Μοιρολόι Πρωτομαρτιάς
Πουλάκια μαύρα ζύγωσαν στην άκρια της αυλής μου.
Βαθιά στα μάτια με κοιτούν, βαθιά και μου μιλούσι:
«Δεν ήκουσες, δεν ήμαθες φέτος κακήν ημέρα
που σήμερο ξημέρωσε για να καλωσορίσει
την όμορφη Νυφούλα μας με τον χρυσό της Μάρτη;
Δεν γροίκησαν τ’ αυτάκια σου Κυρά το τόσο κλάμα
απού βοή εγίνηκε… Μάνες χαροκαμένες,
κοπέλες πάνω στον ανθό του Έρωτα που ’θέλαν
στην αγκαλιά να σφίξουνε το ακριβό τους ταίρι;
Απού βοή εγίνηκε…πού ήσουν; Δεν γροικούσες;»
-Επά η δόλια ήμουνα, μα πράμα δεν ακούστη,
επά και μοσχοέπλενα τσ’ αυλές και τα περβάζια
δίχως να νιώσω κάψιμο θανάτου να ζυγώνει.
Επά ΄μουν…
Άχι ο μαυροχάροντας πώς και δεν ξεδιαλέγει
από την χέρα ποιον βαριά θα σπρώξει στο βαρκάκι!
Στα μάθια του δεν στάθηκε κανένα τους το χρώμα
γιατί σαν πρέπει και αυτά το δάκρυ δεν βαστούσι.
Άχι νυφούλες γέμισε η βάρκα σαν να βλέπω!
Ώφου και νιοι! με τα γαμπρίκια τους ’πο πίσω ακλουθούνε!
Ωιμέ μανάδες κλαίγουσι, ωιμέ κι οι πατεράδες
απού συνήθειο δεν βαστούν από τ’ αρχαία χρόνια
να δείχνουν με το κλάημα ντων τον πόνο που τους καίει.
Ωφού κι οι νιοι, ωφού κι οι νιές, ωφού κι οι πατεράδες
μον’ δεν εγάειρε να δει ποιος κλαίει, για ποιον λιώνει
και σήμερο, και αύριο και κάθε μια του μέρα
που θ’ απομείνει στην ζωή σαν έρμο κουτσουνάρι
και θα ρωτά, και θα μιλεί στον εαυτόν του μόνο:
«Θε μου και πώς δεν ήβλεπες, Θε μου πώς και δεν είδες;
κακό μεγάλο γένηκε, χορτάσαμε ορφάνια
σαν φύγαν τα λιανόπουλα από την αγκαλιά μας
και μας απόμεινε βουβή η ψίχα της ψυχής μας.
Και πράμα δεν ομόρφυνε μπλιο την καρδιά την δόλια.
Άχι παιδί μου όμορφο, λεβέντη και αητέ μου,
άχι και πώς να μπόρουνα ανταλλαγή να κάμω,
τι πήρα το μεράδι μου και ήταν η σειρά σου
γαμπρός μες στ’ άνθια να χαρείς τους εδικούς σου Γάμους.
Όχι σε νεκροκρέβατο, μα νυφική παστάδα.
Άχι Θε μου και πού ’σουνα, και πώς και δεν τα είδες
ανόσια να γένονται όσα γονιός μην ζήσει…»
Κι απόμειν’ ο Κύρης του γαμπρίκια να τον ντύνει…
«Άχι κορούλα μου έμορφη, ξύπνα και κοίταξέ με!
Ξύπνα καλή, σήκω χρυσή κι η ώρα σου δεν ήρθε!
Βαρύ το λάθος Κύρη μου, πού ήσουν και δεν είδες;
Άχι και Θε μου ακριβέ, ήντά ’φταιξε η κοπέλα
νύφη να μαυροστολιστεί, στο μνήμα να ξαπλώσει;
Δεν πρόκαμα το νυφικό δαντέλα να κεντήσω,
δεν πρόλαβα λεμονανθούς να βρω να σου μαζέψω.
Άχι και Θε μου ακριβέ, πού ήσουν και δεν είδες;
Μη θυγατέρα! φόρεμα μην κάμεις να σηκώσεις
και στο βαρκάκι μην πατείς με τ’ άσπρο πατουχάκι!
Μην ακριβή μου, μην ακούς ο Χάροντας τι λέει!
Παιδί δεν εμεγάλωσε, παιδί δεν θ’ αγκαλιάσει
που να του πεί «πατέρα μου, μάνα, εγώ σας φέρνω
καλά μαντάτα κι όμορφα και το γλυκό μου ταίρι!»
Απόμεινε η μάνα τζη να τη θωρεί να φεύγει…».
Ξανάρθαν τα μαυρόπουλα και πιάνουν να μιλιούνε:
«Είναι φορές, πικρές φορές που την απάνω χέρα
βαστά ο κλέφτης Σκοτεινός και παίρνει την σοδειά ντου:
λεβεντονιούς και όμορφες των άστρων θυγατέρες.
Πολλά να πούμε δεν μπορεί ανθρώπου νους να βάλει
και πώς ’πιτρέπει ο Κύρης μας να γίνεται το αίσχος.
Πουλιά φτωχά, πετάμενα, όλα δεν τα κατέχουν…
Τάχα είδαν στον ύπνο τους, τάχα είδαν στο πλάι
«ποιος» ξεπροβόδιζε καλιά και για ξερόν ποιον τόπο;
Συχώρα Θε μου τ’ άδικο κι άνοιχτ’ την αγκαλιά Σου!
και φρόντισε ακριβονιούς και μοσχοθυγατέρες
απάγκιο και καλοβολή να βρουν στους Ουρανούς Σου.
Σε φωτεινά και λαμπερά, σ’ ολόδροσα λιβάδια
εκεί από σήμερο να ζουν, εκεί στην αγκαλιά Σου.
Και μπέψε στοι γονέους τους υπομονή να έχουν
τι είναι ο θάνατος βαρύς, καρφί βαθιά χωσμένο
που δεν αφήνει τον γονιό την αναπνιά να πάρει
ωσότου έρθει η ώρα του να ανεβεί κι εκείνος
και αγκαλιά να ζήσουνε όσα ’φησαν στην μέση.
Δώσε κουράγιο Κύρη μου, παιδιά Σου είναι όλα!
Κι αν ήπρεπε, Εσύ θωρείς, κι αν ήπρεπε κατέχεις!
Τον πόνο κάμε μαγληνό και δώσε τους την πίστη
που, σίγουρα, την χάσανε σήμερο μαύρη μέρα!!
Ωφού Θε μου και πού’ σουνα…»..
Εις μνήμην…
Πρωτομαρτιά 2023
Καλλιόπη Πολενάκη