Ο Πιλάτος


Κοντοσιμώνανε σκολόλαμπρα, η παράδοση μεσουρανούσε, το χωριό νήστευε, η πλανεύτρα άνοιξη μεθούσε και η νοσταλγία πλάταινε.
Το χωρίο ήταν ακόμα απίκρατο, του μισεμού η στράτα για τσι μεγάλες πολιτείες ήτανε σφαλιχτή.
Ο παπά Μηλιαράς παπαδοδάσκαλος του χωριού από τα μεσακά τση Λαζαροβδομάδας ανερώτηξε το Μανολιό του Γιαμαλοδημήτρη, τον καινούριο επίτροπο αν ήθελε να κάμει τον Πιλάτο τη βραδιά τση Λαμπρής. Τον είχε διαβάσει ο Γούμενος τσ’ Αγίας Μονής, ως διαβάζανε τοτεσάς στι ανεγνώστες, γκαρδιώθηκε την εκκλησά και οι χωριανοί τον ονοματίσανε καντηλανάφτη, τίτλο που μοναχά σ’ εκείνον χαρίσανε και κείνος υπηρέτησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα με αγάπη και πίστη.
-Ότι κι αν κάμεις στο μοναστήρι, ευλογία λογάται, μα να κάμω κι από τη πρώτη χρονιά το κολασμένο Πιλάτο δε μου ΄ρχεται.
Μα κι ο Γιαννακός μια ζωή δεξός ψάλτης είχε πια γεράσει και κουραστεί.
-Μπρε συ Γιαννακό να κάμεις θες κι ο φέτος το Πιλάτο; τον ερώτηξε η γυναίκα του η γρα Γιαμαλίνα.
-Είπενέ μου δα ο παπάς πως θα ΄ναι ύστερη βολά, εντράπικα και του ΄πα το ναι.
Η θεία το Φροσινιό με την Κρασανονύφη μόνιμες αποσπερίστρες στο μονόσπιτο τση Μαρούλης που συνοριζότανε και καβγαδίζανε για τσι γωνιές του πυρόμαχου, όσο κοντοσιμώνανε οι σκολάδες ήτανε φιλί κλειδί και συντρέμανε το γυναικομάνι τση δικολογιάς.
-Μωρή Βγενία κοσκίνισε δυο τρία κόσκινα μαυράγανο και φέρε μας το σοφρά να σου το καθαρίσομε να αλεματίσεις για τη Λαμπρή. Το αντρομάνι το Μεγάλο Σάββατο ήφτε τσι φούρνους, πολλές πολλές γυναίκες μαζί βάνανε τα φουρνόξυλα να ζυμώσουνε τα λαμπροκούλουρα, τ’ αυγοκούλουρα και τα πεντανόστιμα καλιτσούνια και τα σοκάκια μοσκοβολούσανε λαμπριάτικες μυρωδιές. Από νωρίς το γυναικομάνι του χωριού, σκουροφορεμένο, τσεμπεροδεμένο και μαυροφορεμένο από κλωστής με μακριά φιστάνια μέχρι τσ’ αστραγάλους σαν κοσμοκαλόγριες βαστούσαν χατίρι τσ’ αλαργοξορισμένες ψυχές του Κάτω Κόσμου.
Πίστευε βαθιά και βάστουσε τα ήθη και τα έθιμα και έπλαθε το προζύμι του γένους. Για μια στιγμή σταμάτησε η Κρασανονύφη να καθαρίζει τι στάρι, έβγαλε τα γυαλιά, ξάνοιξε στα μάθια το Φροσινιό και του ΄πε:
-Να κολαστεί θέλει πάλι οφέτος ο γείτονας ο Γιαννακός.
-Γιάντα τι λες τουτηνιά τη κουβέντα;
-Γιάντα τη λέω; Τον Πιλάτο θα κάμει πάλι οφέτος τη βραδιά τση Λαμπρής .
-Ο Θιος να του συχωρέσει.
Τα χειμωνοπέρβολα είχανε ΄ποστερέψει, οι χωριανοί ζευγαρίζανε,κάνανε καλοκαιρινά περβόλια να πορεύουνε τσι φαμελιές ντως.Σκάφτανε και κλαδεύανε τ’ αμπέλια, κάνανε καλουργιές, βλέπανε τα ζωντόβολα στσι κορφές, μεταδένανε τα συρτά στσι παχιές βοσκαρές, σακάζανε κι ανετλασανε τα βυζαστάρικα για τη Λαμπρή.
Συντράμανε του Γιαννακόυ να ζαυγαρίσει το περβόλι στο κουτουτο, να σπείρει πατάτες, ήκαμε στσι άκρες στσι πρασές του, με πιτηδειοσύνη σειραδιαστά, ήβαλε τ’ αυλακερά ντου και τη Μεγάλη Πέμπτη ήσπειρε πρώιμο κήπο που λένε πως σε ψυλλιάζει. Δυό αντροστέματα είχε βγεί ο ανοιξιάτικος ήλιος στα ουράνια, σαν πέρασε από τη χωματόστρατα ο Μιχάλης τ΄ Αλεξάνδρου βαθιά καλοσυνάτος και θρήσκος.
-Ώρα καλή.
-Καλώς όρισες Μιχαλάκη.
-Είντα ΄κουσα μπρε Γιαννακό, πώς δα ξανακάμεις κι οφέτος το Πιλάτο;
-Είντα σου πω εντράπικα το παπά και του ΄πα το ναι.
-Καλιά σου να ζυγώνεις τη δουλειά σου από κειουσάς τσι κολασμένους. Δεν είχες γροικήσει από τσι παλαιινούς πως επιάσανε τον Καγιάφα στσ’ Άγιυς Τόπους και τονε πηγαίνανε στη Ρώμη να τονε δικάσουνε, μα έπιασε φουρτούνα και βγήκανε στη Χώρα για να μη πνιγούνε; Εκειά πόθανε και τονε θάψανε κοντά στη Κνωσό. Τρεις φορές τονε ξέρασε η γης και δεν τονε δεχότανε να τον κρατήξει. Του ρίξανε ένα σωρό πέτρες απάνω στο τάφο ντου, τσι πέτρες του αναθέματος. Έχουνε να πούνε πώς από τοτεσάς μέχρι εδά άνα αλώνι γύρω γύρω δε φυτρώνει πράμα, για να θυμίζει του κολασμένου το μνήμα. Εποδακάθηκε ο Γιαννακός μα δεν είχε πώς το κάμει μα δε ντου ΄ρχότανε να πάρει οπίσω το λόγο ντου.
-Μιχαλάκη εμείς, που σιμώνουμε στην εκκλησά πρέπει να καταλαβαίνουμε τον παπά, α δε σιμώσομε να σύντράμωμε να κάμομε το έθιμο, πώς δα αναστήσομε το Χριστό στο χωριό μας;
Στις ακροποταμιές το γυναικομάνι ζέσταινε το νερό στα σιντεροτσίκαλα να κάμει αλουσά να ξελαδώσει τσι λιοπαλέτσες, τα λιοσάκια, να πλύνει τσι στρωμαθιές, να ξεπλύνει τσ’ αλεβρίδες να τσι στεγνώξει και να ξαναγεμίσει τα στρώματα και τα μαξιλάρια.
Η θεία η Κωσταλενιά ως έπλυνε στου στου Κορνάρου με τσ’ άλλες γυναίκες, σαν εφέρανε τη κουβέντα χαιράμενη απάντησε:
-Ευτυχώς που δεν έβαλε τον Κωστή μου ο παπάς να κάμει το Πιλάτο. Η Πολύμνια του Σταύρου πρωτοθυγατέρα του Γιαννακού, λυπούντανε το πατέρα τζη και είπε:
Ήβρηκε πάλι λαμπριάτικα ο πατέρας μου το μπελά ντου,για να μη χαλάσει το χατίρι του παπά.
Και συνέχισε να πλύνει στα πεντακάθαρα νερά του ποταμού κρεβατόγυρους, τραπεζομάντιλα και τα ρούχα που σέρνανε και θέτανε.
Μα όσο ανεβαίνανε οι μέρες τσι Λαζαροβδομάδας να πατήσουνε το Βαγιώ και να σκαπετίσουνε το νοσταλγικό Μεγαλοβδόμαδο τόσο βάραινε η καρδιά του Γιαννακού.
Μήδε ο ερχομός τσ’ Άνοιξης, μήδε που κοντοσιμώνανε οι μέρες στι Λαμπρής, μπορέσανε να του δώσουνε χαρά. Άλλες χρονιές με χαρά πήγαινε τσ’ αγριπνιές του Μεγαλοβδόμαδου να ψάλλει τα τροπάρια, χαιρότανε που βάστανε αλέρωτη τη σαρακοστή και ανίμενε τη Αγία Ανάσταση, μα οφέτος ήτανε βαθιά ντουχιουντισμένος.
-Είντα ΄χεις μπρε Γιαννακό και σε θωρώ σκεφτικό; Ρώτησε η γυναίκα του.
-Γυναίκα όσο σιμώνουνε οι μέρες, τόσο πιο πολύ με αγγίζει στη ψυχή που θα κάμω τον Πιλάτο. Κατές εδά, εμείς πρέπει να κάνομε θελήματα για τον άλλο κόσμο, να μη μισέψομε κολασμένοι.
-Απού ντρέπεται κακά ζει. Άμε να πεις του πάπα πως μετάνιωσες. Πέ του να βάλει το Μανόλη τση Χρονοπούλας, το καφετζή, κάνει κι εκείνος το ψάλτη και λέει σε κάθε λειτουργιά μόνο «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Και κάθε σκολάδες του δίνουνε και εκείνου τον άρτο τση ψαλτικής.
-Δε μου ΄ρχεται μωρή γυναίκα να πάρω το λόγο μου οπίσω.
Από τη βαθιά νύχτα ξεταλαγιάζανε οι χωριανοί. Ταχυνιάτικα τση Μεγάλης Τρίτης ήτανε γεμάτο το μαγαζί τ’ μπάρμπα Αντρέα. Κίνησε κι ο Γιαννακός να πάει ναπιει ένα καφέ και ν’ αλλάξει μια κουβέντα, να γητέψει τον καιρό.
Σιμά στο τεζιάκι μια αντροπαρέα απ΄ τ΄ αρχοντολόι του χωριού, ως τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί, φώναξε του καφετζή:
-Αντρέα κάμε ένα καφέ του Πιλάτου.
-Εγώ ΄μια μωρέ ο Πιλάτος γή εσείς, που τρώτε γενεές γενεών τω φτωχώ τον καρπό; Πως θ’ αναστήσομε το Χριστό στο χωριό μας με σας τους Πιλάτους, που κάθε μέρα τον δικάζετε και τον σταυρώνετε;
-Μη μπας θαρρείς πώς, επειδή κάνεις το ψάλτη, θ’ αγιάσεις.
-Νύχτες έχω να κοιμηθώ, γιατί δα κάμω στα ψεύτικα το Πιλάτο. Εσείς μωρέ αληθινοί Πιλάτοι, πώς κοιμάστε ήσυχοι; Γατέτε σε πόσα σπίθια δε θα γκινιάσουνε λαμπριάτικα ρούχα, δεν έχουνε μια γουλιά κριάς να το φάνε και είναι γδυμνοί και ξυπόλητοι και εσείς τρώτε τσι κόπους ντως. Θεομπαίχτες και έρχεστε και στην εκκλησία και βγαίνετε στα στασίδια.
Ανεταραχισμένος γιάγειρε στο σπίτι του. Τη νύχτα θωρεί όνειρο πώς του ‘γερνε η γυναίκα του με τη κανάτα να πλύνει τα χέρια του και για μια στιγμή γένηκε το νερό αίμα και βάψανε τα χέρια του. Δυο τρεις βολές ξύπνησε κεινιά την αργατινή. Τ’ ασκέρου έκανε σκιαέθια του παπά για τα’ αρχοντολόι του χωριού .
-Άκου Γιαννάκο, το μοναστήρι τσι θέλει όλους, δε θέλει μόνον τσι φτωχούς. Όντε βγάνομε δίσκο, ποιοι ρίχνουνε τσι πολλούς παράδες να κάμομε το κάθε τι μας; Οι πλούσοι, να μη ξαναπείς σε κιανένα κακό. Το γυναικομάνι διαρμιζότανε τα πόρτεγα τσι στολίστρες τω σπιθιώ, τα μουτοπάκια, τσι κάμερες, ασβέστωνε μέσα κι όξω ακόμη και τα παράσπιτα, τα γειτονοπέζουλα, τσ’ εκκλησές και τα ξωμονάστηρα. Μια ώρα πριχού το Λαμπριάτικο μεσονύχτι, διαλάλησε η καμπάνα τον ερχομό τση Λαμπρής και κάλεσε τσι χωριανούς για η λειτουργιά του Χριστός Ανέστη. Η γρά Γιαμαλίνα είχε ’πομείνει ξάγρυπνη μός και πέξει η καμπάνα να ξυπνήσει, τον άντρα τση. Εκείνος μαθές είχε κόψει τη μέρα, εκοιμήθηκε, σα ξυπνήσει καινούρια μέρα να λογάται ακριμάτιστη να ’ναι άξιος να μεταλάβει αξεμολόητος, δίχως να βάνει φουνάρα απάνω του.
-Γιαννάκο, βάστα μπρε, γροίκα, παίζει η καμπάνα.
Μέρωσε την ανοιξιάτικη νυχθιά κι αναγάλλιασε τσι καλόβουλες ψυχές των πιστώ η καμπάνα τση Λαμπρής. Κύματα-κύματα καταφτάνανε οικογενειακώς οι χωριανοί, σύρνανε τσ’ αλαργοξορισμένους και βαστούσανε από δυο άσπρα κεριά, ένα μικιό αγιοκέρι ν’ ανάψουνε στο μανουάλι κι ένα λαμπαδάκι για τ’ άγιο φως. Τα γέρα βαστούσανε τα φενέρια που δεν τα σβήνει ο αέρας και να φέγγουνε να γιαγείρουνε και τ’ άγιο φως στα σπίθια ντως να φέρουν, λαμπροσταυρούς στ’ ανώφυλλα να κάμουνε στο σπίτι ντως ν’ αγιάσουνε.
Τα κατανυχτικά τροπάρια χαρουμενέψανε μια σταλιά το Γιαννάκο, «κύματι θαλάσσης», ωδές τρσισάγια… «ότε κατήλθες» κι έκαμε ο παπάς την απόλυση του Όρθρου. Το πενταμελές εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο Νταμουλογιώργης, το Κωστάκι, ο Γιώργης του μπάρμπα Νικόλα, το Μανολιό του μπάρμπα Δράκου κι ο Γιώργης του Βασίλη σβήνανε τα κεριά και τσι λαμπάδες, εσκοτείναισε η εκκλησιά. Και οι χωριανοί, με κατάνυξη προσμένανε το καινούριο άγιο φως να φέξει. Σαν Πατριάρχης ήψε ο παπάς Μηλιαράς από το ακοίμητο καντήλι τσ’ Άγιας Τράπεζας μια μεγάλη λαμπάδα του μπογιού ντου, βγήκε στο τρίσκαλο τση Ωραίας Πύλης ψάλλοντας: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός». Τρεις φορές εσβήσανε τη λαμπάδα του παπά από συνοριτό οι άντρες. Οι γυναίκες δε σιμώνανε στη μάχη για τ’ Άγιο Φως. Λογούντανε καλό σημάδι ποιος θα πάρει πρώτος. Ήψανε πρώτα οι άντρες κι ύστερα οι γυναίκες και βγήκανε στον αυλόγυρο με αναμμένα λαμπαδάκια.
Τρεις γύρους εκάμανε γύρω από την εκκλησιά να λιτανέψουνε την Ανάσταση με ξαπτέρυγα, λάβαρα και το κόνισμα της Λαμπρής. Χαιράμενα τρικάμπανα διαλαλούσανε στο άγιο μεσονύχτι την Αγία Ανάσταση και ο παπάς έψαλλε «Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς».
Ύστερα σταθήκανε στη νοτική δίφυλλη ξύλινη πόρτα και διαβάστηκε το λαμπριάτικο Ευαγγέλιο. Και μόλις ακούστηκε το Χριστός Ανέστη, λαμπαδιάσανε το μεγάλο στοιβό τα ξύλα και οι φλόγες τση φουνάρας ξεκορφίσανε το αψηλό καμπαναριό. Έφεξε η νύχτα τση Λαμπρής και έλαμψε η αντικριστή πλαγιά στου Μουσά το Χαράκι, τα γύρω περβολοχώραφα, οι ανθισμένες λιανολιές, χαρήκανε οι βοσκοί από τα όρη που είδανε το μήνυμα τσ’ άγιας φωθιάς για την ανάσταση του Χριστού.
Έγνεψε ο παπάς του ψάλτη να κάμουνε το έθιμο του Πιλάτου.
Σφαλίστηκε μοναχός μέσα στην εκκλησιά ο γεροντής κι ο παπάς είπε απ’ όξω:
-Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης.
-Τις εστίν ο βασιλεύς της δόξης;
-Κύριος κραταιός και δυνατός εν πολέμοις, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης.
Ως επάτησε ο Χριστός το θάνατο, έσπρωξε και ο παπάς την πόρτα ν’ ανοίξει. Για να γροικά ο γέρο-ψάλτης ήτανε πολύ σιμά στην πόρτα και ήπεσε φαρδύς πλατύς κατάχαμα. Η γρα Γιαμαλίνα, η γυναίκα του, ήσυρε φωνή.
-Χριστέ μου είντα μας ήβρικε ετσά βραδιά. Γιαννάκο ήπαθες πράμα;
Τονε σήκωσε ο παπάς και τον ερώτηξε και εκείνος:
-Γιαννάκο, ήπαθες μπρε πράμα;
-Τελευταία και τυχερή ’τανε παπά, κι ευτυχώς που δε ήσπασα κιανένα πόδα
και πως ήθελα να με τελούνε τα κοπέλια μου που λείπουνε στη χώρα.
Ο Δημητρός, που καλαναρχούσε στου Γιαννάκου και είχε βαθιά επιθυμία να ψάλλει τα καλά τροπάρια, χάρηκε για μια στιγμή. Ευκαιρία να ψάλλω εγώ όλα τα λαμπριάτικα και όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή μόνο τα Κύριε ελέησο και τα Πατερημά μ’ άφησε να λέω.
-Να σου συντράμω μπρε Γιαννάκο να πάς στο σπιτικό σου;
-Εσύ μωρέ θες να μου φας τα τροπάρια, που περιμένω εγώ όλη τη Σαρακοστή. Και με σπασμένο πόδα θα τα ψάλλω.
Τονε συντράμανε να συνηφέρει και σιγά-σιγά βγήκε ξανά στο δεξιό στασίδι.
Σαν ήρχισε να ψάλλει τα τροπάρια, ξέχασε τη ντροπή και το πόνο τση πεσμαθιάς. Η λειτουργιά του Χριστός Ανέστη είναι από τσι καλύτερες του χρόνου. Σκορπά αγαλλίαση και θρησκευτική κατάνυξη. Με τα Ειρηνικά, τον Κανόνα του Πάσχα… Δόξα τη Αγία Αναστάσει σου Κύριε…», Κατεβασίες, Κοντάκια, Τροπάρια και Μεγαλυνάρια.
Λίγοι είχανε ’πομείνει πια στη λειτρουγιά, οι πιο θρήσκοι και οι πιο πικραμένες και ξέμονες ψυχές από το μαυροφορεμένο γυναικομάνι. Δε βιαζότανε μαθές να γιαγείρουνε στα σπίτια ντως που κανείς πια δε τσι περίμενε.
Με την απόλυση τση λειτουργιάς ο Γιαννάκος γκαρδιώθηκε πως γέρασε πια για τα καλά και πως όλα έχουνε ένα τέλος και όλα είναι ωραία αλλά μονάχα για τσι νέους. Ευλαβικά σίμωσε, ήψε το φενέρι από το Άγιο Φως, προσκύνησε την Αγία Ανάσταση στο προσκηνυτάρι και φίλησε συγκινημένος τη χέρα του παπά. Κατάλαβε πως ήταν ο στερνός αποχαιρετισμός για ό,τι αγάπησε και υπηρέτησε με πίστη.
-Χριστός Ανέστη, παπά μου.
-Αληθώς Ανέστη, Γιαννάκο και του χρόνου ν’ αξιωθούμε.
Στη βαθιά συγκίνηση πνιγήκανε τα λόγια του και δεν ανταπάντησε. Η γυναίκα του η γρα-Γιαμαμαλίνα πιο καλοστεκούμενη, παρακρατούσε το γεροντή τζη να μη κακοπέσει. Βαστούσε το φενέρι να φέγγουνε στο ρημαγμένο σπιτικό ντως να γιαγείρουνε να χώσουνε τσι πρικιές αμοναξές τω γεραθιώ.
Ανήμερα τση Λαμπρής όλοι στο χωριό δίνανε και παίρνανε του Γιαννάκου τα παθήματα και τον αποχαιρετισμό του.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"
*Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης