Μπροστά στο νέο πόλεμο…


Φαίνεται πως η ζωή μου περίμενε τον πόλεμο για να ξεκινήσει την πορεία της.
Μόλις τεσσάρων χρόνων ήμουν, όταν ένας τρελός Χίτλερ σκόρπισε τον θάνατο και τον όλεθρο στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Δύσκολα χρόνια και οι ανάγκες της ζωής ήταν τέτοιες που μεγάλωσα πολύ γρήγορα. Φτωχοί και πολύτεκνοι οι γονείς μου και για να τα βγάλουν πέρα έπρεπε να δουλεύουν νυχθημερόν. Όμως κι εμείς, τα παιδιά, αναλαμβάναμε ευθύνες νωρίς νωρίς. Σαν μεγαλύτερη, με εκπαίδευσε η μάνα μου να γίνομαι εγώ η μάνα για τα μικρότερα αδέρφια μου. Όλη τη μέρα η μάνα μου ήταν στο μεροκάματο παρέα με τον πατέρα μου κι εγώ, έπρεπε να προσέχω τα μικρότερα αδέρφια μου. Έζησα δύσκολα χρόνια που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Δεν ήταν μόνο ο φόβος του κατακτητή, αλλά και η πείνα!
Ένα άλλο-εξίσου σοβαρό πρόβλημα ήταν η καθαριότητα!
Αφορμή για τις μαύρες αυτές σκέψεις είναι η πανδημία που απειλεί την ανθρωπότητα. Η μνήμη μου, με πάει σ’ εκείνα τα τραγικά χρόνια, τότε που δεν είχαμε ούτε καν σαπούνι για να πλυθούμε! Χίλιους δυο τρόπους σκαρφίζονταν η φτωχολογιά για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, που οι σημερινοί άνθρωποι δεν το σπουδαιολογούν και σπαταλούν χιλιάδες χρήματα σε σαμπουάν και αφρόλουτρα.... Θυμάμαι τη μάνα μου, αλλά κι άλλες γειτόνισσες, να βράζουν τη στάχτη για να πλύνουν τα ρούχα μας, γιατί οι ψείρες παραμόνευαν. Οι γεροντότεροι, που δεν είχαν τη μπόρεση να κάνουν τέτοια, βρίσκονταν αντιμέτωποι με το βασανιστήριο αυτό και οι ψείρες κάνανε ανέφαλο για να τους πιουν το αίμα…
Όμως το πλύσιμο με τη στάχτη «έκοβε» τα ρούχα και σκιζότανε πολύ εύκολα…
Και πού να βρεις πρώτες ύλες για να ράψεις ή να πλέξεις καινούρια, αφού στην αγορά δεν υπήρχε τίποτα! Έτσι αναγκαζόμασταν και βγάζαμε ό,τι προικιό είχαμε και φτιάχναμε ρουχισμό. Φροντίζαμε δε να τα βάφουμε σε σκούρα χρώματα για να μην λερώνουν εύκολα. Η βαφή γινότανε με πρωτόγονο τρόπο, όπως με το βράσιμο φύλλων καρυδιάς και ροδαριάς και φτιάχναμε ότι χρώμα θέλαμε…
Όσο για το σαπούνι που πλενόμαστε στη γειτονιά μου, στην Πλάκα της Άνω Βιάννου, για καλή μας τύχη, υπήρχε το σαπουναριό του Γιώργου Περβολαράκη που τον λέγαμε και «Σαπουνά». Εκεί δούλευε ένας καλός χωριανός και καλός τεχνίτης, ο Μανώλης Παπαδημητράκης (του Χαρκιά). Η γυναίκα του Περβολαράκη, η Ροδάνθη, κόρη του Ζαχαρία Μεταξάκη, είχε μια χρυσή καρδιά και, όποτε φτιάχνανε το σαπούνι ο μεν Μανώλης το έκοβε σε πλάκες, κι εκείνη γέμιζε με τα κομμάτια που περίσσευαν το καλάθι της και πήγαινε στα σπίτια των φτωχών και το μοίραζε για να λουζόμαστε και να γλιτώσουμε από το μαρτύριο της ψείρας.
Η πείνα όμως ήταν το μεγάλο μας πρόβλημα. Ακόμη και τα χόρτα, που ήταν η καθημερινή μας τροφή, τα έβρισκαν με δυσκολία οι μανάδες μας, γιατί οι Γερμανοί έβγαζαν περιπολίες και αλίμονο σε όποιον έβρισκαν έξω. Θυμάμαι μια παρέα γυναικών που ήρθαν και πήραν και την μητέρα μου για να πάνε να μαζέψουν χαρούπια από τους Καψάλους που είχε πολλές χαρουπιές. Με τα χαρούπια κάναμε ψωμί. Οι Καψάλοι, όπως και όλες οι παραλιακές περιοχές ήταν «νεκρή ζώνη» και απαγορεύονταν να κυκλοφορούν Έλληνες. Δυστυχώς, πέσανε πάνω σε μια γερμανική περίπολο και με κλωτσιές και βρισιές τις έσερναν να τις πάνε στην κουμαντατούρ για ανάκριση. Η μάνα μου έσωσε και την υπόλοιπη παρέα, αφού τους έπεισε ότι είχε μωρό παιδί και για να την πιστέψουν έβγαλε και έδειξε τα βυζιά της που έτρεχαν γάλα! Ευτυχώς ο επικεφαλής έδειξε ανθρωπιά και με μισά γερμανικά και λίγα ελληνικά τους είπε να επιστρέψουν αμέσως στα σπίτια τους…
Και τώρα, ζούμε πάλι ημέρες και ώρες φόβου και απαγορεύσεων σ’ ένα καινούριο-άγνωστο πόλεμο.
Στων Γερμανών τον πόλεμο
τη βρήκαμε τη λύση
μα με τον κορωνοϊό
ο Θιός να βοηθήσει…
Αυτό τον ύπουλο εχθρό
ποιος θα τον σταματήσει
προτού η ανθρωπότητα
θα φτάσει εις τη δύση…