Μαντινάδες με δύναμη ψυχής!

Μια μέρα σαν σήμερα πριν 15 χρόνια, "έφυγε" από τη ζωή ένας χαρισματικός μαντιναδολόγος από την Κάτω Βιάννο, ο Ζαχάρης Δουλγεράκης, ή αλλιώς«Πούλακας», όπως ήταν γνωστός.
Γεννήθηκε στην Κάτω Βιάννο το 1930. Παντρεύτηκε τη Χαρίκλεια Σταματουλάκη, η οποία «έφυγε» το 1999 χτυπημένη από τον καρκίνο. Μαζί απέκτησαν τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Μέλπω και τη Νίκη. Ο Ζαχάρης με τη σύζυγό του κατάφεραν μέσα από πολλές κακουχίες και φτώχεια να τις σπουδάσουν, με αποτέλεσμα και οι τρεις να είναι παιδαγωγοί – εκπαιδευτικοί και αξιοσέβαστα στην κοινωνία άτομα.
Όπως είχε γράψει ο Αντώνης Μανδαλάκης σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου", ο Ζαχάρης Δουλγεράκης έίχε το χάρισμα να στιχουργεί δεκαπεντασύλλαβους (μαντινάδες). Ακόμα και όταν έχασε «το φως των αμαθιώ» ντου, συνέχισε να μαντιναδολογεί. Κάθε που είχε έμπνευση, έλεγε τις μαντινάδες του στην κ. Μαρία Γελασάκη κι εκείνη κατέγραφε. Παρά την τύφλωσή του δεν απογοητεύτηκε, δεν έχασε την υπομονή, το θάρρος και το κουράγιο του και συνέχισε να γράφει. Αξιοθαύμαστη δύναμη ψυχής!
Σας παραθέτουμε μερικές από τις μαντινάδες του, σαν έναν ταπεινό φόρο τιμής στο ταλέντο και τη θέληση ενός λαϊκού ποιητή της περιοχής μας:
Μπήκες στο νου μου έτσι, απλά, κι εγώ πώς ν’ αντιδράσω
που ’μουν απροετοίμαστος να σε σφιχταγκαλιάσω
Εξύπνησα με τ’ όνειρο κι έχασα ό,τι είχα
και δεν εξαναγύρισε για να περάσει η νύχτα
Η κάθε νύχτα που περνά για μένα είναι χρόνος
γιατί στη μαύρη μοναξιά πάντα πληθαίνει ο πόνος
Όμορφο είναι τ’ όνειρο μα η μέρα μου το παίρνει
κι όσο βραδιάζει έρχεται και μου το ξαναφέρνει
Να ’ταν η απόσταση γυαλί, κομμάτια να την κάνω
να ’ρθω κοντά σου τις πληγές παλιού σεβντά να γιάνω
Τσ’ αγάπης σου εκρύφτηκα μα ήρθε κι ήβρηκέ με
τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο κι εγλυκοφίλησέ με
Ξερά κλαδιά εμάζωξα να κάψω το κορμί μου
για να πατήσεις τη φωθιά και να καείς μαζί μου
Κάνω κουράγιο στη καρδιά τα βάσανα να αντέξει
για δε θα βρει ποτέ χαρές, εκτός κι αν πα να κλέψει
Πολλοί μισούνε τα όνειρα, μα εγώ όμως τα λατρεύω
γιατί μαζί σου κάθε αργά μικρό μου ταξιδεύω
Είσαι κοντά κι όμως μακριά, τόσο που δε σε φτάνω
κλείνω τα μάτια σε θωρώ τα κλείνω και σε χάνω
Ήρθες την ώρα που ’σβηνε ο ήλιος στην αυλή μου
και μου ’φερες άπλετο φως γλυκιά ανάστασή μου
Ζωή είναι και το όνειρο κι άσε με να το ζήσω
άσε να μπω στσ’ αγκάλες σου πρωτού να ξεψυχήσω
Την αρμινιά σου μάτια μου, εδά που φεύγω δώς μου
και πες μου «άμε στο καλό και να γυρίσεις φως μου»
Δεντρό που ’χει τσι ρίζες του βαθιά στη γη χωμένες
δεν το τρομάζουν οι καιροί, οι ανέμοι κι οι φοβέρες
Ό,τι αγαπώ μού χάνεται κι ό,τι μισώ κλουθά μου
και δεν αφήνει η μοίρα μου, την αγαπώ κοντά μου
Πληροφορίες: "Ηχώ της Βιάννου"