Ο αγαθός ιπποκόμος Λιντενμπάουμ
Στο περιθώριο της Εθνικής Αντίστασης και του ολοκαυτώματος της Βιάννου
Το καλοκαίρι του 1943 ένα αχνό φως ερόδισε το σκοτεινιασμένο ορίζοντα της σκλαβιάς μας. Οι στρατιές του επιθετικού τριγώνου Ρώμη - Βερολίνο - Τόκιο που αιματοκυλούσαν τώρα και τρία χρόνια ολόκληρη τη γη άρχισαν να εισπράττουν την ανταπόδοση από τους ματωμένους και σκλαβωμένους λαούς.
Το Άφρικα Κορπ του Ναζί στρατηλάτη Ρόμελ είχε διαλυθεί και ο άξονας είχε εγκαταλείψει την Αφρική ενώ και ο φασισμός ψυχορραγούσε στην ίδια γεννήτρα του την Ιταλία. Οι Ναζί είχαν υποστεί συντριπτικές ήττες στο Στάλιγκραντ και στο Κουρσκ, η Μόσχα και το ακατάβλητο Λένιγκραντ είχαν απαλλαγεί από το θανάσιμο αγκάλιασμα του χιτλερικού θηρίου.
Στη μακρινή Άπω Ανατολή η ιαπωνική επίθεση είχε εξαντλήσει τα όρια των δυνατοτήτων της και η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων είχε περάσει οριστικά στους Αμερικανούς.
Η Βιάννος είχε θρηνήσει τους πρώτους νεκρούς και μάλιστα των πρωτεργατών της αντίστασης μα όχι μόνο δεν είχε λυγίσει αλλά με την πικρή και την ατσάλινη θέληση για λευτεριά είχε οργανωθεί στην αντίσταση από το ΕΑΜ και τα λασιθιο-βιαννίτικα βουνά φιλοξενούσαν τη μεγαλύτερη ανταρτομονάδα της Κρήτης. Οι Ιταλοί είχαν εγκαταλείψει τη Βιάννο και στην επαρχία ήταν μόνο τρεις μικρές γερμανικές ομάδες. Οι φρουροί και οι χειριστές του μεγάλου ασύρματου στο ύψωμα «Πύργος» πάνω από το Χόνδρο.
Η στρατιωτική αστυνομία και ο Όττο της Γκεστάπο στην Απάνω Βιάννο και τρεις στρατιώτες στην Κάτω Σύμη που μάζευαν τρόφιμα χωρίς φανερή καταπίεση στον πληθυσμό. Οι “πατατάδες”. Η επαρχία και ιδιαίτερα τα ανατολικά της Άνω Βιάννου χωριά ένιωθαν σαν ελεύθερη περιοχή που την αλώνιζαν οι οργανώσεις της αντίστασης και ιδιαίτερα οι Επονίτες σύνδεσμοι με το αντάρτικο λημέρι.
Η συνθηκολόγηση της φασιστικής Ιταλίας και η πτώση του Μουσολίνι ήταν το εντυπωσιακό αποκορύφωμα των ευχάριστων γεγονότων στις αρχές του Σεπτέμβρη μα η Βιάννος δεν το χάρηκε. Ο αρχηγός των ανταρτών Μπαντουβομανόλης διέταξε την “εξουδετέρωση” των πατατάδων και τρεις αντάρτες εκτέλεσαν την διαταγή σκοτώνοντας τους δύο Γερμανούς της Σύμης. Ο τρίτος έλειπε.
Οι Γερμανοί έστειλαν ένα λόχο τους να τιμωρήσει τους εκτελεστές και το χωριό, αλλά πέφτουν σ’ ενέδρα των ανταρτών που τους εξοντώνουν.
Το πληγωμένο ναζιστικό θηρίο, που στη Ρωσία πάλευε τώρα για τη ζωή του, δεν ήταν δυνατό ν’ ανεχθεί το πλήγμα. Ήταν πρόκληση και ταπείνωση. Ο σκλάβος έπρεπε ξανά να γονατίσει. Δύο χιλιάδες Γερμανοί χτενίζουν τα βουνά. Οι αντάρτες ξεγλιστρούν και οι Γερμανοί όπως πάντα ξεσπούν σε ό,τι βρουν.
Καίνε και ξεθεμελιώνουν τα χωριά και σκοτώνουν γέρους, μωρά, αρρώστους, έγκυες. Ο κατακτητής και δυνάστης επιβάλλει το νόμο του. Σιγή και τάξη νεκροταφείου. Ηρεμία ερήμου. Ιδιαίτερα στην Κρήτη και ιδιαίτερα τώρα που οι σύμμαχοι είχαν αρχίσει να νικούν και δεν έπρεπε να το μαθαίνουν οι υπόδουλοι.
Το ραδιόφωνο του Γερμανού ήταν μια πρόκληση. Μια πρόκληση που καθώς περνούσαν οι μέρες γινόταν ακατανίκητη. Το έβλεπα όπως ο Οδυσσέας τις Σειρήνες. Μόνο του δεν τ’ άφηνε ποτέ, πιστός Λιντενμπάουμ, εξάλλου έπρεπε τις ώρες που μετέδιδαν ειδήσεις οι συμμαχικοί σταθμοί να το χρησιμοποιήσω.
Άρχισα να επισκέπτομαι τον αγαθό Λιντεμπάουμ τις ώρες της σίγουρης απουσίας τού λοχαγού και τα λίγα γερμανικά μου έκαναν ευπρόσδεκτη την παρέα μου στη μοναξιά του ιπποκόμου.
Παίζοντας με τα κουμπιά του ραδιοφώνου, δήθεν γυρεύοντας μουσική, διαπίστωσα πως ο σταθμός του Καΐρου μετέδιδε σε πολύ κοντινή συχνότητα με το σταθμό της Αθήνας. Αφού πληροφορήθηκα την ώρα που το Κάιρο μετέδιδε ειδήσεις τις μεσημεριανές ώρες, κανόνισα να επισκέπτομαι τον Λιντενμπάουμ λίγο πριν τις ειδήσεις και έβαζα το ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας για να ακούω δήθεν μουσική και ειδήσεις. Την κατάλληλη στιγμή μετακινώ λίγο το κουμπί και έπιανα το Κάιρο.
Δύο τρεις φορές ο Λιντεμπάουμ απευθύνθηκε σε μένα λέγοντας μ’ ένα πελώριο χαμόγελο “Ατέν, Ατέν” ευχαριστημένος που μου παρείχε κάτι ευχάριστο και σπάνιο. Και ’γω του απαντούσα με όμοιο χαμόγελο “για βωλ, για βωλ”, γεμάτος πραγματική ευχαρίστηση που δεν την έκρυβα.
Ο καημένος ο Λιντενμπάουμ δεν ήξερε γρι Ελληνικά, αλλά ούτε και καμιά άλλη γλώσσα, εκτός τη μητρική του. Πριν μερικούς μήνες κάθε δύο τρεις μέρες έπαιρνα κρυφά ένα πολυδιπλωμένο χαρτάκι και αφού το διάβαζα το έδιδα πάλι κρυφά σε άλλους.
Ήταν το παράνομο χειρόγραφο δελτίο ειδήσεων που κυκλοφορούσε η αντιστασιακή οργάνωση από χέρι σε χέρι. Δεν ήξερα από ποιον και από πού ερχόταν ούτε και ρωτούσα. Αυτό που είχε σημασία ήταν να κυκλοφορήσει το πολύτιμο χαρτάκι, να διαβαστεί από τους σκλαβωμένους, ν’ ανασάνουν ελπίδα, να πιάσει το μάτι τους το ρόδισμα της λευτεριάς και της ειρήνης.
Τώρα άλλοι δεν ήξεραν την προέλευσή του. Την ξέραμε το ραδιόφωνο του ψυχρού λοχαγού κι εγώ και τα καταφέραμε να μείνει το ακριβό μας μυστικό.
Ο αγαθός ιπποκόμος Λιντενμπάουμ δεν το ήξερε και εγώ εξαπατώντάς τον εξαπατούσα και τον ψυχρό λοχαγό και δεν ένιωθα καθόλου τύψεις γι’ αυτό γιατί στο πρόσωπό του εξαπατούσα το ναζισμό, τον ίδιο τον Χίτλερ και χαιρόμουνα τη μικρή - μεγάλη μου νίκη.
Ήξερα πως για τον Χίτλερ και το ναζισμό του ήμουν ένα ασήμαντο μικρό σκουληκάκι μα ήξερα επίσης πως σ’ όλες τις υποδουλωμένες χώρες υπήρχαν εκατομμύρια τέτοια ασήμαντα σκουληκάκια που ροκάνιζαν το ματωμένο θρόνο του ναζισμού και αυτό δεν ήταν καθόλου ασήμαντο.
Η ευθύνη για τη διατήρηση της ηρεμίας και της τάξης στη ματωμένη επαρχία ανατέθηκε σε γερμανικό λόχο μ’ επικεφαλής έναν λοχαγό.
Το δίπατο σπίτι μας, ένα από τα λίγα μεγάλα σπίτια της απάνω Βιάννου, είχε το δυσάρεστο προνόμιο να φιλοξενεί τον διοικητή του γερμανικού λόχου.
Ο Γερμανός λοχαγός έμενε στον όροφο του σπιτιού μας όπου ανέβαζε μια εσωτερική ξύλινη σκάλα μέσω ενός μικρού διαδρόμου από τη τσιμεντοστρωμένη και λουλουδοστολισμένη αυλή με τον ψηλό αυλότοιχο και την μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα.
Ο λοχαγός ήταν ένας τυπικός Γερμανός που ήθελε να δείξει σε μας την πρόσφατα ορφανεμένη από τους ομόφυλούς του οικογένειά μου, την ανωτερότητά του με επιδεικτική αλλά και παγερή ευγένεια. Ένα «χαίρετε» ή μια «καλημέρα» και κάποτε λίγη ζάχαρη σ’ αντάλλαγμα της αθέλητης φιλοξενίας μας.
Ο λοχαγός όμως είχε και παρέα, τον ιππποκόμο του, ακριβώς το αντίθετο του λοχαγού, τυπικός ιπποκόμος, ανοιχτόκαρδος, μέτρια νοημοσύνη. Τον Λιντενμπάουμ. Ήταν ένα ταιριαστό, αρμονικό ζευγάρι.
Ο λοχαγός συνήθως έφευγε το πρωί και γύριζε το απόγευμα ενώ ο Λιντενμπάουμ έμενε σχεδόν συνέχεια στο πάνω πάτωμα αφοσιωμένος στην υπηρέτηση του διοικητή του. Δεν έβγαινε παρά μόνο με εντολή του.
Ο λοχαγός, τυπικός Γερμανός, όπως είπαμε, ήταν τακτικός στις συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν μόλις έμπαινε από την αυλόπορτα του σπιτιού μας, να φωνάζει τον ιπποκόμο του είτε για να αναγγείλει την άφιξή του και να προλάβει ο ιπποκόμος να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ανάμεσα στα οποία φυσικά ήταν η στρατιωτική υποδοχή, είτε για να βεβαιωθεί ότι ο Λιντενμπάουμ ήταν στη θέση του έτοιμος να τον υπηρετήσει ώστε να μην ασχοληθεί ο ίδιος με ταπεινές δουλειές και να συντηρεί την αίσθηση της ανωτερότητάς του.
Όποια και να ήταν όμως η αιτία, ο λοχαγός είχε την, καλή για μας, συνήθεια να φωνάζει τον ιπποκόμο του μπαίνοντας από την αυλόπορτα. Λιντενμπάουμ, Λιντενμπάουμ. Αναγγέλλοντας έτσι πάντα την άφιξή του.
Αλλά ο λοχαγός δεν είχε μόνο τον Λιντενμπάουμ, είχε και ραδιόφωνο που αποτελούσε σχεδόν την μόνιμη συντροφιά του Λιντενμπάουμ καθώς ο σταθμός της Αθήνας είχε προγράμματα για την ψυχαγωγία των κατακτητών.
Την εποχή αυτή το βάρος της σκλαβιάς στη Βιάννο ήταν τεράστιο. Τ’ ανατολικά χωριά της επαρχίας μας είχαν ξεθεμελιωθεί, ο ανδρικός πληθυσμός τους είχε θανατωθεί και η Μεγάλη ή Απάνω Βιάννος, η Κάτω Βιάννος και ο Χόντρος μόλις ξέφυγαν την ομαδική σφαγή.
Ο τρόμος είχε απλώσει ήταν κυριαρχία του παντού. Επικοινωνία δεν υπήρχε ούτε με τους συγχωριανούς μας παρά μόνο με τους στενούς συγγενείς και τους πολύ κοντινούς γειτόνους μας. Πηγή ειδήσεων μόνο τα γερμανόδουλα έντυπα. Η κατοχή ραδιοφώνου από τους κατακτημένους ήταν το ίδιο βαρύ έγκλημα με την κατοχή όπλου.
Για την εξαπάτηση του αγαθού Λιντενμπάουμ, η αμόλευτη παιδική μου εντιμότητα είχε τύψεις αλλά τις σκέπαζαν τα τρομερά ερωτήματα.
Άραγε ο αγαθός Λιντενμπάουμ θα εξακολουθούσε να είναι αγαθός αν μάθαινε την αλήθεια;
Κι αν την μάθαινε κι ο ψυχρός λοχαγός; Πιο πέρα δεν τολμούσαν να πάνε τα ερωτήματά μου. Δεν θέλησα απαντήσεις και προσπάθησα να μην τις πάρω. Εξάλλου υπήρχαν κάποιες πολύ πρόσφατες απαντήσεις στα καμένα χωριά, στα ξεθεμελιωμένα σπίτια, στις εκατοντάδες νωπά μνήματα...
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"