Ο "Γέρος"


Τω Ψυχώ Σαββάτο λέει...
Ντα, ποια μέρα περνά, να μη φέρεις στην αθιβολή σου, τσι ψυχές που λείπουνε;
Εγώ πάντως (ανε με ρωτήξεις) δε ξεχωρίζω μια στιγμή από τη ζωή μου, που να μη τσι φέρω στο νου μου...
Κι εκείνους που λείπουνε από τη ζωή κι αυτούς που στέκουνε στη ζωή.
Με λίγα λόγια...
Ψυχές ζωντανών κι αποθαμμένων...
Ο Άγιος Κύρης μου, δεν εκάτεχε να λαλεί άλλο "όχημα" πέραν από... το γάιδαρο!
Και δεν ήθελε να μάθει κιόλας!
Ένα σκαφτηκό τση εποχής (Sacs) είχαμε, ένα βαγόνι του 'χαμε κοτσαρισμένο κι εκάναμε τη "δουλειά" μας, μια χαρά.
(μη φανταστείς μεγάλα πράματα... Καλαμπόκι για τα ωζά, νερό πόσιμο για το μετόχι, επαέ κοντά για τσ' ελιές, άντε και καμιά επίσκεψη στη θεία μου την Ηλιάννα, ή στο χωριό ν' ανοίξομε το σπίτι να "πάρει αέρα")
Γι' αλλάργο στραθιές δεν ήτανε, μα αυτό ήτανε λεπτομέρεια που δεν είχε σημασία...
Εγώ, ήμουνε ο "σωφέρης", από 13 χρονώ και οι συγχωρεμένοι οι γονέοι μου, ήτανε περήφανοι για... "τσι οδηγικές μου ικανότητες"!
Άσχετα πως, τα ατυχήματα δεν ήτανε και λίγα που μερικές φορές θα τα χαρακτήριζα και "επικά"!
Τούμπες να δουν τα μάθια σου!
Μέχρι και στο "Βενιζέλειο" είχαμε βρεθεί, εγώ με διάσειση εγκεφάλου και η μάνα μου με πλευρά σπασμένα... Άλλο καπέλο όμως αυτό..
Κι εγύρισε ο καιρός, που έπρεπε να υπηρετήσω τη μαμά Πατρίδα...
Κι αναγκαστικά, "το όχημα πολλαπλών χρήσεων" (σκαφτηκό - μεταφορικό) παροπλίστηκε!
Τηλέφωνο, δεν είχαμε στο μετόχι (πολυτέλεια για τα χρόνια εκεινα) και η μόνη επικοινωνία που μπορούσα να 'χω με τσι γονέους μου, ήτανε ο ταχυδρόμος ή το κοινοτικό τηλέφωνο στο καφενείο τση Ισμήνης....
Με την αείμνηστη θεία Καλλιόπη να "κατεβάζει τσι μονάδες"...
Έχομε λεωμένα πως, η διαδρομή ήτανε 1,5 χιλιόμετρο από το μετόχι μας ως την Άρβη...
Και καλά στο χύμα....
Ακόμη μέρα, φυσικός φωτισμός.
Μα το έλα οπίσω;
Ανηφόρα και νύχτα.
Δύσκολα ζαλάκια, ρυάκια και σκοτεινά...
Πολύτιμο εργαλείο για τέθοιες περιπτώσεις, ο φακός ή το λαδοφάναρο...
Επορπατούσανε, που λες οι συγχωρεμένοι οι γονέοι μου να πάνε να μάθουνε τα νέα μου, επαίρνανε και τσ' αδερφίδες μου βόλιτα να περάσει η ώρα τως και όλα καλά...
Μια έγνοια είχα κάθε φορά, που ήθελα μιλήσομε στο τηλέφωνο με τσι δικούς μου, εκειά στο στρατόπεδο του Μανταμάδου που μ' είχε ρίξει η μοίρα μου...
"Πως θα γιαγύρουνε στο μετόχι μας"...
Μα... Δε κατέχω...
Καλοί αθρώποι ήτανε και δε τσ' άφηνε ο Θεός να πολυβασανίζουντε.
Όλο και κάποιος, ήθελα βρεθεί και μαζί με τη καλή του τη καρδιά, ήβανε και το αγροτικό του, να τσι πάει....
Σαν το συγχωρεμένο το Μανώλη τση Νίκαινας....
Μανώλη Κονσολάκη τονε λέγανε...
"Γέρο" τον φωνιάζανε...
-"Άντεστε Γιάννη, να σασε πάω στο μετόχι, μα τούτονα μπορώ να κάμω κι εγώ, εδά που ζω"...
Από τσι δυνατούς πιοτήδες του καιρού του...
Και κειονά το πιοτό, τονε κατάλυσε νωρίς...
Φαντάρος ήμουνε ακόμη, οντεν εμίσεψε καμιά σαρανταρά χρονώ από το "ξορκισμένο" (το καρκίνο)
Πολλά μπορώ να σου πω για όνομις του, μα ας το για άλλη ώρα...
Μια φορά, ερώτηξα το συγχωρεμένο το κύρη μου, "γιάντα τονε λέγανε Γέρο"..
Και μου πε...
-"Γιατί, οντεν ητονε μικιός, του 'ρεσε να κάνει παρέα γέρους ανθρώπους... Να μαθαίνει απ' αυτούς. Κι ετσά του κολλήσανε το παρατσούκλι "Γέρος"...
Κάτι, που κι εμένα, μ' άρεσε και μου 'γινε συνήθεια...
Πάντα, ακόμη και σήμερο, τσι μεγαλύτερους μου ζυγώνω να κάνω παρέα..
Όλο και μιαν αρμηνιά θαν έχουνε να μου δώσουνε...
Και κάνω, ετσά λογιώ πράξη τη κουβέντα που μου 'λεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου...
"Γερόντων έπαιρνε βουλή
κι αθρώπω μαθημένω
απού 'χουνε πολύ ψωμί
κι αλάτι φαωμένο"...