Ο 13χρονος που είδε τους χωριανούς του εκτελεσμένους...
Ο Νίκος Διακάκης γεννήθηκε το 1930. Ήταν παιδί του Γιώργου Διακάκη από τον Άγιο Βασίλειο και της Ελένης Παπαδημητροπούλου από το χωριό μας. Έμεναν στον Κρεββατά
Από μικρό παιδί είχε συνδεθεί με τον παππού του Νίκο στον οποίο είχε μεγάλο σεβασμό και αγάπη.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μέχρι που ήρθε ο πόλεμος. Την ημέρα των Γερμανικών εκτελέσεων βρέθηκε στην τοποθεσία Χουμάνο με τον παππού του. Στην επιστροφή είδε, παιδί 13 ετών, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του χωριού μας, τους εκτελεσμένους χωριανούς από τους Γερμανούς, μαζί και του παππού του λίγο έξω από το σπίτι τους, εικόνες που δεν τις ξέχασε ποτέ. Τις περιέγραψε πολύ αργότερα σε δημοσιεύσεις του σε εφημερίδες καθώς και όλα τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2006 έγραψε σε εφημερίδες των Χανίων:
«14 Σεπτεμβρίου 1943. Μέρα σημαδιακή της ψυχής μου, που έζησα κατά παράξενη συγκυρία, το δράμα του μικρού χωριού μου Κρεββατά. Οι δρόμοι του, κείνο το απομεσήμερο, ήταν έρημοι από ζωή, διάσπαρτοι όμως από τα κουφάρια της Γερμανικής θηριωδίας. Μόνος ζωντανός εγώ, ανάμεσα σε τόσους σκοτωμένους, διάβηκα από την μίαν άκρη ως την άλλη και αντίκρυσα άθελά μου, όλο το μακάβριο θέαμα. Άλλοι ξαπλωτοί, άλλοι καθιστοί, άλλοι μπρούμητα ή ανάσκελα, σε μικρές λιμνούλες κατακόκκινες, δημιουργούσαν φρικιαστικό και αποτρόπαιο τοπίο.
Ο Γιάννης Αγγελάκης χτυπημένος στο κούτελο, έμεινε καθισμένος σε μια πέτρα. Ο Γιάννης Δημητρογιαννάκης δάγκανε απειλητικά το δάχτυλο του χεριού του και παράμεινε απειλητικός και μετά θάνατον. Ο παπά Λεωνίδας πεσμένος στην πόρτα ενός σπιτιού με το σώμα του στο σπίτι και τα πόδια του στην αυλή. Ένας άνδρας πεσμένος στα λασπόνερα του καταπότη. Πιο πέρα νεκρός ο παππούς μου. Απέναντι ένας άλλος άνδρας χτυπημένος, έγειρε εμπρός το κεφάλι, γονάτισε και έμεινε γονατιστός. Στη συνείδηση μου καταγράφηκε ως δεόμενος νεκρός.
Από το χωριό είχαν διαβεί οι ορδές των βαρβάρων ».
Μεγάλωσε στον Κρεββατά όπου τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο. Γράφτηκε το τότε οχτατάξιο γυμνάσιο Βιάννου πηγαινοερχόμενος με τα πόδια στη Βιάννο καθημερινά, μια απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων. Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, φοίτησε στην παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου από όπου αποφοίτησε το 1952.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά διορίστηκε δάσκαλος το 1955. Τοποθετήθηκε στον Άγιο Γεώργιο (Κολοκάσια) στα Σφακιά Χανίων. Το 1958 συμμετείχε σε διετή μετεκπαίδευση δασκάλων ενώ συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα ψυχικής υγιεινής των παιδιών. Τον ελεύθερο χρόνο που είχε, παρακολούθησε μαθήματα μελισσοκομίας.
Το 1960 τοποθετήθηκε στο χωριό Πρόβαρμα Αποκορώνου, όπου με τη βοήθεια των κατοίκων κατάφεραν να κτιστεί νέο οίκημα για να στεγαστεί το Δημοτικό Σχολείο. Από το 1963 βρίσκεται στα Κεραμιά Χανίων και στη συνέχεια στο Βατόλακκο. Με τη βοήθεια των κατοίκων πρωτοστατεί στην επέκταση του Σχολείου και την ίδρυση αίθουσας πολιτιστικών εκδηλώσεων και μεγάλης βιβλιοθήκης. Σύντομα εμπλουτίστηκε με 900 τόμους βιβλίων κυρίως βοηθητικών του σχολείου που χρησιμοποιήθηκε από όλους τους μαθητές δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης και των γύρω χωριών.
Μετά από 7 χρόνια στην υπηρεσία του έγινε προϊστάμενος του Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης και έφτασε μέχρι το βαθμό του επιθεωρητή στην περιφέρεια Κισσάμου του νομού Χανίων. Όταν καταργήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή επέστρεψε Διευθυντής σε Σχολεία της πόλεως των Χανίων. Συνταξιοδοτήθηκε το 1986 και έκτοτε ζει στα Χανιά.
Παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1963, τη Χανιώτισσα δασκάλα Μαυροματάκη Μαρία και δημιούργησε οικογένεια με δύο κόρες, την Χριστίνα και την Ελένη. Όταν η μητέρα του γέρασε την πήρα μαζί του στα Χανιά όπου και πέθανε στο σπίτι του.
Έγραψε πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά για το χωριό μας που το αγάπησε πολύ. Ερχόταν τις γιορτές και τα καλοκαίρια ή κάθε φορά που μπορούσε. Έπαιζε βιολί και έψελνε στην εκκλησία μας.