Μνήμη Νίκου Καββαδία! 50 χρόνια από το θάνατό του!!!

«Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει»…
Και μόνο αυτό το στίχο να είχε γράψει ο Νίκος Καββαδίας, θα ήταν αρκετό για να θεωρηθεί παμμέγιστος ποιητής!
Ήταν 10 του Φλεβάρη 1975 όταν ο ποιητής της θάλασσας θα μετακόμιζε για την Αθανασία…
Οφείλουμε πολλά τόσο στη Μαρίζα Κωχ και στο Γιάννη Σπανό που πρώτοι αυτοί μελοποίησαν ποιήματά του και σύστησαν τον ποιητή με τους Έλληνες. Πολλά περισσότερα όμως, οφείλουμε στο Θάνο Μικρούτσικο που απογείωσε το ποιητικό έργο του Καββαδία και έβαλε την ποιητική του γλύκα στα χείλη μας…
Το βιογραφικό του
Ο ποιητής του Ποσειδώνειου Κράτους γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 σε χωριό κοντά στο Βλαδιβιστόκ της Ρωσίας. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένειά του έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς και αμέσως μετά μετακομίζουν στον Πειραιά.
Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο «Σχολικός Σάτυρος», γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Σημαία» με τίτλο «Ο Θάνατος της Παιδούλας».
Με την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να αλλάξει ρότα και το Νοέμβρη του 1928 μπαρκάρει ως «ναυτόπαις», ενώ παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία του με διάφορα φιλολογικά περιοδικά.
Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές.
Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ, ενώ την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το «το Μαραμπού».
Ο επικήδειος
Ωστόσο, επιτρέψτε μας να παραθέσουμε τον εξαιρετικό αποχαιρετιστήριο λόγο που ο Χρήστος Παντελίδης, ναυτικός και φίλος του ποιητή, εκφώνησε στις 11 Φεβρουαρίου 1975 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών κατά την τελετής της νεκρώσιμης ακολουθίας:
«Αγαπημένε μας, Σύντροφε Συνάδερφε Μαρκόνη Ποιητή!
Ο χθεσινός άνεμος, έφερε σε μας τους Ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο… Το Φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσομένο καταμεσής του Ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι.
Στα Ποστάλια τελείωσαν τα ματσακονίσματα, οι Ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια.
Οι Καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Το σερβέι σε λίγο τελειώνει...
Ένας Μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά, έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου Μαραμπού να μη γρυλλίζουν πια.
«Αν ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς, δεν βρήκαμε τη δικιά μας Ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε…», μας έλεγες.
Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεργιές;…
Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που, άθελά σου, φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντόκο να δέσουμε πριμάτσα...
Ο Μάρτης!.. Αχ αυτός ο Μάρτης!.. Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το Φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου… Όλα άργησαν για σένα φέτος.
Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό. Αγαπημένε μας Ποιητή, καλό ταξίδι.
Δεν κουνάμε τα μαντήλια μας.
Αυτό είναι για αταξίδευτους στεριανούς.
Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θάχουν την γαλάζια σου ζωγραφιά!..
Αδελφέ μας Ποιητή!
Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ Ναυτικός... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι, που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του θα μας πάρει. Για κατευόδιο, εμείς οι Ναυτεργάτες Σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό!»…