Ο Λουντέμης, ο Παλαμάς κι ο Καραχάλιος...
Ο Μενέλαος Λουντέμης, αυτός ο μεγάλος λογοτέχνης, γεννήθηκε 14 Γενάρη του 1912 και πέθανε στις 22 του ίδιου μήνα το 1977. Το 1956 κι αφού η άστοργη Ελλάδα φρόντισε να τον στείλει για 8 χρόνια στην εξορία για τις αριστερές του ιδέες, μεταφέρεται στην Αθήνα για να δικαστεί – με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας! Ο λόγος; Τα όσα γράφει στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα στο διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Η δίκη θεωρήθηκε (και ήταν) πολύ σημαντική καθώς ένα ολόκληρο σύστημα με ξεκάθαρη φασιστική πρακτική ήθελε να ελέγχει τα πάντα, και να χειραγωγεί ακόμη και το πνεύμα.
Μετά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, ο Λουντέμης ερωτώμενος από τον πρόεδρο του δικαστηρίου περί της ενοχής του απάντησε με λεβεντιά και θάρρος:
«Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και, ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».
Στη συνέχεια κατέθεσαν πολλοί μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Αξίζει να σταθούμε σε δύο περιπτώσεις, έναν μάρτυρα κατηγορίας, τον αστυνόμο της γενικής ασφάλειας Καραχάλιο, κι έναν μάρτυρα υπεράσπισης, τον μεγάλο μας ποιητή Κώστα Βάρναλη.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λάμπρου Ζιώγα, φίλου του Μενέλαου Λουντέμη , «Η Δίκη του Μενέλαου Λουντέμη»:
Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής,
Γιατί είμ' εγώ κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως
το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
εγώ κι ο ανοιχτομάτης
του μακρεμένου αγναντευτής
κι ο κλέφτης κι ο απελάτης.
Και με το καριοφύλλι μου
και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά,
γη χέρσα το χωράφι.
Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:
– Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμη σας γι’ αυτό το κείμενο κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας- αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει: «Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα».
«Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω», λέει ο Θεοτοκάτος.
Κάλλιο φυτρώστε αγραγκαθιές
και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε ποταμοί,
και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι.
Και, δυναμίτη, βρόντηξε
και σιγοστάλαξε αίμα
παρά σε πύργους άρχοντας
και σε ναούς το ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών
η πλάση με τα’ αγρίμια
Ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθη.
γκρεμίζω την ασχήμια…
Εδώ σταματάει πάλι ο συνήγορος και ξαναρωτάει το μάρτυρα: «Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;». Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά: «Τίνος είναι αυτό το βιβλίο»;
« Γιατί κύριε μάρτυς, σας ενδιαφέρει;
– Ναι, με ενδιαφέρει.
– Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.
– Μα ξέρετε κύριε συνήγορε… Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
– Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας :
– Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;
Ο Πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
– Αφήστε κύριε εισαγγελέα . Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα. Βλέποντας τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
– Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε και να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το’ γραψε, (αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα), πρέπει να καθίσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου και να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία … Αυτός δεν είναι Έλλην , είναι προδότης, εχθρός της πατρίδας… είπε ο πρόεδρος που εντωμεταξύ έτρεμε ολόκληρος από το θυμό του.
– Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, συμπληρώνει, δείχνοντας τον μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς το χαρακτηρίσατε λίβελλο εναντίον του έθνους, είναι απόσπασμα απ’ το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα ελεύθερα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες . Εκείνος που τόγραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, αγαπά και τιμά. Και για να πεισθείτε καταθέτω το βιβλίο με τα γκρίζα εξώφυλλα λέγοντας:
– Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης, που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:
– Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα….
Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο