συγχρόνως δι’ ὅσα ἔχει ὑποφέρει ἀπ’ αἰώνων τὸ γενειοφόρον γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν πολυλογίαν τῶν κουρέων. Ἀλλ’ εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου ἀπήντα μὲ ξηρὰ μονοσύλλαβα· καὶ ὁσάκις τὸν ἠνάγκαζα νὰ εἰπεῖ περισσότερα, μοῦ ἐπέβαλλε σιωπὴν μὲ τὴν ἀπειλὴν τοῦ ξυραφιοῦ.
«Μὴ μιλᾶτε, σᾶς εἶπα, νὰ μὴ σᾶς κόψει τὸ ξυράφι.»
Ὑποθέτω δὲ ὅτι σκοπίμως μ’ ἔκοπτεν ἐνίοτε, διὰ νὰ ἐνισχύσει καὶ διὰ τοῦ παραδείγματος τοὺς λόγους του.
Μίαν ἡμέραν ἔτυχε νὰ εἴμεθα οἱ δυό μας μόνον εἰς τὸ κουρεῖον. Ἐνῶ δὲ μ’ ἐσαπούνιζε τοῦ εἶπα:
«Δὲ μοῦ λές, κυρ-Σταῦρο, κρατᾶς λογαριασμὸ πόσα κεφάλια ἔχεις μπαρμπερίσει ἕως τώρα;»
Ἡ ἀνόητος αὐτὴ ἐρώτησις φαίνεται ὅτι τοῦ ἤρεσε, διότι ἀντὶ νὰ μοῦ κόψει τὴν συνέχειαν δι’ ἑνὸς ξηροῦ ὄχι, κατὰ τὴν συνήθειάν του, εἶπεν:
«Ὅλα τὰ μεγάλα κεφάλια τῆς Ἑλλάδος ἔχουν περάσει ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ σὲ βεβαιῶ ὅτι δὲν ζυγίζουν μεγάλο πράμα. Ὅλα κούφια καὶ ἐλαφρά. Εἶμαι κουρεὺς τριάντα πέντε χρόνια. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα ἔχω ξυρίσει πολιτικούς, στρατιωτικούς, καθηγητάς, διπλωμάτας, ἀνωτέρους διοικητικοὺς ὑπαλλήλους, δημοσιογράφους... τέλος πάντων τὰς κορυφὰς ὅλων τῶν κλάδων ποὺ μᾶς διευθύνουν...»
Ἡ ἀπροσδόκητος αὕτη διάχυσις μ’ ἐξέπληξε· καὶ ἂν συνέπιπτε μὲ τὰς ἐορτὰς τῆς 25ης Μαρτίου καὶ τῆς 15ης Αὔγουστου, θὰ τὴν ἀπέδιδα εἰς θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου, ἥτις ἀποδίδει τὴν φωνὴν εἰς τοὺς ἄλαλους.
Ἐπωφελήθην τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἴσως ἦτο παροδικόν.
«Καὶ δὲ μοῦ λές, κυρ-Σταῦρο, διὰ μιᾶς ἀρχίζετε νὰ ξυρίζετε ἀνθρώπους σεῖς οἱ κουρεῖς; Δὲν κάνετε καμιὰ προάσκησιν;»
«Τί; μήπως πιστεύεις καὶ τοῦ λόγου σου ὅτι γυμναζόμεθα πρῶτον σὲ γουρουνίσια κεφάλια, σὰν πατσατζῆδες;»
«Λοιπόν, ποιόν πρωτοξύρισες;»
«Ἕναν τρελό. Δὲν τὸ λέει καὶ ἡ παροιμία; “Στῶν τρελῶν τὰ κεφάλια μαθαίνουν οἱ μπαρμπέρηδες”. Τί ὑπέφερε στὰ χέρια μου ὁ μακαρίτης!»
«Ἀπέθανε;»
«Μποροῦσε νὰ μὴν πεθάνει μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέφερε; Ἀπέθανε μετὰ τρία ἔτη, ἀλλὰ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἀπέθανε ἀπὸ τὴν ἀγρίαν σφαγὴν ποὺ ἔπαθε ἀπὸ τὸ ξυράφι μου. Ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος δὲν ἦσαν ὀλιγότερον τρελοὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον. Ἔπειτα πῆρε δρόμο τὸ χέρι μου.» Ἐπῆλθε βραχεία σιωπή· ἔπειτα τοῦ εἶπα:
«Δὲ μοῦ λὲς τώρα, κυρ-Σταῦρο, πῶς ἐσὺ μεταξὺ τῶν κουρέων, ἀρχαίων καὶ σημερινῶν, ἀποτελεῖς ἐξαίρεσιν μὲ τὴν ὀλιγολογίαν σου; Γιατὶ δὲ μιλεῖς, ἐνῶ βλέπω ὅτι μιλεῖς πολὺ καλά;»
Τὸ πρόσωπον τοῦ κουρέως, τὸ ὅποιον εἶχεν αἰθριάσει ἐπί τινας στιγμάς, ἐσυννέφιασεν ἐκ νέου. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐρώτησίς μου ἔθιξε κάποιο μυστήριον εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, διότι τὸν εἶδα συνταρασσόμενον καὶ εἰς τὴν κατήφειαν τῶν κίτρινων ὀφθαλμῶν του ἀνεπήδησε μία ἀστραπή.
Ἐφάνη σκεπτόμενος ἐπ’ ὀλίγον, ἔπειτα μὲ φωνὴν ἀλλοιωμένην, τραχυτέραν τοῦ συνήθους καὶ σπασμωδικήν, μοῦ εἶπεν:
«Ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους. Ἔχω στὶς φλέβες μου αἷμα νεκροῦ.»
Τὸν ἠτένισα ἀπορῶν. Εἶχε γίνει σκυθρωπότερος, τὰ μάτια του ἐσκοτείνιασαν. Ἡ μεταβολὴ ἐκείνη μὲ ἀνησύχησε, διότι ἤμουν ἀκόμη ὑπὸ τὸ ξυράφι του, ἀλλ’ ἡ περιέργεια ὑπερίσχυσε. Καὶ τοῦ εἶπα:
«Αἷμα νεκροῦ!... Τί λές;»
«Αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγω. Ἄκουσε τί συνέβη. Ὅταν πρωτάρχισα νὰ ξυρίζω, μοῦ λέει μιὰ μέρα ὁ μάστορής μου: “Νὰ πᾶς στὴν ὁδὸν Περικλέους, ἀριθμὸς τάδε, νὰ ξυρίσεις. Πάρε τὰ ἐργαλεῖα.” Ἔτρεξα μὲ προθυμίαν, διότι ὑπέθεσα ὅτι μ’ ἔστελνε νὰ ξυρίσω κανένα γαμπρὸ κι ἐπερίμενα τὸ σχετικὸ δῶρο. Φθάνω εἰς τὸ σπίτι ποὺ μοῦ ‘πε ὁ μάστορης κι ἀνεβαίνω μιὰ σκάλα· ἀλλὰ δὲν μοῦ ἐφάνη αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ ἑτοιμάζετο γιὰ γάμο· κάθε ἄλλο. Τὰ πρόσωπα ποὺ παρουσιάζοντο στὸ διάδρομο δὲν ἐφαίνοντο νὰ ἦσαν προσκαλεσμένοι σὲ χαρά. Μιὰ μαυροφόρα μὲ μάτια κόκκινα μοῦ δείχνει: “Ἀπ’ ἐδῶ, παιδί μου”. Καὶ μὲ ὁδηγεῖ εἰς ἕνα δωμάτιον, ὁποῦ ἀντὶ γαμβροῦ εὑρίσκω ἕναν πεθαμένο φαρδὺ πλατύ. Κοιτάζω μὲ ἀπορία τὴ μαυροφόρα καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ καὶ τοὺς λέγω:
— Ποιόν θὰ ξυρίσω;
Μοῦ δείχνουν τὸν νεκρόν.
— Τὸν πεθαμένο!
— Εἶναι συνήθεια, μοῦ λέγει ἡ μαυροφόρα καὶ ἀρχίζει τὸ κλάμα.
Ἐὰν δὲν ἔκλαιγαν, θὰ νόμιζα ὅτι παίζουν μὲ τὸν πεθαμένο. Ἀλλ’ ἦτο ἀδύνατον ἐγὼ νὰ ξυρίσω πεθαμένον. Ἐγύρισα στὸ μαγαζὶ ἀγανακτισμένος· ἀλλ’ ὁ μάστορης μ’ ἔστειλε πίσω.
— Τί μπαρμπέρης εἶσαι σύ; μοῦ εἶπε. Τὸ ξύρισμα τῶν πεθαμένων εἶναι τῆς δουλειᾶς μας. Κι ἐγὼ ἔχω ξυρίσει πεθαμένο καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι κουρεῖς.
Ἀφοῦ ἦτο τῆς τέχνης, τί νὰ κάμω; Ἐπῆγα κι ἔξυρισα τὸν πεθαμένο. Ἀλλ’ ἔτρεμαν τὰ χέρια μου τόσον, ποὺ τὸν παρεμόρφωσα τὸ μακαρίτη. Ἐκόπηκα δὲ καὶ ὁ ἴδιος κι ἔπαθα σηψαιμία, ποὺ κινδύνευσα νὰ πεθάνω. Τὸ νεκρὸ αἷμα μπῆκε στὸ αἷμα μου.
Ὅταν ἐτελείωσα ὅπως-ὅπως τὸ φρικτὸ κεῖνο ξύρισμα, ἤμουν τόσο σαστισμένος ποὺ εἶπα στὸν πεθαμένο:
— Μὲ τὶς ὑγεῖες σας!
Καὶ ἔφυγα τρέχοντας ὡς νὰ μ’ ἐκυνηγοῦσαν.»
Τόσον δὲ τὸν εἶχε ταράξει ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη, ὥστε μὲ τὴν τελευταίαν λέξιν μοῦ ἔκαμε μίαν βαθείαν ἐγκοπὴν καὶ τὸ αἷμα ἐσχημάτισε μικρὸν καταρράκτην εἰς τὸ μάγουλόν μου.

Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Ἰωάννης Κονδυλάκης, Ὁ μαῦρος γάτος καὶ ἄλλα διηγήματα, Ἐπιλογὴ-ἐπιμέλεια Ἐ.Χ. Γονατᾶς, Ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα, 1987. Ἀναδημοσίευση, ἐκεῖ, ἀπὸ τὸν τόμο Ὅταν ἥμουν δάσκαλος (Ἐκδ. Ἐλευθερουδάκη, Β΄ ἔκδ. Ἀθήνα, 1930). Γιὰ τὸν πυρήνα τοῦ διηγήματος βλ. τὸ «Ὁ κουρεὺς τῶν νεκρῶν» (Ἡμερολόγιον Σκόκου, τόμ 23, 1903):
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kondulakhs_koureus.html